Καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες και στη Γερμανία και στη Γαλλία προκειμένου οι δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς να βρουν κώδικα επικοινωνίας. Η υποψηφιότητα Σουλτς έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία στους σίγουρους μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες Χριστιανοδημοκράτες ότι θα έκαναν υγιεινό περίπατο.
Εκτός από την αλλαγή επικεφαλής -επιβεβλημένη, γιατί ο Γκάμπριελ δεν έπειθε ότι έχει τα προσόντα να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο- οι σοσιαλδημοκράτες άρχισαν να μιλούν διαφορετικά. Βλέποντας ότι ένα μεγάλο τμήμα της παραδοσιακής εκλογικής βάσης τους ήταν απογοητευμένο από τη συνεργασία με τη Δεξιά και είχε εγκαταλείψει το κόμμα, αποφάσισαν να βουτήξουν στο ένδοξο παρελθόν τους.
Αν έχουμε να κάνουμε με ειλικρινή μεταστροφή ή με κλασικού τύπου οπορτουνισμό, είναι νωρίς να το πούμε. Κρατάμε μικρό καλάθι γιατί βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και οι υποσχέσεις έχουν σχετική αξία. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται για τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, η οποία είναι μανούλα στις μεταμφιέσεις.
Πάντως η στροφή προς τα αριστερά αποδίδει. Αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, όσο κύρος έχουν πια αυτές. Μη φανταστείτε ότι ο Σουλτς προτείνει μια ριζοσπαστική στρατηγική που αμφισβητεί τον καπιταλισμό.
Κάθε άλλο. Μια τυπική σοσιαλδημοκρατική συνταγή εισηγείται ή, για να το πούμε με τα δικά του λόγια, «μερικές διορθώσεις στην ατζέντα Σρέντερ», η οποία για αρκετούς στο SPD ήταν ένας μοιραίος συμβιβασμός της σοσιαλδημοκρατίας με τον νεοφιλελευθερισμό, που οδήγησε το ιστορικό κόμμα σε χαμηλά ποσοστά καθιστώντας το φτωχό συγγενή της Δεξιάς.
Για παράδειγμα ζητάει: λιγότερες συμβάσεις ορισμένου χρόνου στην αγορά εργασίας, περισσότερα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης για ανέργους, περισσότερα δικαιώματα συναπόφασης για τα συνδικάτα στις μεγάλες επιχειρήσεις, μέγιστη δυνατή αυτονομία στα ωράρια εργασίας, δωρεάν παιδεία, παράταση στον χρόνο πληρωμής του επιδόματος ανεργίας.
Ωστόσο, ακόμη κι αυτά τα δειλά βήματα τα οποία έχουν ως στόχο να εξανθρωπίσουν το σύστημα και να προστατεύσουν στοιχειωδώς τους εργαζόμενους από την αχαλίνωτη απληστία του κεφαλαίου εισπράχθηκαν από τις εργοδοτικές οργανώσεις της Γερμανίας ως σοβαρή απειλή για την οικονομία. Ταυτοχρόνως ο Μ. Σουλτς δεν κλείνει την πόρτα στην Αριστερά και στους Πράσινους.
Δεν αποκλείει δηλαδή τη μετεκλογική συνεργασία στο κυβερνητικό επίπεδο. Δεν θα είναι εύκολη υπόθεση η συμπόρευση. Και γιατί οι Πράσινοι (κόμμα-μπαλαντέρ που θέλει να κολλάει παντού) φλερτάρουν και με τους Χριστιανοδημοκράτες για κάθε ενδεχόμενο και γιατί στο εσωτερικό της Αριστεράς υπάρχει μια ισχυρή πτέρυγα που βάζει ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε συνεννόηση με το SPD την αποχώρηση της Γερμανίας από το ΝΑΤΟ, ιδέα που η γερμανική σοσιαλδημοκρατία απορρίπτει κατηγορηματικά.
Το θετικό πάντως (και για την Ελλάδα) είναι ότι και τα τρία κόμματα -άλλο εμφατικά, άλλο πιο διακριτικά- ασκούν κριτική στον Σόιμπλε για τις πολιτικές λιτότητας που έχει επιβάλει στην ευρωζώνη και προειδοποιούν για τον κίνδυνο να εμπεδωθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κλίμα εχθρικό για τη Γερμανία (γερμανοφοβία είναι ο όρος που χρησιμοποιούν).
Στη Γαλλία τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Μπορεί η νίκη του Μπενουά Αμόν στις προκριματικές εκλογές να ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για τους αριστερούς, ωστόσο οι βαρόνοι του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι σφόδρα δυσαρεστημένοι γιατί ο Αμόν δεν υπερασπίζεται τη θητεία Ολάντ (τι να υπερασπιστεί ο άνθρωπος;), κλείνουν το μάτι στον κεντρώο και χωρίς πρόγραμμα πρώην τραπεζίτη Μακρόν και απειλούν με αποχώρηση από το κόμμα αν ο Αμόν δεν αναθεωρήσει τη ριζοσπαστική (ουτοπική τη χαρακτηρίζουν) πολιτική πλατφόρμα του.
Από την πλευρά του ο Αμόν προσπαθεί να συνεννοηθεί με τους Οικολόγους (οι συζητήσεις είναι σε καλό δρόμο) και με τον Ζαν-Λικ Μελανσόν που υποστηρίζεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα και άλλες κινήσεις.
Αν οι Οικολόγοι και η υπόλοιπη Αριστερά αποσύρουν τους υποψηφίους τους και στηρίξουν τον Μπενουά Αμόν, δεν αποκλείεται να είναι αυτός ο αντίπαλος της Λεπέν στον δεύτερο γύρο, αφού καταφέρνει να βρίσκεται κοντά στον Φιγιόν και τον Μακρόν ακόμη και μόνος του.
Ο Μελανσόν όμως αντιστέκεται σθεναρά. Στις προτάσεις του Αμόν για σύγκλιση απάντησε «δεν είμαι διατεθειμένος να κρεμαστώ από μια νεκροφόρα» (εννοεί το Σοσιαλιστικό Κόμμα). Και ενώ η Αριστερά τσακώνεται (πολύ πρωτότυπο!), η Δεξιά προ του κινδύνου ο εκλεκτός της να μείνει εκτός δεύτερου γύρου αποφάσισε να κινηθεί συντεταγμένα.
Και ο Σαρκοζί και ο Ζιπέ στηρίζουν τον Φιγιόν -προφανώς με ανταλλάγματα- παρά το γεγονός ότι ο πρώην πρωθυπουργός έχει συνδέσει το όνομά του με βαριά σκάνδαλα.
Ετσι, δεν αποκλείεται οι αριστεροί ψηφοφόροι να αντιμετωπίσουν στον δεύτερο γύρο το δίλημμα που αντιμετώπισαν οι ομόδοξοί τους το 2002. Τότε εκλήθησαν να διαλέξουν ανάμεσα στον φασίστα Λεπέν και τον απατεώνα Σιράκ (ήταν κατηγορούμενος).
Ψήφισαν «με μανταλάκι στη μύτη» τον απατεώνα Σιράκ. Σήμερα, και αν δεν υπάρξουν ανατροπές, θα κληθούν να επιλέξουν ανάμεσα στη φασίστρια Λεπέν και τον απατεώνα Φιγιόν. Ξανά «με μανταλάκι στη μύτη». Φάρσα ή τραγωδία; Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
*Για την Ιταλία δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Εκεί η Αριστερά (κόμματα, ομάδες, κινήσεις, προσωπικότητες) κλίνει τη λέξη διάσπαση σε όλες τις πτώσεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: