Στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου, εάν θυμάμαι καλά, μου τηλεφώνησαν από την εφημερίδα «Καθημερινή» για να με πληροφορήσουν ότι θα «επανεκδοθεί» η «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα» (που είχε κυκλοφορήσει σε εβδομαδιαίες συνέχειες στα τέλη του 1999) με νέο πολύ πλούσιο φωτογραφικό υλικό, και να με ρωτήσουν εάν συμφωνώ να ξαναδημοσιευτούν αυτούσια (σε περίπτωση που δεν θα ήθελα να αλλάξω ή να προσθέσω κάτι) δύο κείμενα που είχα γράψει τότε για τον Μικρασιατικό Πόλεμο και τις πολιτικές συνέπειες της ήττας.
Απάντησα βεβαίως και μετά χαράς. Λίγο αργότερα, σε μια από τις πολλές συναντήσεις μας αυτή την εποχή με τον συνάδελφό Θανάση Καλαφάτη, δεν ξέρω σε ποια συνάφεια, έτυχε και τον ρώτησα -θα μπορούσε και να μην είχε συμβεί- εάν σκοπεύει να ξανακοιτάξει τα (πολλά) κείμενα που είχε γράψει το 1999, εν όψει της σχεδιαζόμενης επανέκδοσης της «Ιστορίας».
Μου είπε πως δεν του είχε τηλεφωνήσει κανείς.
Απευθύνθηκα στον γνωστό δημοσιογράφο Κωστή Γιούργο, με τον οποίο είχα συνεννοηθεί για τη δική μου συμβολή στην αρχική έκδοση, προκειμένου να μάθω τι ακριβώς συμβαίνει.
Ελαβα την απάντηση πως ο ίδιος δεν ήξερε περισσότερες λεπτομέρειες διότι δεν έχει καμία ανάμειξη στην επανέκδοση.
Επανήλθα στην «Καθημερινή» για να πληροφορηθώ εάν έχουν γίνει αλλαγές -και ποιες- στους συγγραφείς της αρχικής έκδοσης.
Οι άνθρωποι, θα πρέπει να τους το αναγνωρίσω αυτό, ήταν ευγενέστατοι, όσο και (δημιουργικά;) ασαφέστατοι.
Με ενημέρωσαν ότι δεν θα ξαναδημοσιευτούν όλα τα παλιά κείμενα, «για λόγους χώρου», διότι «θα υπάρχουν και νέα».
Τα νέα κείμενα, βεβαίως, είναι κατ’ αρχήν κάτι πολύ θετικό.
Στο ερώτημα ποιοι άλλοι συγγραφείς, εκτός του Θ.Κ., δεν θα φιλοξενηθούν στις ενότητες της επανέκδοσης που θα καλύπτουν τη μέχρι το 1940 περίοδο, έμαθα ότι «μάλλον δεν θα περιληφθεί» η εργασία του Γιώργου Μαργαρίτη για τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Ρώτησα ποιος τα αποφασίζει όλα αυτά, με ποια κριτήρια και τι αλλαγές (σε σχέση με το 1999) προβλέπονται για τη δεκαετία του ’40, αλλά και για τις επόμενες δεκαετίες.
Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «αλλά άτυπα», ήταν η πρώτη απάντηση.
Οσο για τη δεκαετία της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, «μάλλον θα υπάρξουν και εκεί αλλαγές», αλλά «δεν ήξεραν ποιες», διότι εκείνη τη στιγμή τους απασχολούσε η συγκέντρωση των κειμένων για τη χρονική περίοδο μέχρι το 1940.
Ευχαρίστησα για την ενημέρωση και ιδίως για την… τιμή που μου έκαναν να μη με συμπεριλάβουν στους αποκλεισμένους της «επανέκδοσης» και ζήτησα -φυσικά- να μη δημοσιεύσουν τα δυο δικά μου κείμενα.
Ειδοποίησα συναδέλφους ιστορικούς που είχαν γράψει στην αρχική έκδοση για τη δεκαετία του ’40.
Ολοι με όσους μίλησα, μη έχοντας -βεβαίως- ιδέα περί «αλλαγών», είχαν δώσει τη συγκατάθεσή τους για την «επανέκδοση».
Τηλεφώνησαν και αυτοί στην «Καθημερινή» και επέμειναν να μάθουν τους «νέους συγγραφείς» και τη διαδικασία επιλογής τους.
Κατόρθωσαν τελικώς να εκμαιεύσουν τις απαραίτητες πληροφορίες που οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι όχι μόνον guest stars αλλά και διαιτητές των αγώνων εκείνης της κρίσιμης δεκαετίας επρόκειτο να είναι δύο «σφυρίχτρες», όπως λένε στον σκοτεινό κόσμο των ΠΑΕ, υπεράνω πάσης υποψίας: οι «αντικειμενικοί επιστήμονες» Στάθης Καλύβας και Νίκος Μαραντζίδης.
Κατόπιν τούτου απέσυραν και εκείνοι τα κείμενά τους.
Οι «αντεθνικώς δρώντες» Σ.Κ. και Ν.Μ.
Συμφωνώ απολύτως με τη στάση τους αυτή, χωρίς να γνωρίζω το συγκεκριμένο σκεπτικό του καθενός.
Συνεπώς, το μόνο που μπορώ να εκθέσω εδώ είναι το δικό μου σκεπτικό, το γιατί εγώ συμφωνώ.
Πρώτα απ’ όλα για λόγους «εθνικούς», οι οποίοι αυτονοήτως προηγούνται, και θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ.
Πολλά από τα αναφερόμενα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Εμφυλίου κεφάλαια ή τμήματα κεφαλαίων του πρόσφατου βιβλίου των Καλύβα/Μαραντζίδη, «Εμφύλια Πάθη» (στο εξής: ΕΠ), στηρίζονται σε μια προηγούμενη (2010) εργασία του Ν.Μ. που τιτλοφορείται «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας».
Εκεί, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε πως «ένας όχι αμελητέος αριθμός ανταρτών» συμφωνούσε με την άποψη ότι «όλα τα [κομματικά] στελέχη είναι λέρες» (σ. 75-76).
Μεταξύ τους υπήρχε «μια συχνή σύγκρουση αρμοδιοτήτων» (σ. 79). Ενώ οι άνδρες τους πεινούσαν, οι ίδιοι όχι μόνον έτρωγαν καλά αλλά είχαν «το δικό του μάγειρα ο καθένας» (σ. 90).
Μετά το φαΐ, υποθέτω, αν και ποτέ κανείς δεν ξέρει, συνήθιζαν να συνευρίσκονται -με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξεως- με τις γυναίκες κατωτέρων, ή απλώς άλλων, στελεχών.
«Στην υπόθεση μάλιστα [της εκτέλεσης] του Γιαννούλη κάποιοι υποστήριξαν πως ο θάνατός του σχετιζόταν με την όμορφη γυναίκα του» (σ. 147).
«Στελέχη των διαφόρων αρχηγείων φαίνεται πως εξανάγκαζαν στρατολογημένες κοπέλες σε ερωτική συνεύρεση μαζί τους», ενώ άλλες τους προτιμούσαν «για να έχουν περισσότερη τροφή και καλύτερη ένδυση» (σ. 147-148).
Ακριβώς στο σημείο αυτό ήρθε ξαφνικά και με χτύπησε (μεταφορικά μιλώντας) η νοσταλγία για την εποχή που ήμαστε νέοι.
Οπως τότε, το 1961, με είχε χτυπήσει, κυριολεκτικά μεν, αλλά ελαφρά στον αγκώνα, ένα μικρού σχήματος βιβλιαράκι 40 σελίδων, από εκείνα που πετούσε ως φέιγ-βολάν από τον εξώστη του κινηματογράφου «Ιρις» (της Πανεπιστημιακής Λέσχης) γνωστός ΕΚΟΦίτης της Νομικής, κατά τη διάρκεια κάποιας φοιτητικής εκδήλωσης.Είχε τον τίτλο «Οι Δουλάνθρωποι», αναφερόταν στα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, περιείχε πολλές τέτοιες ιστορίες, όπως και ιστορίες σκανδάλων στη διαχείριση των χρημάτων του κόμματος, μαζί με σύντομες μεν, αλλά εξίσου υψηλού επιπέδου, πολιτικές αναλύσεις.
Οι Σλαβο[«ψευτο»]μακεδόνες -για να επανέλθουμε στο θέμα μας- λιποτακτούσαν μαζικά, καθόσον την είχαν δίπλα τη γιουγκοσλαβική [«ψευτο»]Μακεδονία (σ. 59-60), οι επιστρατευμένοι Πομάκοι αδιαφορούσαν ή ήταν εχθρικοί στην υπόθεση του ΔΣΕ (σ. 60-62), οι καταγόμενοι από την Πελοπόννησο αξιωματικοί δεν συμφωνούσαν με τα πρωτεία που υποτίθεται ότι είχαν εξασφαλίσει οι Μικρασιάτες σύντροφοί τους (σ. 63), οι χωρικοί «κρύβονταν ή εξαφανίζονταν μόλις έβλεπαν αντάρτες στην πόρτα τους» (σ. 138), κ.λπ., κ.λπ.
