22.03.2017, 13:16 | εφσυν
Πολύ βιάστηκαν να συγχαρούν εαυτούς και αλλήλους οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης του Βατοπεδίου.
Με τη χτεσινή απόφασή του το δικαστήριο απάλλαξε τους κατηγορούμενους για την υπόθεση, αλλά στην ουσία δέχτηκε ότι η κυριότητα της λίμνης Βιστονίδας και των παράκτιων περιοχών ανήκει στο ελληνικό Δημόσιο, αντίθετα με όσα υποστήριζε επί χρόνια η ίδια η μονή και οι πολιτικοί συνεργάτες της.
Η απαλλαγή των κατηγορουμένων αποδόθηκε από την έδρα στην έλλειψη του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου στο πρόσωπό τους και σε λίγες περιπτώσεις στην έλλειψη στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης των αδικημάτων.
Η ακροαματική διαδικασία περιστράφηκε γύρω από το νομικό εύρημα ότι η μονή είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, κατά συνέπεια οι όποιες ανταλλαγές μεταξύ του Βατοπεδίου και του ελληνικού Δημοσίου έγιναν ανάμεσα σε εξίσου «δημόσιους» φορείς.
Οπότε, σύμφωνα με το δικαστήριο, δεν είναι δυνατόν να προκύψει «ζημιά».
Πάντως, ο τρόπος που έγιναν αυτές οι ανταλλαγές καθώς και οι έννομες συνέπειές τους εξακολουθούν σε κάποιο βαθμό να εκκρεμούν σε αστικά δικαστήρια.
Ομως αυτό που ονομάστηκε «σκάνδαλο του Βατοπεδίου» ήταν ακριβώς η μεταβίβαση –μέσω των ανταλλαγών– του δικαιώματος «αξιοποίησης», δηλαδή εκποίησης, εκτεταμένων γαιών, οι οποίες ήρθαν στα χέρια της μονής ως αντάλλαγμα για τη λίμνη Βιστονίδα!
Και όσο αν θεωρείται «δημόσιο» και η μονή, η διαφορά έγκειται σε μια κρίσιμη διαφορά του θρησκευτικού καθιδρύματος του Αγίου Ορους από τον όποιο «κανονικό» δημόσιο οργανισμό.
Δοσοληψίες χωρίς έλεγχο
Η διαφορά αυτή αναφέρεται στην ευκολία της μονής να προχωρά σε αγοραπωλησίες χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο.
Οταν ξεκίνησε η σχετική συζήτηση, ο πολιτικός διοικητής του Αγίου Ορους Γιώργος Δαλακούρας εξήγησε ότι ο ίδιος δεν είχε το δικαίωμα να ελέγξει τις αγοραπωλησίες των μονών: «Υπάρχει το αυτοδιοίκητο του Αγίου Ορους, όπως υπάρχει και το αυτοδιοίκητο των μονών. Δηλαδή, τα οικονομικά τους οι μονές τα ρυθμίζουν σύμφωνα με τις αποφάσεις του ηγουμενοσυμβουλίου».
Ο δεύτερος λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι ανταλλαγές βρίσκεται σε επίσημο έγγραφο του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών προς το υπουργείο Οικονομικών (1.7.2010):
«Είναι προφανές ότι η ζημία του Δημοσίου δεν είναι αποτέλεσμα της εκτίμησης της αγοραίας αξίας των ακινήτων που έγινε από το ΣΟΕ, αλλά της αλλαγής των χαρακτηριστικών με τα οποία αυτά μεταβιβάσθησαν, αφού στα συμβόλαια των ανταλλαγών τα χαρακτηριστικά των ακινήτων είναι διαφορετικά από τα χαρακτηριστικά τους που ελήφθησαν υπόψη κατά τη σύνταξη των εκθέσεων εκτίμησης του ΣΟΕ».
Στην ουσία η σολομώντεια δικαστική απόφαση επιχείρησε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα.
Να αποδώσει δηλαδή στο Δημόσιο την πραγματική ιδιοκτησία της Βιστονίδας, χωρίς όμως να θέσει σε ευθεία αμφισβήτηση τα νομικά επιχειρήματα της υπεράσπισης που βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε έγγραφα της βυζαντινής και της οθωμανικής περιόδου.
Καθώς φαίνεται, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο το επιχείρημα ότι η όποια αμφισβήτηση των περιβόητων «χρυσόβουλων» θα έθετε σε περιπέτειες ευρύτερα «εθνικά συμφέροντα» και ειδικά το καθεστώς των Ορθόδοξων Πατριαρχείων, τα οποία στηρίζονται σε ανάλογα βυζαντινά και οθωμανικά έγγραφα.
Συγκάλυψη μέχρι παραγραφής
Με τη χτεσινή απόφαση ολοκληρώνονται πάντως οι δικαστικές αποφάσεις που καθιστούν την υπόθεση Βατοπεδίου «σκάνδαλο χωρίς ενόχους». Προηγήθηκε τον Ιανουάριο του 2011 η απόφαση του Πενταμελούς Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο ομόφωνα αποδέχτηκε την πρόταση του εισαγγελέα υπέρ της παραγραφής του αδικήματος της απιστίας εις βάρος του Δημοσίου, το οποίο βάραινε τους πρώην υπουργούς της Νέας Δημοκρατίας Πέτρο Δούκα, Αλέξανδρο Κοντό και Ευάγγελο Μπασιάκο. Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι το αδίκημα είχε παραγραφεί μετά τη διάλυση της Βουλής στις 7 Σεπτεμβρίου 2009.
Με αφορμή την απόφαση αυτή, ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Θοδωρής Δρίτσας είχε σημειώσει τότε ότι η παραγραφή δεν θα είχε συμβεί «αν είχε αλλάξει έγκαιρα η συνταγματική ρύθμιση και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, αλλά ακόμα και με αυτό το νομικό πλαίσιο, αν το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. δεν συγκάλυπταν το σκάνδαλο με χιλιάδες τεχνάσματα, αλλά και αν οι υπεύθυνοι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ παραπέμπονταν έγκαιρα και, κυρίως, εάν ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής δεν διέλυε αυθαίρετα τη Βουλή ώστε να εξασφαλίσει με βεβαιότητα την παραγραφή».
Την απόφαση της παραγραφής είχε και τότε χαιρετίσει η Ν.Δ., υποστηρίζοντας ότι ήταν «κόλαφος για το ΠΑΣΟΚ» και καταγγέλλοντας ότι η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου «επιχείρησε θεσμική εκτροπή» και διακατέχεται από «πολιτικό αμοραλισμό και λαϊκισμό».
Είναι, πράγματι, ακραία υποκρισία να εμφανίζονται σήμερα ως δικαιωμένοι όσοι συμμετείχαν στην υπόθεση.
Και πρώτα πρώτα ο Κώστας Καραμανλής, ο ίδιος που τον Δεκέμβριο του 2008 κατακεραύνωνε τους εκπροσώπους της μονής, αναφερόμενος σε «κάποιους, οι οποίοι, παρά την πνευματική τους αποστολή, λειτούργησαν σε βάρος του Δημοσίου», τους κατηγορούσε ότι «εκμεταλλεύτηκαν αδυναμίες του κράτους, ενέπλεξαν φορείς, υπηρεσίες» και ομολογούσε ότι υποτίμησε το θέμα και πλέον γνώριζε «ότι από όσα σκανδαλώδη έγιναν στο Βατοπέδι οι πολίτες έχουν πληγωθεί».
Η ουσία της υπόθεσης παραμένει. Το σκάνδαλο είναι υπαρκτό, ανεξαρτήτως αν έχει παραγραφεί η ευθύνη των πολιτικών προσώπων και αν απαλλάχθηκαν οι αυτουργοί ως ενεργούντες χωρίς δόλο και κατ’ εντολή των (ήδη απαλλαχθέντων) προϊσταμένων τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: