Τραγουδάκι για αρσενοκοίτηδες,/ ομοικατάληκτο ξεπίτηδες,/ για δυο τζαναμπέτικα απ’ τ’ Aγραφα/ τσελιγκόπουλα, γουστάρω να ’γραφα./ Eβοσκαν αμέριμνοι τα πράιτα/ με παρέα τη γκλίτσα και τη γκάιντα/ και την άγρια φύση την απέραντη,/ ο ένας με τον άλλονε απέναντι./ Σε δυο λόφους φάτσα, ελατόφυτους/ στα χαμένα ξόδευαν τη νιότη τους/ κι έπλαθαν ονείρατα απλόχωρα/ για τη ζήση που περνά ανυπόφορα./
Στις πηγές ανύποπτοι κοιτάζονταν,/ ξεδιψώντας και αυτοθαυμάζονταν./ Στα νερά αντίκριζαν τον Νάρκισσον/ να ταλαιπωρείται από Πάρκινσον./ Θυμωμένους τήραγαν τους τράγους τους/ Μάρτηδες, Απρίληδες και Αύγουστους,/ το κριάρι να εφορμά ασυγκράτητο/ και ξυπνούσε μέσα τους η λίμπιντο./ Φλογερά φυσούσαν τις φλογέρες τους/ κάπως να ομορφύνουνε τις μέρες τους,/ μελωδίες θείες στα υψώματα/ άνθη με μεθυστικά αρώματα./
Ωσπου μυστικά και αφανέρωτα/ βέλη τους λαβώσανε του έρωτα/ και παραμελούσανε τη βάρδια τους/ γιατί πάλλονταν τα φυλλοκάρδια τους./ Απ’ τα αδιάλειπτα γαργάλατα/ λιγοστεύανε αρνιά και γάλατα./ Ετσι, ο αρχιτσέλιγκας κατάλαβε/ κι έφερε παπά και τους μετάλαβε./ Και για να κρυφτεί το μέγα σκάνδαλο/ έστειλε τον ένα μονοσάνδαλο/ σε κονάκι άγιου καλόγηρου/ να φροντίζει τα φυτά του αυλόγυρου./ Είδε πράματα Θεού και θάματα/ κι έμαθε κάτι κολλυβογράμματα·/ τη γραμματική στα οροπέδια/ παπαγάλιζε και την προπαίδεια./
Από την αρχή κι οι δυο απόρησαν./ Πώς, αφού δεν έφταιξαν, τους χώρισαν;/ Κι έμειναν στον κόσμο ολομόναχοι/ τύφλα να ’χουν οι άσπλαχνοι μπουρτζόβλαχοι./ Δεν υπέπεσαν σε ολισθήματα,/ έτρεφαν ειλικρινή αισθήματα./ Πάντοτε θυμούνται την αγάπη τους,/ τις φωτιές που καίγαν τη φλοκάτη τους./ Ανταμώνανε σπανίως έκτοτε./ Διορίστηκε ο πρώτος στον ΟΤΕ/ και ο άλλος άνοιξε τσιπ’ράδικο/ τον ντουνιά το σκάρτο και τον άδικο/ να ξεχνά μαζί με τους πελάτες του/ και τα βάρη στις σκυμμένες πλάτες του./ Δίνει κάθε μέρα αγώνα άνισο/ κι έχει σύμμαχό του το γλυκάνισο./
Επειτα αμφότεροι παντρεύτηκαν/ με γυναίκες που δεν ερωτεύτηκαν/ προξενιό -οποία σχιζοφρένεια-/ κι έκαναν, εν τούτοις, οικογένεια./ Ακοντες εκόντες συμβιβάστηκαν/ σαν τους ποντικούς στη φάκα πιάστηκαν./ Γένναγε η συμβία τους ακώλυτα/ τέκνα τσούρμο, άπλυτα, ξυπόλητα./ Πέρναγε ο καιρός ο πανδαμάτορας,/ ώσπου δέησε ο Παντοκράτορας/ επιτέλους να ’βγουνε στη σύνταξη/ κι είδαν μ’ άλλο μάτι πια την ύπαρξη./ Στο χωριό τους ξεκαλοκαιριάζανε/ και στον καφενέ δειλά κοιτάζανε/ ο ένας τους συνένοχα τον άλλονε/ στοργικότατα, σαν να τον μάλωνε./ Παίζανε γερτοί την κομπολόγα τους/ και γρικούσαν τους κεραμιδόγατους/ ν’ αναζωπυρώνουνε τη φλόγα τους./ Να επαινούμε αρμόζει τους βουκόλους μας,/ αλλά να φυλάμε και τους κώλους μας.
Υ.Γ.: Ρωτάτε κάμποσοι γιατί απουσίασα επί δεκαήμερον. Τα ’χουν αυτά οι μετακομίσεις, ιδίως όταν γίνονται με τρίκυκλο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: