Λίγο πριν από τις εκλογές του 2012, το περιοδικό των πλουσίων «Forbes» δημοσίευσε άρθρο κάποιου Bill Frezza με τίτλο «Δώστε στην Ελλάδα αυτό που της αξίζει: τον κομμουνισμό». Ο κόσμος χρειάζεται ένα σύγχρονο παράδειγμα του κομμουνισμού εν δράσει και δεν υπάρχει καλύτερος υποψήφιος από την Ελλάδα. «Πετάξτε τους από την Ε.Ε., κόψτε τη ροή των τσάμπα ευρώ και μετά καθίστε αναπαυτικά και απολαύστε για μια γενιά την καταστροφή».
Δεν ξέρω πού βρήκε ο κ. Frezza τα «τσάμπα ευρώ», αλλά αυτή πρέπει να είναι η πρώτη εμφάνιση της ιδέας της «αριστερής παρένθεσης» που υιοθέτησε η Δεξιά από τότε που φάνηκε να έρχεται η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Αντώνης Σαμαράς αποκάλυψε ότι δεν τελείωσε η πέμπτη αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος και δεν δόθηκαν τα τελευταία 7,2 εκατομμύρια ευρώ του δεύτερου δανείου στην Ελλάδα το τέλος του 2014 γιατί δεν ήθελαν Ελληνες και Ευρωπαίοι να τα βρει η νέα κυβέρνηση.
Ηταν λοιπόν το πεδίο ναρκοθετημένο από την αρχή. Και μπορεί η πρόβλεψη της σύντομης παρένθεσης να απέτυχε, αλλά επί δύο χρόνια η κυβέρνηση λειτουργεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Υπουργοί αναφέρουν ότι αισθάνονται συχνά σαν να συμμετέχουν σε «κυβέρνηση της εξορίας», με τους απεσταλμένους των πιστωτών να συμπεριφέρονται σαν αποικιοκράτες αντιβασιλείς.
Υπάρχει όμως και το κουαρτέτο «εσωτερικού». Τράπεζες, μεγάλο κεφάλαιο, συστημικά ΜΜΕ και κρατικοί λειτουργοί συμμετέχουν σε ένα μεταμοντέρνο ευρωπαϊκό πραξικόπημα.
Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κυβέρνηση, αποφάσισε να μην ακολουθήσει τη διεφθαρμένη και αναποτελεσματική πρακτική της αντικατάστασης μεγάλης μερίδας των ανωτέρων δημοσίων υπαλλήλων με κομματικούς φίλους. Ο αριθμός των πολιτικών συμβούλων μειώθηκε ριζικά και καλλιεργήθηκε ένα κλίμα εμπιστοσύνης προς το υπάρχον προσωπικό. Η δημόσια διοίκηση δεν ανταποκρίθηκε.
Ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί αλλά και κατώτεροι υπάλληλοι, συνηθισμένοι στην ελάχιστη προσπάθεια, κρατούν τους υπουργούς σε κατάσταση ομηρίας. Υπουργοί απαριθμούν ιστορίες ανημπόριας και ματαίωσης. Ακόμα και σήμερα δεν τους παρέχονται τα απαραίτητα στοιχεία για τον σχεδιασμό πολιτικών. Αλλες έχουν αποτύχει λόγω της απροθυμίας των ανωτέρων υπαλλήλων να τις υλοποιήσουν. Ανώνυμες ενημερώσεις και διαρροές ειδοποιούν τον Τύπο για τον σχεδιασμό κάποιας νέας ριζοσπαστικής πολιτικής.
Δημόσιοι υπάλληλοι, που πιστεύουν ή σχεδιάζουν την πτώση της κυβέρνησης και την επιστροφή στην κυριαρχία της Δεξιάς, παρεμποδίζουν με κάθε τρόπο το έργο των υπουργών. Το μετεμφυλιακό Κράτος, δημιούργημα και λάφυρο του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, παρέμεινε πιστό στους δημιουργούς του.
Oι δυσκολίες αυτές δεν ήταν απρόβλεπτες. Οταν ένα αριστερό κόμμα αναλαμβάνει τη διοίκηση του Κράτους συναντά έναν εχθρικό θεσμό που έχει οργανωθεί για να αποτρέψει την άνοδο και να ματαιώσει τα σχέδιά του. Η μαρξιστική πολιτική και νομική θεωρία υποστηρίζουν ότι και η μορφή και το περιεχόμενο κράτους και δικαίου βρίσκονται απέναντι στην Αριστερά. Η κριτική θεωρία του δικαίου εξηγεί πώς η νομική προσωπικότητα, τα δικαιώματα και η ιδιοκτησία αποτελούν τις αναγκαίες μορφές για τη λειτουργία του καπιταλισμού.
Από την άλλη πλευρά, θεμελιώδης λειτουργία του κράτους είναι να διασφαλίζει ότι ο ταξικός αγώνας περιορίζεται, αστυνομεύεται, και οι μικρές νίκες της εργατικής τάξης δεν θέτουν σε κίνδυνο την καπιταλιστική κυριαρχία. Η δομική αντιπαλότητα Κράτους και Αριστεράς πήρε ιδιαίτερα σκληρό χαρακτήρα στην Ελλάδα στη μακρά ιστορία καταστολής και δίωξης των αριστερών.
Το κράτος ως συσχετισμός δύναμης
Οι παλιές μαρξιστικές θεωρίες για την κατάληψη της εξουσίας έχουν συνταξιοδοτηθεί. Δεν υπάρχουν πια Βαστίλες ή Χειμερινά Ανάκτορα. Η στρατηγική της «μεταβατικής» κυβέρνησης αναπτύχθηκε στην εποχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους.
Στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό πολλά από αυτά δεν ισχύουν πια. Ο γκραμσιανός «πόλεμος θέσεων» και ο «ιστορικός συμβιβασμός» του Μπερλίνγκουερ άνοιξαν βέβαια νέους δρόμους. Αλλά ήταν ο Νίκος Πουλαντζάς που έφτασε πιο κοντά στην επεξεργασία μιας στρατηγικής για έναν δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Η Αριστερά οφείλει να είναι μέσα και ενάντια στο Κράτος, πρέπει να το καταλάβει και να το διοικήσει αλλά και να ενεργεί ενάντια στους θεσμικούς περιορισμούς, στις στρατηγικές επιλογές και στην ιδεολογική κατεύθυνσή του.
Για τον ύστερο Πουλαντζά, το Κράτος δεν αποτελεί μια οντότητα ή εργαλείο, αλλά «όπως το “κεφάλαιο” είναι ένας συσχετισμός δυνάμεων ή, ακριβέστερα, η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων, έτσι όπως αυτός εκφράζεται πάντοτε μέσα στο κράτος με ειδικό τρόπο».
Ως η υλική συμπύκνωση του ταξικού αγώνα, το κράτος οργανώνει την ενότητα του κυρίαρχου μπλοκ και υπηρετεί τη συνολική νομιμοποίηση της ταξικής κυριαρχίας διαχειριζόμενο τη λαϊκή συναίνεση. Οι κρατικοί θεσμοί και πολιτικές κανονικοποιούν και παγιώνουν την ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση, η κρατική εξουσία επιλέγει στρατηγικά τα πεδία της παρέμβασής της για να διατηρεί την ταξική κυριαρχία. Οι επιλογές της ικανοποιούν τα ταξικά συμφέροντα με πολλούς τρόπους.
Με το επιλεκτικό φιλτράρισμα της πληροφορίας, τη συστηματική έλλειψη δράσης σε ζητήματα λαϊκού ενδιαφέροντος, τη χρησιμοποίηση αμοιβαία αντιφατικών προτεραιοτήτων, την άνιση υλοποίηση αποφασισμένων μέτρων και την επιδίωξη ad hoc και ασυντόνιστων πολιτικών. Την ίδια στιγμή, οι αγώνες των εργαζομένων μέσα και έξω από το Κράτος ανακατευθύνουν τις θεσμικές προτεραιότητες και επιτυγχάνουν περιστασιακές νίκες που καταγράφουν την ένταση του ταξικού αγώνα.
Σύμφωνα με τον Πουλαντζά «κέντρα αντίστασης» αναδύονται στο Κράτος. Εκπροσωπούνται από τους υπαλλήλους που προέρχεται από τις λαϊκές τάξεις και εκδηλώνονται σε θεσμικές αποφάσεις που προωθούν τα συμφέροντα των εργαζομένων, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική ισορροπία των δυνάμεων.
Στην ελληνική περίπτωση, το Κράτος και οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί σταθεροποιούν τις σχέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο, τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ. Πρόσφατα, η κρατική παρέμβαση προωθούσε τα τραπεζικά συμφέροντα και υποβάθμιζε τους κλάδους της βιομηχανίας και των κατασκευών.
Κινητοποιούσε τη διαφθορά και την ευνοιοκρατία για να κατευνάζει τις εντάσεις στην κυρίαρχη τάξη, και την ανοχή σε μικρο-παραβατικές λαϊκές συμπεριφορές για να διατηρεί την κοινωνική ηρεμία. Η κρατική «παραβατικότητα» δημιουργούσε έναν ελάχιστο βαθμό εσωτερικής συνοχής και διαμεσολαβούσε ταξικά και προσωπικά συμφέροντα.
Αυτή η ανάλυση μας βοηθά να κατανοήσουμε τις δυσκολίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ κληρονόμησε έναν δημόσιο τομέα ο οποίος συνδυάζει τη θεσμική και ιστορική αντι-αριστερή προκατάληψη με μια ταξική αντίληψη στρατηγικών επιλογών. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που αντιστέκονται στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις ή τις προοδευτικές πολιτικές εκφράζουν τόσο την ταξική θέση τους όσο και βαθιά θεμελιωμένα συμφέροντα. Αλλά η μεγαλύτερη δυσκολία είναι δομική.
Οσο περισσότερο προσπαθεί η κυβέρνηση να αλλάξει την ισορροπία τόσο περισσότερο το Κράτος, ως «συμπύκνωση του συσχετισμού δυνάμεων», θα αντιστέκεται. Μόνο η σταδιακή αλλαγή του συσχετισμού θα οδηγήσει στην αλλαγή των κρατικών επιλογών. Εδώ βρίσκεται μια πρώτη απάντηση στους υπερ-επαναστάτες που χωρίς να «λερώνουν» τα χέρια τους καταγγέλλουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η ριζική αλλαγή αντιμετωπίζει δυνάμεις συντριπτικά ανώτερες. Χρειάζεται, λοιπόν, θεωρητική κατανόηση, σχεδιασμός και διαφορετική στρατηγική για την επιλογή πολιτικών. Γι’ αυτά, στο επόμενο.
* Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής Πολιτικής και Νομικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
2016, η χρονιά που ζήσαμε επικίνδυνα 2017, η χρονιά που ονειρευόμαστε αισιόδοξα