thegreekcloud | 28.02.2017 | 13:56
Χώθηκαν μέσα στο δάσος. ‘Άφησαν το θαλασσί Ζάσταβα κάτω από μία γριά μουριά και πήραν από ένα μπουκαλάκι νερό μαζί τους και μερικά αμύγδαλα. Τα στραβοχυμένα πόδια τους, τα καμουφλαρισμένα τους ούλα, τους κιρσούς τους να διακλαδώνονται στις γάμπες σαν σκαλίσματα ξύλινων πολυθρονών. Όλα τα πήραν σε μέσες άκρες. Άρχισαν να περπατάνε σκυφτοί και αμίλητοι. Είχε μία αχνή συννεφιά και το ουράνιο γκρι χρώμα θόλωνε το τοπίο ρομαντικά.
Εκείνη φορούσε μία περούκα χρώματος ξανθό σαντρέ, κρεπαρισμένη σωστά… όχι υπερβολικά σαν αυτές που φοράνε οι ξιπασμένες θεούσες της πόλης που πάνε στην εκκλησία την Κυριακή το πρωί να κουτσομπολέψουνε την παπαδιά. Άφηνε το μεγάλο μέτωπό της ακάλυπτο και οι σταγόνες από τη δροσερή αναπνοή του δάσους βρήκαν μέρος να ενσταλάξουν την υγρασία τους. Εκείνος με το τουΐντ σακάκι του και τον μπερέ του, πιο κοντός από εκείνη πια. Φορούσαν μαύρα γυαλιά, κάπως μοντέρνα. Τα είχε φέρει ο γιός τους από το εξωτερικό. Έμοιαζαν σαν παλιοί ροκάδες που έδιναν συνέντευξη και δεν ήθελαν οι ρυτίδες των βλεφάρων τους να επιτρέψουν στο ευσυγκίνητο κομμάτι του εαυτού τους να ζαρώνουν σε κάθε ανάμνηση των παλιών καλών ημερών. Κανείς δεν ήξερε πόσο κεφάτοι ήταν. Οι γελοίες επέτειοι, τα συμβολικά απορρίμματα στα συρτάρια όπως εισιτήρια, αποδείξεις και λιωμένα λουλούδια ανάμεσα σε σελίδες βιβλίων δεν πιάνουν χώρο ούτε είναι τα κρεβάτια των ακάρεων. Και αυτός ο περίπατος ήταν ένα ενθύμιο, ένα χαπάκι placebo, ένα μπότοξ σε μία ειρωνικά αληθινή σχέση όπως κάθετι μακροχρόνιο. Οι άνθρωποι άλλωστε γνωρίζονται μονάχα μετά από πολλά χρόνια τριβής, όταν πια δεν μιλάνε στους περιπάτους, αλλά θεωρούν απαραίτητο να είναι ζευγάρι για να τους κάνουν. Και όταν κοιμούνται μαζί και τα σώματα μετουσιώνουν τη θερμοκρασία του άλλου κορμιού σε δική τους και γεννούν την ισορροπία κάτω από τα σκεπάσματα μέχρι να λιώσουν οι άκρες των δαχτύλων και η αφή να μην έχει πια καμία σημασία. Μόνο τα μυαλά που μέσα στα κρανία διοργανώνουν ερωτικές φαντασιώσεις, φαγοπότια, ταξίδια σε νεροπότηρα και φτιάχνουν μέλλον σαν καλοκουρδισμένες μηχανές.
Την κοίταξε μέσα από τα μαύρα γυαλιά ηλίου και του έμοιαζε σαν κέρινο ομοίωμα στο μουσείο Μαντάμ Τισό. Ίδια νεκρή πια, μα πάντα η δική του.
-Το’ ξερα πως θα ήμασταν μαζί για πάντα.
-Και εγώ.
Kαι να σε πλάθω νέο μέσα μου, όχι από εμμονή στη νεότητα αλλά υπόσχεση.