Οι λιποταξίες συνεχίζονται φυσικά, και μάλιστα αθρόες, στις σελίδες του βιβλίου ΕΠ (σ. 486, 489-490), μέχρι του σημείου να μη βγαίνουν τα νούμερα, δηλαδή να υπερβαίνουν σχεδόν την εκτιμώμενη συνολική δύναμη του ΔΣΕ.
Μόνον ο Κονδύλης -εξίσου καλός στην αριθμητική- το είχε καταφέρει αυτό, ανακοινώνοντας ποσοστό 97,88% υπέρ της επιστροφής του Γεωργίου στο δημοψήφισμα του 1935, όπου όμως είχε ψηφίσει πολύ πάνω από το 100% του εκλογικού σώματος.
Οι αντάρτες «λουφάριζαν» για να μην πολεμήσουν (ΕΠ σ. 485) και, όταν δεν μπορούσαν να το αποφύγουν, πάθαιναν αμέσως «πολεμίτιδα», ιδίως όσοι δεν είχαν καμία εμπειρία μαχών, διότι «δεν άντεχαν το θόρυβο και τον καπνό» (ΕΠ, σ. 491).
Στην πραγματικότητα, «δεν μιλάμε για στρατό αλλά για ομάδες κυνηγημένων και πεινασμένων ανθρώπων», ενώ διαρκής ήταν «η πτώση του ηθικού» του ΔΣΕ (ΕΠ, σ. 485), κ.λπ., κ.λπ.
Εάν βεβαίως ίσχυαν όλα αυτά (ο ΔΣΕ είναι το μόνο θέμα στα «Εμφύλια Πάθη» που δεν εξετάζεται «επιστημονικά» και «από όλες τις πλευρές του», οποιαδήποτε αναφορά σε αυτόν είναι αρνητική και μόνον αρνητική), τότε οι «κομμουνιστοσυμμορίται» (Κ/Σ στα έγγραφα του ΓΕΣ), που ως γνωστόν δεν διέθεταν ούτε αεροπλάνα, ούτε τεθωρακισμένα, ούτε συγκρίσιμη δύναμη πυρός, θα έπρεπε να είχαν ηττηθεί ολοσχερώς μέσα σε ένα Σ/Κ (Σαββατοκύριακο στη γλώσσα του facebook και των social media γενικώς).
Ή, για να μην είμαστε ακραίοι, σε μια ή δυο εβδομάδες, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν του και την πιθανή ολισθηρότητα του οδοστρώματος σε αρκετά σημεία της χώρας.
Ο Εμφύλιος όμως κράτησε τρία χρόνια. Αρα, ποιος είναι ο πραγματικός στόχος του βιβλίου ΕΠ;
Ποιο είναι το κρυφό ανατρεπτικό μήνυμα που επιχειρούν να περάσουν στην ελληνική νεολαία ο Σ.Κ. και ο Ν.Μ., και μάλιστα με ύπουλο τρόπο, υπό το προσωπείο ενός αγνού, παραδοσιακού, ψυχροπολεμικού αντικομμουνισμού δωσιλογικής περίπου κατασκευής και προελεύσεως;
Είναι το μήνυμα ότι η αστική -λέμε τώρα- τάξη, η ηγέτιδα τάξη της ελληνικής κοινωνίας, που, ως γνωστόν, έχει κούτελο (διαχρονικώς) καθαρό, σκηνοθέτησε στο παρελθόν έναν παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος είχε τόσα θύματα, προς ίδιον (οικονομικό ή ποιος ξέρει τι άλλο) όφελος.
Και αυτού του είδους οι κατηγορίες, αυτή η στοχοποίηση είναι, νομίζω, ό,τι πιο «αντεθνικό» θα μπορούσε να πράξει κανείς σήμερα. Ειδικά σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης!
Ολοι οι ιστορικοί, για να σοβαρολογούμε, όλων των δυνατοτήτων και όλων των αφετηριών ή πεποιθήσεων, με όλες τις (πολλές, συχνές και ενίοτε σημαντικές) διαφωνίες τους, γνωρίζουν πως η δουλειά τους, όταν έχουν να κάνουν με παντός είδους μαρτυρίες, είναι να ρωτούν ποια πηγή «λέει» τι, πότε και γιατί, καθώς και τι είδους γενικεύσεις μπορεί να στηρίξει μια πληροφορία που κρίνουν, για διάφορους λόγους, ότι είναι αξιόπιστη.
Η δουλειά του προπαγανδιστή είναι όχι απλώς να μην κάνει αυτού του είδους τις ερωτήσεις, αλλά να παρουσιάζει τα πράγματα με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτές να μη δημιουργούνται καν στο μυαλό του κοινού του (target group το λένε σήμερα).
Η διαφορά, τώρα, μεταξύ προπαγανδιστών και ανόητων προπαγανδιστών έγκειται στο ότι οι τελευταίοι, λόγω φανατισμού, το παρακάνουν, με αποτέλεσμα να πυροβολούν το πόδι τους, εάν μου επιτρέπεται ένας ακόμα αγγλισμός.
Στον πάντα αγαπητό μου Νίκο Αλιβιζάτο, που πιστεύει ότι τα «Εμφύλια Πάθη» χρειάζεται να συζητηθούν σε «stricto sensu επιστημονικά fora», όπου «θα πρέπει επιτέλους να συμμετάσχουν και οι επαγγελματίες ιστορικοί» (The Books Journal, Νοέμβριος 2016), θα πρέπει κάπως να απολογηθώ, διότι ως εντελώς Υδραίος στη Λάρισα της συνταγματικής ιστορίας, των συνταγματολόγων γενικώς και όσων ισχυρίζονται ότι είναι συνταγματολόγοι, δεν έχω τις γνώσεις αυτή τη στιγμή για να ανταποδώσω την πρότασή του προς τους ιστορικούς.
Να εντοπίσω δηλαδή μεταξύ των «κανονικών» (κατά τη γνώμη τους) συνταγματολόγων τους αντίστοιχους Καλύβα και Μαραντζίδη, εάν υπάρχουν, και να τον προτρέψω με τη σειρά μου να κάνει «stricto sensu επιστημονικό διάλογο» μαζί τους. Επιφυλάσσομαι, πάντως.
Η μπιμπισίτιδα και ο κουλός πρέσβης
Μετά τον «εθνικό» λόγο, στον οποίο μόλις αναφερθήκαμε, ας έρθουμε σε ένα δεύτερο, πολύ σοβαρό, ζήτημα: την προστασία της δημόσιας (πνευματικής) υγείας από την εξαιρετικά κολλητική «μπιμπισίτιδα».
Ας την ονομάσουμε έτσι, εκ του BBC προφανώς.
Η μπιμπισίτιδα είναι μια διασκεδαστική εκ πρώτης όψεως ασθένεια, που γνωρίζει τρομερή εξάπλωση στη μεταμοντέρνα εποχή μας.
Ιδίως στον χώρο της διαφήμισης και εκείνον της φαιάς -έως κατάμαυρης- πολιτικής ή άλλης προπαγάνδας.
Πρόκειται για έναν πολύ παλιό στην πραγματικότητα ρητορικό τρόπο, όπου ο ομιλών ή ο γράφων ξεκινάει με γκολ από τα αποδυτήρια, έτσι νομίζει τουλάχιστον, εμφανιζόμενος ως εκπρόσωπος της λογικής και της μετριοπάθειας μεταξύ «δύο άκρων».
Το ποια είναι τα άκρα αυτά, το κατά πόσον είναι όντως άκρα ή το εάν είναι σοβαρή, το αποφασίζει φυσικά ο ίδιος.
Ετσι, ο καθένας μπορεί την οποιαδήποτε και οσοδήποτε ακραία άποψή του, επί οιουδήποτε θέματος, να την εμφανίζει ως μετριοπαθή, μη ακραία δηλαδή, προϊόν έρευνας όλων των πλευρών κάθε ερωτήματος και κυρίως προϊόν ωρίμου σκέψεως.
Αδικούμε βέβαια κάπως το BBC, διότι είναι μεν εμφανής, αρκετά συχνά, η προσπάθεια να προστατεύονται από τους ανέμους της αμφισβήτησης ανάμεσα στους τοίχους «κάποιων δύο άκρων» πολιτικές (ή πολιτικές σε τελευταία ανάλυση) απόψεις που εκπέμπονται από τις συχνότητές του (αυτό είναι μέρος της κουλτούρας του BBC και της βρετανικής κουλτούρας γενικώς), τούτο όμως δεν σημαίνει ότι εκεί διαπράττονται προκλητικής φύσεως χοντράδες.
Προϊόν αυτοσαρκασμού δε, για τα προσχηματικά «αφενός μεν, αφετέρου δε» που ακούγονται σε αρκετά δελτία του, είναι και το ανέκδοτο με τον κουλό πρέσβη, που έτυχε να ακούσω πολλά χρόνια πριν από γνωστό δημοσιογράφο του BBC:
Οι διπλωματικές σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με κάποια πολύ σημαντική χώρα πάνε από το κακό στο χειρότερο, με αποτέλεσμα την απέλαση του Βρετανού πρέσβη. Ανάστατο, το Foreign Office αναζητεί τις αιτίες της κρίσης και μαθαίνει ότι το μόνο αίτημα της άλλης πλευράς ήταν να σταλεί ένας άλλος πρέσβης, ο οποίος όμως να είναι κουλός. Να του λείπει το ένα χέρι! Ο προηγούμενος ήταν ανυπόφορος, διευκρίνιζαν. Προκειμένου να μας «περάσει» την οποιαδήποτε (απαράδεκτη συνήθως και ακραία) άποψή του ως «ενδιάμεση» λύση, λύση της κοινής λογικής, πριν μας την πει, μας ταλαιπωρούσε επί μακρόν αναπτύσσοντας τα δύο άκρα που, κατά τη γνώμη του φυσικά, αποτελούσαν τα όρια του υπό συζήτηση θέματος: από τη μια πλευρά αυτό… και από την άλλη το άλλο (On the one hand… and on the other hand…).
Σε ένα έργο χονδροειδούς προπαγάνδας, όπως τα «Εμφύλια Πάθη», δεν θα περίμενε κανείς στο σχήμα «τα δύο άκρα και η ενδιάμεση άποψη», που διατρέχει τις σελίδες του, να ανιχνεύσει στοιχεία βρετανικού τύπου «μπιμπισίτιδας».
Πρόκειται φυσικά για μια bon pour l’Orient εκδοχή της.
Στόχος του έργου, αλλά και της όλης «παρέμβασης» των Σ.Κ. και Ν.Μ. στη δημόσια ιστορία τα τελευταία χρόνια, είναι, πρώτον, να θέσει, πλαγίως ή και ευθέως, το όντως πρωτότυπο ερώτημα εάν η ένοπλη Αντίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής ωφέλησε τελικώς ή έβλαψε τον ελληνικό λαό.
Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή. Τώρα που, μετά από τόσο πολλά χρόνια, πολύς κόσμος και ιδίως οι νεότερες ηλικίες τείνουν να μπερδεύουν μερικές φορές (τα παραδείγματα δεν είναι κατασκευασμένα καλαμπούρια, αλλά μέρος μιας κάθε άλλο παρά κωμικής τηλεοπτικής έρευνας) τον Γλέζο με τον Γκλέτσο και την ΕΔΑ με την ΕΥΔΑΠ.
Δεύτερον, να «αποδείξει» ότι ο Εμφύλιος υπήρξε το αποτέλεσμα της προσπάθειας μιας αδίστακτης μειοψηφίας των Ελλήνων («το πολύ 25%») να καταλάβουν διά της βίας την εξουσία, και τρίτον -το κυριότερο ίσως- να «ξεπλύνει» τους δωσίλογους συνεργάτες των κατακτητών.
Το άγος της ελληνικής Δεξιάς ή, για να ακριβολογούμε, της πιο ακραίας συνιστώσας της.
Οπως, ας πούμε, ο Ζαμπέλιος και ο Παπαρρηγόπουλος μετά τα μέσα του 19ου αιώνα ενέταξαν τη Μακεδονική Περίοδο κατ’ αρχάς και κατόπιν το Βυζάντιο στο ελληνικό συνεχές, έτσι και οι Καλύβας/Μαραντζίδης, με την παρέμβασή τους, φιλοδοξούν να εντάξουν στη νεοελληνική «κανονικότητα» τους ταγματασφαλίτες και τους άλλους συνεργάτες των δυνάμεων Κατοχής!
Οι εκλογές του 1946 και ένας πράγματι ευφυής ιερωμένος
Εφόσον η Αντίσταση λάμπει διά της παντελούς απουσίας της από τις σελίδες του βιβλίου ΕΠ, ας έρθουμε στο ποσοστό της πολιτικής αποχής στις εκλογές του 1946, και κυρίως σε εκείνο της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ, που ήταν «το πολύ 25%» (σ. 340, 477).
Αυτό είναι ένα από τα λίγα σημεία του βιβλίου που δύσκολα κανείς θα μπορούσε να το αμφισβητήσει, διότι φαίνεται να παραπέμπει σε αναδρομική δημοσκόπηση «του Πανεπιστημίου Μακεδονίας» (sic).
Προβληματίζει, ωστόσο, η περίεργη γενναιοδωρία του 25%.
Η (Δυτική) Συμμαχική Αποστολή για την Παρακολούθηση των Ελληνικών Εκλογών (AMFOGE) προσδιόριζε την πολιτική αποχή -αναφέρεται και στο έργο «Οι Δουλάνθρωποι», για το οποίο μιλήσαμε πιο πάνω- στο 9,3%.
