tsalapetinos | κυριακή, 12 φλε 2017
“Μαμά! Μαμά, βρήκα ένα ταψί!” ακούστηκε από την παραλία. Στην ταβέρνα κανείς δεν έδωσε σημασία. Κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο, κάτω στην άμμο και στη θάλασσα έπαιζαν λεφούσι τα παιδιά και πάνω, στην ταβέρνα με τις καλαμιές δεν έβρισκες καρέκλα να καθίσεις.
Αμέσως μετά τον είδαμε να ανεβαίνει τα σκαλάκια ακολουθούμενος από άλλα πιτσιρίκια σαν κορυφαίος ενός λιλιπούτειου χορού. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από εννιά χρόνων, λεπτοκαμωμένος, κατάμαυρος κι αυτός όπως όλα τα άλλα. Με τα χέρια ανοιγμένα στην έκταση που επέβαλε το τεράστιο μέγεθος του “ταψιού” που κουβαλούσε και φάτσα που έλαμπε για το εύρημα. Χταπόδι να είχε βγάλει, τέτοια χαρά δεν θα ένοιωθε.
Άφησαν τα πιρούνια οι μεγάλοι και γύρισαν και τον κοίταξαν. Είχε σταθεί στη μέση της ταβέρνας εκεί όπου δεν υπήρχαν τραπέζια και τα βράδια γινόταν η πίστα για το χορό, κρατώντας το τρόπαιο που έσταζε θαλασσινό νερό και φύκια κι αναζητούσε με το βλέμμα τους δικούς του και το “μπράβο” τους. Τα άλλα στριμώχνονταν δίπλα του, κολλητά σχεδόν, σαν να διεκδικούσαν ένα μερίδιο της δόξας του.
Ακούστηκαν τότε, από γυναίκες κυρίως, κάποια σχόλια “Τί βρωμερό πράγμα είναι αυτό;” και “Μα τί πάνε και πετάνε στη θάλασσα!”. Κάποιοι άντρες που καθόταν κοντά στην πίστα εντόπισαν σκουριά στο αντικείμενο και μουρμούρισαν αδιάφορα: “Θα κοπεί έτσι όπως το κρατάει και άντε να τρέχουν μετά να βρουν τον αγροτικό γιατρό για αντιτετανικό”. Ωστόσο κανείς δε σηκώθηκε, κανείς δεν κινήθηκε προς το μέρος του μικρού και των παιδιών που τον πλαισίωναν, αλλά το έβλεπες στην έκφρασή τους ότι προσπαθούσαν μάταια να καταλάβουν τί ήταν.
Τότε ακούστηκε από το βάθος ένας τρομερός θόρυβος, σαν να αναποδογύρισε τραπέζι και είδαμε τον φίλο μας τον Αντώνη να ελίσσεται με τρομερή για τον όγκο του ταχύτητα ανάμεσα στα τραπέζια, με ένα βλέμμα αγωνίας σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου να φτάσει εγκαίρως στον προορισμό του, που γρήγορα καταλάβαμε ότι ήταν η πίστα και η παιδική ομήγυρη. Όταν πέρασε τους σκοπέλους των τραπεζιών, έκοψε ταχύτητα, άλλαξε ύφος, στάθηκε μπροστά στον μικρό, έσκυψε και του είπε σε απίστευτα γλυκό τόνο: “Αυτό το ταψί είναι από την κουζίνα του Ποσειδώνα. Μπράβο που το βρήκες! Το είχε χάσει και το έψαχνε σε όλη τη θάλασσα.”
Ο μικρός τον κοίταξε έκπληκτος και ο Αντώνης συνέχισε το ίδιο γλυκά, κοιτάζοντάς τον στα μάτια: “Αν δεν το πάρει πίσω αμέσως, θα θυμώσει πολύ και θα σηκώσει μεγάλη φουρτούνα. Τί λες; Θα μού το δώσεις να τού το πάω;” Μετά από ελάχιστο δισταγμό ο μικρός πεπεισμένος πλέον ότι έπρεπε να αποχωριστεί το σπουδαίο του εύρημα μια που ανήκε σε κάποιον άλλον και μάλιστα στον ίδιο το Θεό της θάλασσας, σήκωσε τα χέρια του και έτεινε το ταψί του Ποσειδώνα στον Αντώνη που ήταν κάθιδρος.
Εκείνος πρώτα έλυσε ταχύτατα το κορδόνι που είχε το μαγιό του περασμένο στη μέση και το τράβηξε από τη θέση του. Ύστερα το πέρασε πολλές φορές στον αριστερό καρπό του και το έδεσε πρόχειρα. Μετά έπιασε πολύ προσεκτικά από τα χέρια του μικρού το ταψί, σαν να μην ήταν από μέταλλο αλλά από την πιο φίνα πορσελάνη.
Τα παιδιά του έκαναν χώρο να περάσει και με πολύ αργά βήματα, σχεδόν ιεροτελεστικά, πήγε προς τα σκαλιά και κατέβηκε στην άμμο. Η σκηνή που προηγήθηκε κι η απίστευτη ιστορία που ξεστόμισε ο Αντώνης, μας κίνησε την περιέργεια κι έκανε και εμάς τους μεγάλους να σηκωθούμε επιτέλους από τα τραπέζια μας, να πλησιάσουμε και να σταθούμε μαζί με τους μικρούς, στην άκρη του τσιμέντου της ταβέρνας παρακολουθώντας τον από ψηλά.
Διέσχισε την άμμο κατευθυνόμενος αργά προς τη θάλασσα, με εξαιρετικά προσεκτικά βήματα κι εκείνος που ποτέ δεν έμπαινε παρά μόνο ίσα για να βραχεί, άρχισε να προχωράει στα βαθιά. Και λέω “προχωράει” γιατί δεν κολυμπούσε: είχε τα χέρια του απλωμένα μπροστά κρατώντας το ταψί, το κεφάλι φυσικά έξω από το νερό και τα πόδια του -το βλέπαμε κι ήταν αστείο- πήγαιναν σαν του βατράχου, προωθώντας τον αργά προς -το δίχως άλλο- την κουζίνα του Ποσειδώνα.
Μετά από ώρα, δυσανάλογη της απόστασης, έφτασε σε ένα ρεμέτζο κι εκεί στάθηκε αρκετά. Τον βλέπαμε όλοι συγκεντρωμένοι κάτι να προσπαθεί να κάνει. Κάτι με το κορδόνι που είχε τυλίξει στον αριστερό του καρπό. Να παιδεύεται, να βουλιάζει, να ξαναβγαίνει στη επιφάνεια, να ξαναβουλιάζει. Κάποια στιγμή, φαίνεται ότι τα κατάφερε κάπως να δέσει το ταψί στο ρεμέντζο και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Βγήκε στην άμμο κι ήταν εξουθενωμένος. Ανέβηκε με δυσκολία τα σκαλιά και σωριάστηκε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά του. Στις απανωτές ερωτήσεις που τού απευθύναμε, πρώτα ο μικρός, ο άμεσα ενδιαφερόμενος, για το αν θα το βρει το ταψί ο Ποσειδώνας κι έπειτα όλοι οι μεγάλοι για το είδος του αντικειμένου, δεν απάντησε. Το βλέπαμε ότι δεν μπορούσε. Προσπαθούσε να ρεγουλάρει την αναπνοή του και κάποια στιγμή κατάφερε με μισοσβησμένη φωνή να ζητήσει ρακή. Τού την έφεραν σε ξέχειλο ποτήρι του κρασιού, την κατέβασε μονοκοπανιά κι έμεινε για λίγο με κλειστά μάτια. Ήταν χλομός σαν πεθαμένος. Και αυτό το έβλεπες παρά το μαύρισμά του, παρά την τρομερή βιβλική γενειάδα του, που κατάφερνε από το κόντρα καθημερινό ξύρισμα να φουντώσει στον ένα μήνα άδειας από τη μονάδα του στην πολεμική αεροπορία.
Μετά από λίγο όμως, φάνηκε ότι συνήλθε και με τη συνηθισμένη αγριοφωνάρα του μας είπε με ύφος διοικητή που δίνει διαταγή σε ψαρωμένους νεοσύλλεκτους, “Ειδοποιήστε αμέσως το λιμεναρχείο να έρθουν να την πάρουν. Είναι νάρκη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.”
Ειδοποιήσαμε και όλη εκείνη αλλά και τις επόμενες μέρες, η νάρκη ήταν το κύριο θέμα στο Νησί. Ντόπιοι και παραθεριστές μόνο γι αυτή συζητούσαμε και κάναμε εικασίες. Εικασίες, γιατί τελικά δεν μάθαμε ποτέ τί ακριβώς έγινε. Πρέπει να ήρθαν πολύ αργά το βράδυ, να την έλυσαν από το ρεμέτζο που την είχε δέσει ο Αντώνης και να την ρυμούλκησαν στα ανοιχτά. Εκείνο το βράδυ, μερικοί ορκίζονταν ότι άκουσαν δυο- τρία “πολύ δυνατά μπαμ”, αλλά μπορεί να ήταν τα συνηθισμένα “μπαμ” που ακούγαμε κάθε βράδυ από ψάρεμα με δυναμίτη.
Πάντως όλοι ήμασταν ανακουφισμένοι που δεν έσκασε στα χέρια του μικρού στην μέση της ταβέρνας με τα καλάμια, στην τσιμεντένια πίστα. Δεν θα είχε μείνει τίποτα όρθιο. Ίσως μάλιστα να ήταν τόσο δυνατή η έκρηξη που στο τέλος να εξαφανίζονταν κι ολόκληρο το Νησί· γιατί το έχω ξαναπεί: είναι μικρό το Νησί, μια σταλιά -σαν κουτσουλιά γλάρου που ξεράθηκε στο Αιγαίο.
θυμήθηκα αυτή την ιστορία με αφορμή τη βόμβα του Κορδελιού.
Αναρτήθηκε από Τσαλαπετεινός στις 2:22 μ.μ.