cogito ergo sum | 14 Μαρτίου 2017
Τον Οκτώβριο του 2010, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε μια μελέτη με τίτλο “Θα πονέσει; Οι μακροοικονομικές επιπτώσεις τής δημοσιονομικής εξυγίανσης“. Στα πλαίσια αυτής της μελέτης, οι ερευνητές έβαλαν στο μικροσκόπιο μια περίοδο τριάντα ετών (1980-2009) σε δεκαπέντε αναπτυγμένες χώρες (*), προκειμένου να καταγράψουν ιστορικά τον αντίκτυπο των δημοσιονομικών μέτρων που πάρθηκαν σε όλη αυτή την περίοδο. Με άλλα λόγια, οι ερευνητές μελέτησαν στοιχεία 450 ετών συνολικά (15 χώρες επί 30 χρόνια).
Το πλέον σοκαριστικό εύρημα, όμως, έχει να κάνει με την αποτελεσματικότητα όλων αυτών των μέτρων. Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, ο μέσος όρος απόδοσής τους δεν ξεπέρασε το 0,4% κι αυτό μετά από μια διετία. Από τις 173 περιπτώσεις που αναλύθηκαν, μόνο σε δύο (!) παρατηρήθηκε αξιόλογο αποτέλεσμα, στην Δανία το 1983 και στην Ιρλανδία το 1987. Με άλλα λόγια, η μελέτη θα μπορούσε να συμπληρώσει ότι οι πάσης φύσεως θυσίες των πολιτών δεν έπιασαν τόπο σε 171 από τις 173 περιπτώσεις.
Βερολίνο, 2012: Ο 94χρονος Χέλμουτ Σμιντ δίπλα στην 58χρονη Άνγκελα Μέρκελ |
Λέγεται ότι ο πρώην καγκελλάριος της Δυτικής Γερμανίας Χέλμουτ Σμιντ είχε πει πως “όποιος έχει οράματα, να πάει στον γιατρό”. Αντίθετα με την ευρέως διαδεδομένη σήμερα αερολογία ότι οι πολιτικοί πρέπει να έχουν όραμα, ο Σμιντ είχε βιώσει στο πετσί του τις ολέθριες επιπτώσεις των χιτλερικών οραμάτων και γι’ αυτό δεν είχε καμμιά διάθεση για καινούργια. Φαίνεται ότι την άποψη του Σμιντ έχει υιοθετήσει πλήρως και η σημερινή καγκελλάριος της Γερμανίας, παρ’ ότι αυτή δεν έζησε την ναζιστική φρίκη, όντας γεννημένη εννιά ολόκληρα χρόνια μετά το τέλος τού πολέμου.
Όμως, όσο κι αν η Άνγκελα Μέρκελ κατηγορείται ότι δεν έχει όραμα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει τους δικούς της στόχους και την δική της τακτική. Στα δώδεκα -ως τώρα- χρόνια τής θητείας της, έχει δείξει τον συντηρητισμό της και την πίστη της στα γερμανικά “εθνικά ιδεώδη”, κάτι που την κάνει αποδεκτή από τους μισούς τουλάχιστον γερμανούς. Στον αντίποδα, αυτή η αποδοχή είναι μοιραίο να περιορίζεται στα σύνορα της χώρας και να μετατρέπεται σε αντιπάθεια έξω απ’ αυτά.
Πράγματι, εκτός Γερμανίας η Μέρκελ θεωρείται ως εκφραστής μιας πολιτικής τόσο διχαστικής ώστε να καταντά εθνικιστική, καθώς δεν διστάζει να θυσιάσει την αδύναμη ευρωπαϊκή περιφέρεια προς όφελος του γερμανικού κεφαλαίου. Αυτό έκανε στην Ιρλανδία, το έκανε στην Πορτογαλία, το επιχειρεί στην Ιταλία και το υλοποιεί με αρκετή επιτυχία στην Ελλάδα, αδιαφορώντας πλήρως για την πάγκοινη διαπίστωση ότι τα πλεονάσματα της Γερμανίας τροφοδοτούνται από τα ελλείμματα του ευρωπαϊκού νότου.
Στην πράξη, η Άνγκελα Μέρκελ εκμεταλλεύεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την εσωτερική υποτίμηση που είχε πραγματοποιήσει ο προκάτοχός της Γκέρχαρντ Σρέντερ, χάρη στην οποία η τιμή τής εργασίας βυθίστηκε και, επομένως, το γερμανικό κεφάλαιο βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών του όταν ξέσπασε η τρέχουσα πολύχρονη κρίση. Κι αυτός ο “καλύτερος τρόπος” που θα μπορούσε να υπάρξει συνίσταται ακριβώς σε αυτό που προωθεί ο Βόλφγκανγκ Σώυμπλε, δηλαδή την λιτότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Βεβαίως, Μέρκελ και Σώυμπλε δεν αγνοούν την μελέτη τού ΔΝΤ για την οποία μιλήσαμε στην αρχή ή οποιαδήποτε από τις αμέτρητες άλλες φωνές που επιμένουν ότι η λιτότητα είναι πρακτικά αδύνατον να ανατρέψει την ύφεση ή ότι οι δημοσιονομικές περικοπές είναι απίθανο να οδηγήσουν σε ανάπτυξη. Απλώς τις παραβλέπουν επειδή αυτό συμφέρει το γερμανικό κεφάλαιο, άσχετα αν η εμμονή τους σ’ αυτή την κατεύθυνση θεριεύει τον κίνδυνο καίριου πλήγματος της ευρωζώνης ή ακόμη και κατάρρευσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ενός οικοδομήματος που όλο και περισσότερο δείχνει να στηρίζεται στα σαθρά θεμέλια ενός οικονομικού γερμανικού εθνικισμού, ο οποίος αντιμετωπίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως Lebensraum, ως τον ζωτικό του χώρο.
Υπ’ αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι πληθαίνουν εκείνοι που συγκρίνουν την Μέρκελ με τον Χίτλερ, θεωρώντας την σημερινή καγκελλάριο εξ ίσου επικίνδυνη για την Ευρώπη με τον αρχιναζί δικτάτορα, τηρουμένων των αναλογιών. Παράλληλα, όμως, δεν λείπουν κι εκείνοι που υποστηρίζουν πως είναι τουλάχιστον αφελής η εκτίμηση ότι η Ευρώπη τού εικοστού πρώτου αιώνα μπορεί να κινδυνεύσει από τον γερμανικό οικονομικό εθνικισμό. Πάντως, αυτοί οι τελευταίοι θα ήταν καλό να ζητήσουν την γνώμη και της Ευρώπης τού εικοστού αιώνα.
Η Άνγκελα Μέρκελ ως “Εξολοθρευτής” στο εξώφυλλο του New Statesman της 25/6/2012 |
Επίλογος. Στις 23/3/2013, η ανδαλουσιανή τοπική έκδοση της El Pais δημοσίευσε ένα σχετικού περιεχομένου άρθρο τού καθηγητή τού πανεπιστημίου τής Σεβίλλης Χουάν Τόρρες Λόπεθ με τίτλο “Η Γερμανία κατά της Ευρώπης“, όπου γίνονταν συγκρίσεις ανάμεσα στην Μέρκελ και τον Χίτλερ. Ο ισπανός καθηγητής “τόλμησε” να γράψει επί λέξει: “Η Άνγκελα Μέρκελ, όπως ο Χίτλερ, κήρυξε πόλεμο κατά της υπόλοιπης ηπείρου, αυτή την φορά για να εγγυηθεί τον ζωτικό οικονομικό χώρο τής Γερμανίας (…) Μας τιμωρεί για να προστατεύσει τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις τράπεζές της κι ακόμη για να κρύψει από τους ψηφοφόρους της την αμηχανία ενός μοντέλου που είδε το ποσοστό φτώχειας στην χώρα της να σκαρφαλώνει στο υψηλότερο επίπεδο της εικοσαετίας, το 25% των εργαζομένων να βγάζουν λιγώτερα από 9,25 ευρώ την ώρα και τον μισό πληθυσμό να κατέχει το μίζερο 1% του πλούτου της χώρας”.
Το άρθρο προκάλεσε τέτοια θύελλα διαμαρτυριών εκ μέρους της Γερμανίας ώστε η ισπανική εφημερίδα αναγκάστηκε να το κατεβάσει από τον ιστότοπό της, με την δικαιολογία ότι “περιείχε δηλώσεις τις οποίες αυτή η εφημερίδα θεωρεί απαράδεκτες” και προσθέτοντας ότι “η El Pais εκφράζει την λύπη της που ένα σφάλμα στην εκτέλεση των καθηκόντων επιμέλειας επέτρεψε την δημοσίευση του εν λόγω υλικού” (**). Κάθε σύγκριση με τις δικές μας εφημερίδες που τυπώνονταν τον καιρό τής κατοχής, δεκτή.
————————————–
(*) Αυστραλία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Η.Π.Α., Ιαπωνία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Καναδάς, Πορτογαλία, Σουηδία, Φινλανδία.
(**) Sydney Morning Herald, “Storm over comparison of Merkel to Hitler“, 25/3/2013