Ο μίτος και η πόλη 10
Sraosha | 07.03.2017 | 07:00
Κάθησε λοιπόν για καφέ, για τον δεύτερο καφέ, στο Φλοράλ, όχι: τον τρίτο· κάθησε μέσα, που έχει και σωστό κλιματισμό. Ποιος ξέρει πώς τη βγάζουν οι άστεγοι μέσα στην ατέλειωτη μέρα· εκείνοι δεν έχουνε και λεφτά να επικονιάζουν το ένα τραπεζοκάθισμα μετά από το άλλο. Αυτός που σιχαίνεται την άσκοπη περιπλάνηση μέσα στην πόλη ξαφνικά ένιωσε κάτι σαν ρίγος, σαν σταγόνες ανατριχίλας, σαν ASMR που λένε και στο γιουτιούμπ: να είσαι αναγκασμένος να φέρνεις βόλτες μέσα στην πόλη χωρίς προορισμό ή έστω χωρίς κατάληξη, χωρίς καμμιά Ιθάκη, παρά να περιπλανιέσαι μέχρι να την πέσεις σε καμμιά καβάντζα στη Βουλής ή στο Εσπερία στη Σταδίου που πάει για κλείσιμο, σε μια γωνιά όπου θα σου γδέρνουνε τον ύπνο τα διερχόμενα και θα σου τον τσιμπολογάνε τα γέλια των μισοπιωμένων που βγαίνουν από το Γκάλαξυ και πάνε για ταξί απέναντι. Χωρίς Ιθάκη έστω και ως τυπικό προορισμό. Μακάρισε τον γέρο του που του άφησε το διαμέρισμα: ένας αρνητικός χώρος με πόρτα που κλείνει.
Το Φλοράλ ήταν πολύ ήσυχο: μια χαρά βαστάει το καλοκαίρι ακόμα. Κάθησε ακριβώς όπως μπαίνεις αριστερά. Μόνο μια κοπέλα γοτθοκουλτουριάρα και εντελώς λευκή μέσα στο καλοκαίρι καθότανε μόνη της πλάι σε μια κινηματογραφική ηλιαχτίδα που έτεμνε τον χώρο κι έσκαγε στο πάτωμα σχεδόν δίπλα της πάνω σε ένα κάθισμα που το έκανε να λευκάζει σχεδόν αιγαιοπελαγίτικα· κοντά στο παράθυρο, κάτω από την άκρη της ταπετσαρίας-ζωφόρου με τα λευκά τριαντάφυλλα και τη φωτογραφία του τύπου που μαζεύει τραπεζοκαθίσματα στο Café de Flore μια παρέα εικοσάρηδων γκάριζε και χαχάνιζε με φρέντο και φραπέδες· ένας ασπρομάλλης στο μπαρ είχε σουλούπι και κοψιά αποκαρδιωμένου ποιητή αλλά κοίταζε πότε μια εφημερίδα και πότε το κινητό του, ανήμπορος μάλλον να προσηλώσει το βλέμμα· στο βάθος, δεξιά, δίπλα στο μπαρ καθότανε μισοχυμένος ένας με μούσια παπαδίστικα και προστυχόμουτρο καλογερίστικο που είχε απλώσει βιβλία και χαρτιά μπροστά του στο τραπέζι με έναν λάπτοπ να ακροβατεί στην άκρη του. Έχουν αρχίσει να γίνονται μόδα τα μούσια. Θυμήθηκε κι εκείνον τον χάλια στο Circus που ακολουθούσε τη ζωγραφική καλλονή σαν κακή ανάμνηση, Χίψτερ τους λένε. Αλλά μετά τα τριάντα καμμιά μόδα δεν σε εντυπωσιάζει πια.
Κοίταξε ξανά τη ζωφόρο-ταπετσαρία, ασπρόμαυρη, γιγάντωση αισθητικής φοιτητικού δωματίου: σαν το πόστερ που δεν καταφέραμε να βάλουμε στον τοίχο ποτέ γιατί δεν είχαμε αρκετό μπλουτάκ και γιατί τα σελοτέιπ άφηναν σημάδια και στράβωναν οι μανάδες κι οι σπιτονοικοκυρές, άσε που αναρωτιόντουσαν τι τις θες τις ασπρόμαυρες γυμνές πάνω από το κεφάλι σου και γιατί να πούμε δεν βγαίνεις να πας καμμιά βόλτα (στον καιρό του αυτό σήμαινε «στις γυναίκες» και συνεπώς συνοδευόταν από το ερώτημα «έχεις λεφτά;»). Αχ μα ποιος δεν αγαπάει την ελληνική οικογένεια και τη συνέχισή της με άλλα μέσα; Εδώ όμως, είπαμε, γιγάντωση κι εξιδανίκευση: ρόδα λευκά πλαισιώνουν ένα ζεύγος δίπλα στον κουρασμένο άνθρωπο που μαζεύει το Café de Flore δίπλα σε δύο street fighting men από το Παρίσι του Μάη του ’68 κι όχι από την Αθήνα του Φεβρουάριο που μας πέρασε, δίπλα σε λυρισμούς 19ου αιώνα που αρμόζουν σε κομψούς χώρους. Αλλά ένιωθε άνετα, σαν στο σπίτι του. Στο μέλλον θα έρχεται συχνότερα εδώ.
Ήρθε μια κοπέλα για την παραγγελία. Του θύμισε λιγάκι την Έλλη, αλλά αυτό συμβαίνει συχνά, χρόνια τώρα. Διάφορες γυναίκες άσχετες του θυμίζουνε την Έλλη: άλλη έχει αμυγδαλωτά μάτια, άλλη τα μονίμως χαμογελαστά χείλη της, άλλη κοιτάζει όπως αυτή, άλλη μυρίζει όπως αυτή (για το άρωμα μιλάμε: Magritte ή Muskriffe, Degriffe ή Magriffe ή κάτι τέτοιο), κάποια έχει το βάδισμά της ή τη ματιά της. Συμβαίνουν αυτά, δεν μας εντυπώνονται όλοι οι άνθρωποι το ίδιο, έτσι δεν είναι; Κάποιοι μας εντυπώνονται λίγο παραπάνω, λίγο πιο μόνιμα, λίγο πιο ορατοί πάνω μας και μέσα μας· σαν τατουάζ.
Στο μαγαζί δεν έπαιζε καθόλου μουσική. Καλό αυτό, επικρατούσε ο υπόκωφος ψίθυρος που στις πόλεις περνιέται για γλυκειά ησυχία. Πείναγε λίγο. Τελικά αντί για καφέ παρήγγειλε μπύρα, θα του έφερναν και πατατάκια. Πατατάκια φέρνουνε στο Φλοράλ, όχι τίποτε ξηροκάρπια – ή δεν θυμότανε καλά; Erdinger. Γερμανική. Το λένε στη δουλειά, σε λίγο όλα θα είναι γερμανικά. Και τα γκούντυς. Μέχρι και τα ταξί. Αλλά η μπύρα καλά κάνει κι είναι γερμανική, τι να είναι άλλωστε.
Τεντώθηκε και κοίταξε έξω. Η καύλα παρούσα βεβαίως αλλά κάνει πως δεν την αντιλαμβάνεται. Μοιραία συνυπάρχουνε πολλά σε μια μέρα, ακόμα και σε μια στιγμή. Δεν μας δίνεται ένα πράγμα τη φορά. Άλλωστε είναι πολύ εύκολο όσο μεγαλώνεις να ξεχνάς. Όχι σαν τη μάνα της Μέλισσας, που ξεχνάει λόγω άνοιας (πολύ χρησιμοποιεί το όνομά της, πρέπει να το προσέξει – μάλλον θα καταλήξει να την αγαπήσει αλλά προς το παρόν ελέγχεται η κατάσταση και δεν είμαστε για τέτοιους όρους καλοκαιριάτικα). Είσαι πιτσιρικάς και νομίζεις πως το ιδανικό σου είναι η χαρά ή τουλάχιστον η επιδίωξή της: the pursuit of happiness, που έλεγε εκείνη η διαφήμιση. Είσαι πιτσιρικάς και είσαι μονοθεϊστής ανά περίσταση, υπάρχει ένα και μόνον ένα θέμα, ένας θεούλης τη φορά: τον Ιούνιο υπάρχει μόνον ο έρωτας , τον Νοέμβριο υπάρχουνε μόνον οι Tuxedomoon, τον Μάιο έχει μόνο μπάλα, τον Δεκέμβρη οι διακοπές που έρχονται. Και λες ότι στο μέλλον όλα θα είναι σεξ, όλα θα είναι συναυλίες, όλα θα είναι μπάλα, καλοκαίρι, διακοπές, ταξίδια – ίσως και δουλειά ή οικογένεια, αν είσαι από δαύτους. Και μετά γίνεσαι 30 και 40 και συνειδητοποιείς ότι όλα παίζουνε μαζί: ο διακανονισμός της Εφορίας και ο άγριος έρωτας, διαδηλώσεις στους δρόμους και νέα συγκροτήματα, πώς νιώθεις την πόλη και ότι η μάνα σου αρρώστησε· το πρωί στη δουλειά και το μεσημέρι με το βάσανο του φίλου και το βράδυ να αγκομαχάς ιδρωμένος και να τινάζεσαι οργασμικά για να σκέφτεσαι τη δουλειά αμέσως μετά και σε λίγο να την ξεχάσεις. Όλα είναι μαζί, ο χρόνος κουβαλάει ταυτόχρονα πολλά μαζί: κάθε μέρα, κάθε στιγμή.
Κι έτσι ξεχνάς στα 30, στα 40 – στα 50 που πλησιάζουν – ότι η χαρά, η ευτυχία μάλλον, δεν είναι αυτό που περιμένουμε να ’ρθει, είναι το ακριβό φαρμάκι που αναμιγνύουμε στην καθημερινότητα για να συνεχίσουμε να ζούμε. Είναι η δραστική ουσία μέσα στον χρόνο. Ξεχνάς ρε γαμώτο ότι τα όνειρά σου συνυπάρχουν με κάθε τι άλλο κι αναρωτιέσαι πού είναι τα χιόνια καιρών αλλοτινών, πού είναι τα όνειρά σου και τέτοια. Αλλά όλα αυτά συνυπάρχουν. Κακά τα ψέματα: αν υποψιαζόταν ότι υπήρχε κάποια σαν τη Μέλισσα στα 20, ότι ένα άντρας γεννηθείς το 1967 θα είχε να του επιφυλάσσει στα 44 η μοίρα τέτοιον έρωτα θα του σάλευε: τότε νόμιζε ότι η πρώτη αγάπη είναι και η παντοτινή, πως η Ιόλη είναι το απαύγασμα του έρωτα και η κορυφή των κορυφών και τέτοια, από αυτά που γράφονταν με τη σέσουλα τότε στα ποιητικά ραβασάκια, πριν τα μηνύματα. Μάλλον όχι, είναι άδικο να λέει «τέτοιον έρωτα» για τη Μέλισσα – είναι κάτι για το οποίο δεν μπορεί να μιλήσει, δεν το είχε ποτέ με τα λόγια, όπως ποτέ δεν το είχε και με τον έρωτα, άλλωστε. Καλύτερα να μην το σκέφτεται, καλύτερα να σιωπήσει, μόνον η σιωπή δεν είναι αδυναμία. Καλύτερα να αφεθεί να το ζήσει.
Τουλάχιστον ήτανε τυχερός σε αυτό: κάθε μα κάθε φορά που το πεπρωμένο τον χτύπησε, το κατάλαβε. Ναι, το πεπρωμένο. Πώς να το πει; Μια χαρά το κατάλαβε λοιπόν, κάθε φορά. Το πεπρωμένο χτυπάει σφοδρά και κατακέφαλα. Μια φορά, αμέσως μετά το χτύπημά του, εκεί με την Ιόλη, παλιά, κοίταξε τα αστεία παπούτσια του και γέλασε νευρικά. Ατελέσφορα και νευρικά. Μια άλλη φορά λύσσαξε, κορδώθηκε κι έπραξε ό,τι δεν ήταν λογικό ν’ αποτολμήσει να κάνει. Μια άλλη φορά το πεπρωμένο τον κοίταξε ήρεμα κατά πρόσωπο: η κεφαλή της Μέδουσας που σε πετρώνει, που σε αφήνει στυτικό κι αγκυλωμένο και άκαμπτο, το παγερό πεπρωμένο. Που όλα αυτά θα πουν ότι καλύτερα να ζεις παρά να μιλάς για τη ζωή. Θα το λήξει έτσι γιατί αλλιώς θα καταντήσει ποιητής της πλάκας, ποιητής εκ του προχείρου έχων την μορφήν του χοίρου, που έλεγε κι ο παππούς, μέχρι να έρθει η μπύρα η παγωμένη. Σε παγωμένο ποτήρι, μακάρι.
Ναι, βεβαίως είναι και κάτι άλλο, ότι όσο μεγαλώνεις τόσο γύρω σου πεθαίνει κόσμος. Αρχικά οι μεγαλύτεροι, μετά και οι όχι και τόσο μεγαλύτεροι. Μαθαίνεις να εκτιμάς το ακριβό φαρμάκι της χαράς, όσο αραιωμένο κι αν είναι. Ή αυτό ή σε παίρνει από κάτω. Στο μεταξύ έφτασε η μπύρα. Με πατατάκια, ευτυχώς. Κοίταξε το ρολόι, εντάξει το μεσημέρι απέχει λιγότερο από μια ώρα: καταλύει.