02.03.2017, 13:30 | εφσυν
Άκης Καλαμαράς*
Η μόνιμη επωδός του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών σχετικά με το ελληνικό ζήτημα, είναι πως η ελληνική οικονομία θα πρέπει επιτέλους να γίνει ανταγωνιστική, περιγράφοντας πως το ελληνικό χρέος είναι αποτέλεσμα του στρεβλού παραγωγικού συστήματος της χώρας μας. Η συγκεκριμένη άποψη δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, αν και κοινή διαπίστωση όλων είναι πως τα χρόνια της επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας ορισμένες κοινωνικές ομάδες πλούτισαν εις βάρος άλλων υπό την ανοχή μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας.
Tο σύγχρονο διεθνοποιημένο οικονομικό σύστημα, το τελευταίο διάστημα χαρακτηρίζεται από αστάθεια και όλο και πιο έντονη αβεβαιότητα (Brexit, εκλογή Trump, ανάδυση ακροδεξιάς κλπ). Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως μια εθνική οικονομία για να επιβιώσει μέσα σε αυτό το ταραχώδες περιβάλλον οφείλει να είναι ανταγωνιστική εάν θέλει διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη. Επιβάλλεται όμως να περιγράψουμε το πώς εννοούμε την ανταγωνιστικότητα, πως αυτή προκύπτει και τι πρέπει να εξυπηρετεί.
Ρίχνοντας μία ματιά στα επίπεδα μισθών των σκανδιναβικών χωρών και των κρατών του πυρήνα της ΕΕ, διαπιστώνουμε πως βασικό στοιχείο της ανταγωνιστικότητας τους είναι οι υψηλές αποδοχές στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Υψηλές αποδοχές σημαίνει καταρχήν πως μειώνεται σημαντικά το φαινόμενο του “brain-drain” και επίσης πως μία χώρα μπορεί να γίνει ελκυστικός προορισμός για το προσοντούχο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Επίσης μεγάλη συζήτηση γίνεται για το ρόλο του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία και στο ποιος μπορεί να είναι πιο παραγωγικός και αποδοτικός έναντι του άλλου. Η σύγχρονη προσέγγιση όμως για τον επιχειρηματικό ρόλο του κράτους περιγράφει πως ο δημόσιος τομέας με τις οικονομίες κλίμακας που έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει, μπορεί και πρέπει να εργαστεί από κοινού με τον ιδιωτικό τομέα αξιοποιώντας την τεχνογνωσία που διαθέτει ο δεύτερος. Οι υγιείς και δημοκρατικά ελεγχόμενες συνεργασίες μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν την προστιθέμενη αξία που έχει ανάγκη μια εθνική οικονομία, να αυξήσουν το ΑΕΠ και σε τελική ανάλυση να οικοδομήσουν και να διατηρήσουν ένα κοινωνικό κράτος υψηλών προδιαγραφών.
Κυρίαρχος παράγοντας για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός, η ψηφιοποίηση και η απλοποίηση των διαδικασιών στο δημόσιο τομέα. Το ότι το ελληνικό δημόσιο εδώ και δεκαετίες δεν έχει προχωρήσει στις παραπάνω δράσεις, αφενός λειτουργεί ανασταλτικά για την αναπτυξιακή διαδικασία και αφετέρου διατηρεί το πελατειακό κράτος και τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν την ελληνική πραγματικότητα.
Για να είναι μία οικονομία ανταγωνιστική στο διεθνή στίβο, επιβάλλεται να έχει οικοδομηθεί με όρους συνεργασίας, διαλόγου και δημοκρατίας. Αξίζει να αναφέρουμε την περίπτωση της Δανίας, μιας χώρας με υψηλό κκΑΕΠ και πρότυπο κοινωνικό κράτος, όπου τα οργανωμένα συνδικάτα συμμετέχουν στο αναπτυξιακό σχεδιασμό των επιχειρήσεων σε συνεργασία με τις εργοδοσίες.
Σίγουρα στην παρούσα φάση η Ελλάδα ενδεχομένως να μην είναι ώριμη ώστε να υιοθετήσει μία τέτοια πρακτική, αλλά το συγκεκριμένο παράδειγμα αποτελεί ένα σημαντικό επιχείρημα απέναντι σε όσους επικαλούνται τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την απαξίωση του συνδικαλισμού, και συνολικά την επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων με σκοπό τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Μια ανταγωνιστική οικονομία είναι μια οικονομία που βασίζεται εξίσου στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά επενδύει σημαντικά και στην κοινωνική οικονομία. Ο λεγόμενος και τρίτος τομέας της οικονομίας είναι αυτός που καλλιεργεί ένα διαφορετικό παραγωγικό πρότυπο με έμφαση στην επιχειρηματικότητα έντασης εργασίας και έντασης γνώσης κάνοντας σταδιακά πράξη τη ρήση για «κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο». Η συνεταιριστική επιχειρηματικότητα και ο ουσιαστικός δημοκρατικός έλεγχος της παραγωγικής διαδικασίας μπορούν να αποτελέσουν στη σημερινή εποχή ένα πιο ανθεκτικό επιχειρηματικό πρότυπο. Το παράδειγμα του Modragon αποτελεί μία ενδιαφέρουσα μελέτη περίπτωσης για το πώς στην χρονίζουσα οικονομική κρίση οι εκεί συνεταιρισμοί κατάφεραν να διατηρήσουν τα επίπεδα απασχόλησης.
Επίσης διακρίνουμε πως η καθημερινότητά μας κατακλύζεται συνεχώς από νέα τεχνολογικά προϊόντα και υπηρεσίες. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως μέσω της καινοτομίας και τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα που δημιουργεί σε μια οικονομία θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε περισσότερες, ποιοτικότερες και βιώσιμες θέσεις εργασίας. Καταλυτικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία διαδραματίζουν τα δημόσια ΑΕΙ (Πανεπιστήμια – ΤΕΙ) και ερευνητικά κέντρα και η σύνδεση τους με τον κόσμο της παραγωγής. Η νέα παραγωγικότητα σε πολλές χώρες ξεκινά από τα Πανεπιστήμια, κάτι που προφανώς οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου των προηγούμενων χρόνων έδειχναν να μην το αντιλαμβάνονται μειώνοντας τη χρηματοδότηση προς αυτά και απαξιώνοντας μεθοδικά το ρόλο και τη λειτουργία τους.
Κλείνοντας το συμπέρασμα είναι πως συμφωνούμε με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Επιδίωξη μας οφείλει να είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Με μία θεμελιώδη όμως διαφορά, η ανταγωνιστικότητα θα προκύπτει μέσα από την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του τόπου μας υπηρετώντας την κοινωνική δικαιοσύνη και όχι από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας εξυπηρετώντας τη συσσώρευση κεφαλαίου υπέρ των νεοφιλελεύθερων ελίτ. Άλλωστε, αν το χαμηλό κόστος παραγωγής ήταν η βασική προϋοπόθεση για την ανάπτυξη, η Αφρική θα ήταν παράδεισος και οι Σκανδιναβοί όλοι μετανάστες.
*Υπ. Διδάκτωρ τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας