από την ταινία Casse-tête chinois του Κλαπίς.
thegreekcloud | 24.02.2017 | 21:10
Sraosha
Όταν ήμουν φοιτητής τον περασμένο αιώνα, πριν μόλις 25 χρόνια συγκεκριμένα, χλευάζαμε ασταμάτητα τον πλεχανοφισμό (εκ του Πλεχάνοφ, ήσσονος αλλά επιδραστικού θεωρητικού του μαρξισμού των αρχών εκείνου του αιώνα): την κριτική προσέγγιση που σε κάθε λογοτεχνικό έργο βλέπει ντε και καλά αποτυπωμένες ταξικές πραγματικότητες και την κοινωνική κατάσταση εν γένει. Κάναμε χαβαλέ και χλευάζαμε όχι γιατί θυμόταν κανένας τον καημένο τον Πλεχάνοφ, αλλά γιατί αυτή ήταν (και είναι) η ερμηνευτική μέθοδος των κνιτών και του κάθε Ριζοσπάστη, έως και κριτικών της σχολής Δανίκα: να προσπαθούνε με το στανιό να βλέπουν καπιταλισμό, ταξική πάλη και ιστορικό προτσές σε οποιοδήποτε δημιούργημα: βιβλίο, ταινία, όπερα, εικαστικό έργο κτλ.
Άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτό το ερμηνευτικό βίτσιο ήταν η προσκόλληση στην κυριολεξία εκ μέρους των κνιτών και του κάθε Ριζοσπάστη και Δανίκα, η αδυναμία τους να διαχειριστούν την πολυφωνία ή τις λοξές οπτικές γωνίες κάθε δημιουργίας, υψηλής ή χθαμαλής: λ.χ. το Αντιποίησις αρχής του Κοτζιά ήταν κατ’ αυτούς έργο χουντικό και δεξιό γιατί η αφήγηση ξετυλίγεται από τη σκοπιά ενός χαφιέ — τότε δεν τους είχαν εξιλεώσει αυτούς και τους προπάτορές τους οι ιστορικοί της σχολής Καλύβα.
Με το πέρασμα του χρόνου, μας κόπηκαν τα πολλά γέλια.
Πρώτον, η ερμηνεία στο αρχικό επίπεδο, στο επιδερμικό, έγινε σταδιακά η νόρμα: “αυτό που βλέπω είναι αυτό που βλέπω και όλα τα υπόλοιπα είναι θεωρίες”. Αν δείχνει κώλους είναι τσόντα, αν μιλάει για φτωχούς είναι αριστερή κλάψα, αν αφηγείται το 1922 είναι εθνικιστικό κήρυγμα. Και τέλος. Στην Ελλάδα το γύρισμα στην αποκλειστική κυριολεξία έγινε (ανεπαισθήτως) με τον Τελευταίο Πειρασμό του Σκορσέζε. Σιγά σιγά οποιαδήποτε συζήτηση για οποιοδήποτε δημιούργημα που δεν ήταν άνοστο, ανώδυνο κι ανεπαίσθητο, έπρεπε να διεξάγεται με όρους “ναι μεν αλλά”: από την παιδοκτονική Μήδεια μέχρι τους οριακά παιδοφιλικούς πίνακες του Μπαλτύς, από καρναβαλικά γαμοτράγουδα μέχρι το μπουρλέσκ, από τον χριστόληπτο Μπαχ και τους σατανολάτρες Σάμπαθ μέχρι τα γυμνά του Μανιερισμού και του Μπαρόκ.
Δεύτερον, η ανοχή στη λογοκρισία συνοδεύτηκε από μια προτροπή να αυτολογοκριθούμε ενώ η ελευθερία του λόγου σταδιακά απαξιώθηκε. Ταυτίστηκε η ελευθερία του λόγου με την προσδοκία ότι θα πούμε κάτι όμορφο, καλό και κόσμιο. Κάτι που, βεβαίως, δεν ισχύει: τουναντίον. Ως συνήθως, το πρόβλημα είναι η προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα ανθρώπινα πράγματα με τρόπο απολίτικο, αγνοώντας τους παράγοντες Εξουσία και Προνόμιο, αλλά και η απροθυμία μας να κάνουμε λεπτές μα αναγκαίες διακρίσεις. Καταλήξαμε λοιπόν να ταυτίζουμε την πολιτική ορθότητα (μέθοδο πυρόσβεσης της γλωσσικής ηγεμονίας) με τη νεοσυντηρητική κορεκτίλα (που ενίοτε παριστάνει την αστική αβρότητα) και να θεωρούμε την ανθρώπινη ευγένεια ομόλογη με την εμμονική προπάθεια να αποφύγουμε να προσβάλουμε οποιονδήποτε (ακόμα και τους φασίστες π.χ.)· επιπλέον ξεχειλώσαμε τη ρητορική μίσους κατά των μη προνομιούχων μέχρι να υπαχθεί στην ελευθερία του λόγου.
Όπως με την οικειοποίηση του φιλελευθερισμού από τους σταλίνες της “ελεύθερης αγοράς” ή με τον σφετερισμό του Διαφωτισμού από τους ευρωγραφειοκράτες και την ακολουθία τους, η επιτυχής σύγχυση νεοσυντηρητικής κορρεκτίλας και πολιτικής ορθότητας οφείλεται λοιπόν σε δύο παράγοντες: αφενός στην υποχωρηση των ανθρωπιστικών σπουδών και στη δυνατότητα που μας προσφέρουν να ερμηνεύουμε και να αμφισβητούμε τον κόσμο, την τάξη και την οικονομία του κόσμου· αφετέρου ενθαρρύνεται από την πείσμονα ανάγκη όσων έχουνε βρεθεί γενικώς από πάνω να συνεχίσει να εξισώνεται ο προνομιούχος με τον μη προνομιούχο, ο εξουσιαστής με τον εξουσιαζόμενο και (για να μιλήσουμε για μια ανισότητα 4500 ετών, πολύ παλιότερη από τον όποιο καπιταλισμό) ο άντρας και η γυναίκα.
Όσο εθιζόμαστε στην κυριολεξία και στο αυτονόητο, όσο γινόμαστε πρόθυμοι να λογοκρίνουμε και να αυτολογοκριθούμε, τόσο περισσότερο καθίσταται αναγκαίο να κατανοήσουμε τι σημαίνει ανισότητα, καταπίεση, (γλωσσική) ηγεμονία. Ο αγώνας δεν είναι μεταξύ ελευθερίας του λόγου και πολιτικής ορθότητας, παρά μεταξύ νεοσυντηρητικής κορρεκτίλας και “δημιουργίας” που χαϊδεύει τον κόσμο ως έχει (και δεν έχει καλώς) από τη μία και κάθε μορφής καταπίεσης και ετεροκαθορισμού, εντός κι εκτός κειμένων, τέχνης και κουλτούρας, από την άλλη.