Ο μίτος και η πόλη 11
thegreekcloud | 21.03.2017 | 07:00
Σηκώθηκε από την καρέκλα, που κοίταζε το μπαρ, και κάθησε στην ακριβώς απέναντί της, που έβλεπε έξω. Η μέρα έμοιαζε ανοιξιάτικη: λαμπερή και διαυγής, σχεδόν ήμερη. Ιδίως από την προνομιακή θέση που έδινε ο κλιματισμός του Φλοράλ, αφού ακύρωνε τη ζέστη που είχε αρχίσει να πήζει έξω σιγά σιγά, τη σχετική ζέστη όσο να ’ναι, μια χαρά ήτανε για Αύγουστο. Αλλά από τη δροσιά του κλιματισμού το φως και τα χρώματα της ημέρας δεν έμοιαζαν παρά μόνο ανοιξιάτικα. Μέρα να την πιεις στο ποτήρι, όχι όπως είναι η μπύρα, πικρή, αφρώδης και παγωμένη, αλλά σαν κρύο νερό μετά από πεζοπορία που σου μουδιάζει τα σαγόνια και σου συστέλλει απότομα τα δόντια. Μάγεμα.
Είναι ωραία η φύση μέσα στην πόλη, έκπληξη που ξετρυπώνει μέσα από τα χιλιάδες άλλα που είναι μια πόλη: ανθρώπους, προσόψεις, κλειστές πόρτες, κρυμμένες κατόψεις, πινακίδες, οχήματα, ορόσημα, οδοστρώματα, βιτρίνες, αφίσες, κάγκελα, τέντες κι υπόστεγα· οι σκιές την ημέρα και τα φώτα της τη νύχτα. Δεν είναι το μόνο που υπάρχει, όπως στις εξοχές, είναι αυτό που κλέβει την παράσταση, αυτό που καταστρατηγεί τον δομημένο χώρο αλλά είναι μέρος του. Πόσο χαίρεσαι ένα μεγάλο δέντρο στην πλατεία, πολύ περισσότερο από ό,τι το ίδιο δέντρο στο δάσος. Ένα ποτάμι που το πλαισιώνουν κτίρια, όπως στο Βερολίνο, τότε που ήταν αφελής και νιόπαντρος, ένα κανάλι μέσα στην πόλη, πόσο πιο σπουδαίο και ζωντανό από κάποιο ποτάμι που κόβει λασποχώραφα στη μέση… Ήπιε μια γουλιά. Ωραίο πράμα η μπύρα, ό,τι κι να λέμε.
Ίσως όμως να έπρεπε να σηκωθεί να πάει στα λασποχώραφα, κατάξερα ή κατακαμένα μετά τον θερισμό αυτή την εποχή – ή πότε μαζεύουν το βαμβάκι εκεί πάνω; Το καλαμπόκι; Να πάει να κάνει έκπληξη στη Μέλισσα. Καλός είναι στο να δείχνει έμπρακτα πόσο ποθεί και πόσο γουστάρει και τι νιώθει αλλά μετά το διαζύγιο έμαθε καλά ότι χρειάζονται και χειρονομίες. Δεν είναι ο άλλος τόσο σίγουρος για τον εαυτό του όσο δείχνει ή όσο θέλουμε εμείς να είναι. Ιδίως οι γυναίκες. Πολλές φορές χρειάζεται μια χειρονομία.
Τεντώθηκε. Η ώρα της ημέρας ήταν ιδανική, η ελαφρότητα που του έδινε η μπύρα (πώς το έλεγαν στα αγγλικά; lightheadedness) μια ευφροσύνη σκέτη, η λιακάδα να την πιεις στο ποτήρι, η ωραία στεγνή ζέστη αυτής της πόλης μακριά από την υγρή γλίτσα των κάμπων και την κολλώδη χλιαρότητα της ακροθαλασσιάς τέτοια εποχή, η αίσθηση ότι είσαι ζωντανός που σου δίνει η καύλα, τόσο υπόκωφη όσο να μη σε ζορίζει, όμως αρκούντως παρούσα για να γίνεται ζωτική. Θα μπορούσε να είναι έτσι η ζωή, η επανάληψη της ευφροσύνης, το ξανά και ξανά και ξανά της γαλήνης ώστε να μη φτουράνε τα τραύματα κι οι ταραχές ενδιάμεσα. Να ζει κανείς όπως όταν κάθεσαι πιτσιρικάς στον Λυκαβηττό καυλωμένος όπως τώρα, με ένα τσιγάρο που δεν γουστάρεις, με την αίσθηση της κοπέλας στο στήθος σου, και είσαι μέσα στην πόλη κι είσαι πάνω από την πόλη κι έξω από αυτήν και δεν σε νοιάζει το μετά, αφού το ξέρεις και ξέρεις πόσο θαυμάσιο θα είναι, και δεν σε νοιάζει το πριν, γιατί τι να μας πει και το πριν όταν το τώρα φθορίζει στο σκοτάδι ή έστω αναβοσβήνει σαν φάρος καύτρας. Έτσι να ζούσε κανείς, σαν να είναι για πάντα 23 ή 35 και υγιής ή 41 κι ευτυχισμένος ανείπωτα. Και τώρα στα 45, και στα 55 και στα 67…
Αλλά δεν ζει έτσι αυτός. Έτσι δεν έζησε ποτέ ή μάλλον έζησε πολύ λίγο, όπως εκείνο το ξεχασμένο μέχρι πριν μερικά λεπτά καλοκαιρινό βράδυ στον Λυκαβηττό με την Ιόλη. Από προσδοκία σε προσδοκία το πάει, από ματαίωση σε νέα σχέδια. Δεν πάει να λέει ο Λέννον ότι ζωή είναι αυτό που σου συμβαίνει κτλ; Ναι, αυτό είναι ζωή, και αυτό είναι ζωή. Θα την ήθελε την ενατένιση και την θεοπτία και την αιώνια μετοργασμική νιρβάνα ή την ήσυχη προσδοκία περιπτύξεων και ωραίων αρωμάτων στο κορμί, θα μπορούσε ίσως να ζει ήσυχα δουλεύοντας ταπεινά. Αλλά το πάει από ματαίωση σε προσδοκία. Έφαγε μια μικρή χούφτα πατατάκια. Έτσι το πάει, αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μια προσδοκία να τον κουρδίσει. Να έχει κάτι να τον τραβάει από τη μύτη, ή από το θέλημα και το σχέδιο, ή από τον πούτσο – όπως το βλέπει κανείς.
Έβγαλε το κινητό και πήρε τηλέφωνο τη Μέλισσα. Χτύπησε τέσσερις φορές, πήγε να το κλείσει αλλά άκουσε τη φωνή της:
«Καλώς τον.»
Για μια στιγμή όλα μέσα του σιώπησαν. Μέχρι και η ασταμάτητη φωνή που μιλάει σιωπηλή μέσα στο κεφάλι του, ο ενδιάθετος λόγος που λένε, σίγησε. Δεν τον σάστισε όμως αυτό, συμβαίνει συχνά μαζί της, όταν την ακούσει δηλαδή. Όχι πάντοτε, συχνά.
«Πήρες και πριν, ε;»
Τι πιο πριν, αυτουνού του φαινόταν σαν να την έκανε την αναπάντητη πριν κανα δυο χρόνια, σαν να είχανε περάσει μήνες.
«Α, βγήκε τελικά αναπάντητη;»
«Ναι.»
«Πώς πάει;»
«Καλά. Δεν έχει πολλή ζέστη. Είχα ραντεβού με τον Φωτιάδη να συζητήσουμε λίγο κάτι διαφημίσεις αλλά δεν εμφανίστηκε.»
«Πάρε τον τηλέφωνο ντε.»
Αυτό κάπως τον αναστάτωσε, λίγο τον καύλωσε, λίγο περισσότερο δηλαδή, λίγο τον έκανε να σκιρτήσει κάπως. Κάτι στη φωνή της, πώς υψώνεται ελάχιστα και ξαναπέφτει, σαν ελάχιστος παφλασμός.
«Μου έκανε απόρριψη.»
«Ε ξαναπάρ’ τον ρε συ. Ή στείλε μήνυμα.»
«Βαριέμαι. Δεν γαμιέται…»
«Καλά.»
«.. εσένα θέλω να δω.»
«Θα με δεις.» Σχεδόν έβαλε τα γέλια. Ακούστηκε μέσα από το τηλέφωνο μια καρέκλα να τρίζει κάπου έξω από τα Τρίκαλα. Κάθησε λοιπόν. Θέλει να μιλήσουνε. Για μια στιγμή και πάλι νηνεμία εντός: όλα σώπασαν κι ησύχασαν, επιβραδύνθηκαν κι ακινητούσαν. Μέχρι και η ασταμάτητη φωνή που μιλάει σιωπηλή μέσα στο κεφάλι του, μέχρι κι αυτή. Μετά θυμήθηκε να έχει γαντζωθεί από τους ώμους της ενώ το κάνουν, μέσα στον ιδρώτα κι οι δυο τους, και να κοιτάζει το πρόσωπό της. Γίνονται αυτά ακόμα; Ασπρίσαν τα μαλλιά του.
«… κι εντάξει, βασικά λέω να ξεκινήσω αύριο πολύ πρωί για να προλάβω την πολλή ζέστα. Να φάμε μαζί το μεσημέρι. Εκεί είσαι;»
«Ναι. Εδώ.»
«Πες μου τα δικά σου.»
«Τίποτα, σου είπα. Ο Φωτιάδης δεν ήρθε. Κάνει ωραία μέρα εδώ. Κάθησα στο Φλοράλ…»
Γέλασε.
«Ναι, γι’ αυτό κάθησα εδώ. Μάλλον.»
«Τι άλλο θα κάνεις σήμερα;»
«Εκτός από το να σε περιμένω;»
Γέλασε πάλι, όχι αυτάρεσκα.
«Έλεγα να πάω καμμιά θάλασσα αλλά βαριέμαι τελικά. Πρέπει να γίνεται και λίγο χαμός παρασκευιάτικα. Βασικά σε θέλω.»
«Κι εγώ.»
Παύση.
«Πώς είναι η μάνα σου;»
«Όπως πάντα. Έβριζε τον Παπανδρέου σήμερα, που μας έφερε μέχρι εδώ.»
«Τον ΓΑΠ; Πήρε είδηση το Καστελόριζο;»
«Όχι, τον πατέρα του: που κατάργησε τη μοιχεία και μας γέμισε ξετσιπωσιά». Τώρα ξεκαρδιζόταν κανονικά.
«Λάθος Παπανδρέου, λάθος λόγος: γάμησέ τα.»
«Δεν γελάω γι’ αυτό, γελάω που λέει ‘ξετσιπωσιά’, αυτά τα ξεσήκωσε από τον μακαρίτη τον πατέρα μου.»
Ξανά τη σκέφτηκε να κάθεται στην ψάθινη καρέκλα μέσα στο κουζινάκι της μάνας της στον κάμπο, να ακουμπάει το χέρι που κρατάει το κινητό της πάνω στο τραπέζι δίπλα στο καλάθι του ψωμιού που είναι γεμάτο φάρμακα, με φόντο τη μουσταρδί λαδομπογιά στους τοίχους.