Δεν μπορούσε άραγε να βρεθεί ένα πιο «λογικό» ποσοστό ανάμεσα σε αυτά τα «δύο άκρα»;
Πού το βρήκαν λοιπόν αυτό το απαράδεκτα υψηλό 25%;
Η πιθανότερη απάντηση είναι ότι το πήραν από το βιβλίο του Βρετανού πρέσβη sir Reginald Leeper, «When Greek Meets Greek» (Λονδίνο 1950, σ. xxi).
Για το βιβλίο αυτό υπάρχει μια ενδιαφέρουσα έρευνα στα αρχεία του Foreign Office, η οποία, πολύ φοβάμαι, παραπέμπει σε ποσοστά ακόμα μεγαλύτερα του 25%.
Η ιστορία (γνωστή από το 1992, υποθέτω, εφόσον περιέχεται και σε βιβλίο που αποτελεί μέρος της ύλης φοιτητικών εξετάσεων) έχει ως εξής:
Ολοι οι συγγραφείς βιβλίων απομνημονευματικού χαρακτήρα για τη δεκαετία του ’40, που ανήκαν στο παρελθόν ή εξακολουθούσαν να ανήκουν στην υπηρεσία του βρετανικού στέμματος ως διπλωματικοί, πολιτικοί ή στρατιωτικοί του αξιωματούχοι, είχαν εκ του νόμου την υποχρέωση (Official Secrets Act) να καταθέτουν τα κείμενά τους σε ειδική επιτροπή του Φόρεϊν Οφις για τυχόν «διορθώσεις» πριν τα στείλουν στο τυπογραφείο.
Ο ταξίαρχος Eddie Myers, για παράδειγμα, τον Απρίλιο του 1945 υπέβαλε προς έγκριση τις αναμνήσεις του από τη θητεία του στην Ελλάδα, αλλά το χειρόγραφό του «χάθηκε».
Επανήλθε το 1947 με ένα νέο χειρόγραφο, με άλλο τίτλο, αλλά και γι’ αυτό υπήρξαν πολιτικής φύσεως αντιρρήσεις.
Το βιβλίο του, που κυκλοφόρησε τελικώς το 1955 («The Greek Entanglement»), είναι η τρίτη μορφή των ελληνικών του αναμνήσεων.
Ο Leeper κατέθεσε το δικό του έργο στην ειδική επιτροπή τον Νοέμβριο του 1947.
Τη διόρθωσή του την ανέλαβε ο David Balfour (ο γνωστός «παπα-Δημήτρης», ιερέας των Ανακτόρων πριν από τον πόλεμο, αλλά και αξιωματικός της Intelligence [SIS], κατά το «συναμφότερον» -ίσως- της ορθοδόξου παραδόσεως), ο οποίος ζήτησε, πρώτον, να αλλάξουν -όπως και έγινε- οι σχετικές με τη Συμφωνία της Βάρκιζας παράγραφοι, ώστε να προκύπτει σαφώς πως η βρετανική πλευρά δεν την είχε υπογράψει – και άρα δεν είχε κανενός είδους ευθύνη για τη μη τήρηση των όρων της, δηλαδή για τα εγκλήματα των συμμοριών του εθνικόφρονος δωσιλογισμού.
Το δεύτερο και πολύ σοβαρότερο θέμα είχε σχέση με το ποσοστό της πολιτικής αποχής στις εκλογές του 1946.
Στο βιβλίο του ο Leeper επαναλάμβανε την εκτίμηση που είχε διαβιβάσει τότε στο Φόρεϊν Οφις, εκτίμηση με την οποία συμφωνούσε και η αμερικανική πρεσβεία, ότι η εκλογική δύναμη του ΚΚΕ τις παραμονές των εκλογών ήταν περίπου 33%.
Λίγο αργότερα, μετά τις εκλογές, ο επιτετραμμένος του το επιβεβαίωνε, υπολογίζοντας την πολιτική αποχή στο 30%.
Ο Balfour αμέσως επισήμανε πως αυτά έπρεπε οπωσδήποτε να διαγραφούν, διότι ενίσχυαν τα επιχειρήματα της λάθος πλευράς.
Πράγματι, εάν τον Μάρτιο του 1946 το ΚΚΕ, μετά το όργιο της «λευκής τρομοκρατίας», διατηρούσε τέτοια ποσοστά, το λογικώς επόμενο ερώτημα θα είχε σχέση με τα ποσοστά του έναν και πλέον χρόνο πριν, κατά την υπογραφή της Βάρκιζας, και -το κυριότερο- με την εκλογική του απήχηση κατά την Απελευθέρωση.
Πρότεινε λοιπόν στον Leeper μια σειρά από εξαιρετικής δεξιοτεχνίας εναλλακτικές διατυπώσεις, αντί των οποίων, ο τελευταίος, ως Αυστραλός εκ καταγωγής, δηλαδή κάπως πιο πρακτικός άνθρωπος, προτίμησε να διαγράψει όλες τις επιλήψιμες παραγράφους από το προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του και να σημειώσει απλώς στην εισαγωγή του πως «γενικώς πιστεύεται» ότι η εκλογική ισχύς «του ΕΑΜ» το 1946 ήταν 25%.
Αποδίδει δε την εκτίμηση αυτή στους Ελληνες αντιπάλους της Αριστεράς (οι οποίοι, ως Ελληνες, θα μπορούσαν και να υπερβάλλουν), χωρίς ο ίδιος να την υιοθετεί.
Ταγματασφαλίτες μεν, αλλά…
↳ Οι αρχιτέκτονες της νέας εθνικοφροσύνης δεν κρύβουν τις σχέσεις τους με την πολιτική στελέχωση του ευρύτερου «μεσαίου χώρου». Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου (πάνω αριστερά) παρουσιάζει το βιβλίο του Κυριάκου Μητσοτάκη και ο Νίκος Μαραντζίδης (κάτω αριστερά) την εκδοχή του Γιώργου Παπακωνσταντίνου για το πώς και γιατί μας έβαλε στα Μνημόνια· ο Στάθης Καλύβας (πάνω δεξιά) διδάσκει ελληνική οικονομία στο Γέιλ διά του υπουργού Γιώργου Αλογοσκούφη (πατέρα ενός από τους τότε φοιτητές του) και (κάτω δεξιά) ξεκαθαρίζει τις σχέσεις «κράτους και διαφθοράς» στο πλευρό της Αννας Διαμαντοπούλου
Το θέμα του ελληνικού δωσιλογισμού ο Σ.Κ. και ο Ν.Μ. το αντιμετωπίζουν με νηφαλιότητα και συζητητική διάθεση.
Δεν μένουν στα όσα οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα πιστεύουν.
Επανεξετάζουν τα πάντα από μηδενική βάση, όπως πρέπει να κάνει κάθε επιστήμων που δεν διακατέχεται από «ιδεοληψίες».
Ποιοι ήταν άραγε οι δωσίλογοι, διερωτώνται στην αρχή του σχετικού κεφαλαίου. «Ηταν “ιδεολόγοι” ή τυχοδιώκτες; Αλήτες ή νοικοκύρηδες;» (σ. 167).
Ιδεολόγοι και νοικοκύρηδες φυσικά, είναι η δική μου απάντηση, αλλά ας μην προτρέχουμε.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι ειδικώς τα Τάγματα Ασφαλείας «δεν μπορούν να θεωρηθούν απλά πιόνια των Γερμανών» (σ. 179), διότι οι Γερμανοί «ήταν προσωρινοί προμηθευτές όπλων και ευκαιριακοί σύμμαχοι».
Οι ταγματασφαλίτες έβλεπαν πολύ πιο μακριά από την Κατοχή -«προς την Απελευθέρωση και τον Ψυχρό Πόλεμο»- και «οι δημιουργοί των Ταγμάτων είχαν τη δική τους στρατηγική που δεν ταυτιζόταν με τη νίκη του Ράιχ» (σ. 178).
Εν ολίγοις, τους κορόιδευαν τους γερμαναράδες (κατά το «τουρκαλάδες»).
«Εωλες είναι και οι διάφορες υποθέσεις» που συνδέουν τα Τάγματα «με τις διάφορες τοπικές ελίτ, τη μαύρη αγορά ή ακόμα και τα δημόσια έργα των Γερμανών» (σ. 181).
Για να το λένε ο Σ.Κ. και ο Ν.Μ., έτσι ακριβώς θα πρέπει να είναι. Εωλες. Δεν χρειάζεται καν να μας το εξηγήσουν.
Γενικώς, όσα εξακολουθούν να γράφουν για τους δωσιλόγους οι «αριστεροί ιστορικοί» οφείλονται σε μια οπτική που είναι «μονοδιάστατη», οπτική που αγνοεί τη «συνθετότητα» των πραγμάτων, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε «παραπλανητικά απλουστευτικά» συμπεράσματα ή «επιστημονικά άγονους» προβληματισμούς.
Πάρτε για παράδειγμα την «προβληματική ερμηνεία», σύμφωνα με την οποία η ένταξη στα Τάγματα μπορεί να είχε σχέση με «την κυριαρχία [στις τάξεις τους] λούμπεν στοιχείων που στρατολογήθηκαν με αντάλλαγμα ένα κομμάτι ψωμί ή λάφυρα από το πλιάτσικο» (σ. 180).
Ενας άλλος «μεγάλος μύθος», όπως γράφουν, για το θέμα του ελληνικού δωσιλογισμού, «που κυριάρχησε όπως και πολλοί άλλοι μύθοι για τη δεκαετία του ’40» και που καταρρίπτεται στα ΕΠ, είναι ότι στην Ελλάδα οι δωσίλογοι δεν τιμωρήθηκαν.
«Τα πράγματα ωστόσο ήταν πολύ πιο σύνθετα» (η λέξη «σύνθετα» περιττεύει εν προκειμένω, διότι οι δύο συγγραφείς παραπέμπουν τελικώς σε αριθμούς και ποσοστά, αλλά ξεχνιέσαι καμιά φορά άμα είσαι επιστήμονας πάνω από όλα, πιστός στην «επιστημονική» ορολογία), «καθώς το γενικό ποσοστό καταδικών από ειδικά δικαστήρια δωσιλόγων δεν διαφέρει ιδιαίτερα στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες» (σ. 184).
Στο σημείο αυτό υπάρχει παραπομπή στην (κατατεθειμένη στη Γαλλία) διδακτορική διατριβή του Δημήτρη Κουσουρή και σε ένα άρθρο του (στα αγγλικά) σε κάποιον συλλογικό τόμο.
Το 2014 η εξαιρετική αυτή διατριβή έγινε βιβλίο, περίπου 700 σελίδων, με τίτλο «Δίκες Δοσιλόγων, 1944-1949» (Εκδόσεις Πόλις).
Εκεί υπάρχει πράγματι (σ. 588) συγκριτικός πίνακας «καταδικασθέντων για δοσιλογισμό ανά 100.000 κατοίκους» που αφορά εννέα ευρωπαϊκές χώρες.
Στην Ιταλία έχουμε τις λιγότερες καταδίκες. Ακολουθεί η Γαλλία με 90/100.000 και η Ελλάδα με 95 και έπονται ακόμα έξι χώρες με αριθμούς καταδικών 203, 270, 333, 553, 573, 582!
Στο δε άρθρο του Κουσουρή «From Revolution to Restoration» (2014), στο οποίο συγκεκριμένα παραπέμπουν (ας υποθέσουμε ότι δεν έμαθαν για την έκδοση της διατριβής του στα ελληνικά, που έγινε δύο χρόνια πριν από την έκδοση του βιβλίου ΕΠ), υπάρχει και εκεί πίνακας με επτά χώρες, Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα και τις τέσσερις (Δανία, Ολλανδία, Νορβηγία, Βέλγιο) με τους μεγαλύτερους αριθμούς καταδικασθέντων: 333, 553, 573, 582!
Το τι ακριβώς συμβαίνει εδώ, και πώς λέγεται αυτό που συμβαίνει, δεν μπορεί να εξηγηθεί με εφόδιο τα συνήθη εργαλεία των ιστορικών, διότι το θέμα είναι -το βρήκατε- πολύ πιο «σύνθετο».
Ισως πάλι να μη φταίνε τα εργαλεία αλλά οι χρήστες τους, που δεν φρόντισαν, όπως μας προτρέπει ο επίσης αγαπητός Γιάννης Βούλγαρης («Σύγχρονα Θέματα», τχ. 134-135, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2016), να τα «εκλεπτύνουν», προκειμένου να αναμετρηθούν με την «επιστημονική ερευνητική δουλειά» -το βιβλίο «Εμφύλια Πάθη» εννοεί!- του Στάθη Καλύβα και του Νίκου Μαραντζίδη.
Αυτοί ήταν με λίγα (ή μάλλον κάπως περισσότερα) λόγια οι δικοί μου λόγοι μη συμμετοχής στην «επανέκδοση» της «Ιστορίας της Ελλάδος του 20ού αιώνα» από την «Καθημερινή».
Θεώρησα σωστό να τους κοινολογήσω, για να τους πληροφορηθούν όλοι όσοι συμμετείχαν στην έκδοση του 1999 αλλά και άλλοι, νεότεροι, που χωρίς να το γνωρίζουν (ούτε οι μεν ούτε οι δε, τώρα όμως το γνωρίζουν) έχουν επιλεγεί να λειτουργήσουν ως «ξεκάρφωμα» (αγγλιστί tokenism) του όλου εγχειρήματος για μια εθνικόφρονα -επιτέλους!- «νέα ματιά» στην πρόσφατη Ιστορία μας.
*oμότιμος καθηγητής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο