04.04.2017, 06:00 | εφσυν
Κυριακή Μπεϊόγλου
Δεν ήξερε πόση ώρα διάβαζε, αλλά όταν άφησε το βιβλίο ήταν προχωρημένο απόγευμα. Απόγευμα Σαββάτου.
Ο ήλιος είχε κρυφτεί, τα δάχτυλά του ήταν παγωμένα. Από το ζεστό μεσημέρι που προηγήθηκε υπήρχαν πια λίγοι άνθρωποι στην προκυμαία.
Διάβαζε μια μικρή, συνοπτική έκδοση της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη Αλιγκιέρι, σχεδόν «ταξιδιωτική», με πολυτελές όμως εξώφυλλο και ωραίο δέσιμο.
Βυθισμένος τόση ώρα στον ζοφερό κόσμο του βιβλίου, το περιβάλλον έχασε την έντασή του, οι λεπτομέρειες και τα πρόσωπα έγιναν λίγο πιο θολά.
Ηταν συντονισμένος σε μια άλλη συχνότητα, που δεν τον ευχαριστούσε ακριβώς αλλά δεν ήθελε και να την αλλάξει.
Στις σελίδες μπροστά του περνούσαν μυστηριώδη πλάσματα και φανταστικά όντα. «Ω Δάσκαλε, τι τόσο τους βαραίνει;…», ρωτάει με αγωνία ο ποιητής τον Βιργίλιο.
Ο πλούτος της λεπτομέρειας έφερνε στα ρουθούνια του την οσμή βρόμικων νερών, τους μικροσκοπικούς οργανισμούς στο χώμα, την υγρασία του Καθαρτηρίου.
Δεν άντεχε να τα χωρέσει όλα αυτά η περιορισμένη φαντασία του και οι εικόνες του έκαναν «επίθεση» σε βαθμό που φοβόταν ότι θα τον έκλειναν μέσα στον δικό τους χωροχρόνο.
Οταν κουράστηκαν τα μάτια του, άρχισε να εστιάζει σε προτάσεις, τυχαία εδώ κι εκεί, χωρίς να καταλαβαίνει τι ακριβώς έλεγαν.
Θυμήθηκε ότι κάπως «απερίσκεπτα» είχε απλώσει το χέρι του στο ράφι του βιβλιοπωλείου για να πάρει αυτό το παλιό βιβλίο. Ισως κατά βάθος, αποζητούσε να διαβάσει κάτι ακραίο και «επικίνδυνο».
Ενας κυκεώνας άλλων σκέψεων, που όσο διάβαζε έφυγαν από το μυαλό του, εισέβαλαν στο κεφάλι του ξαφνικά και απαιτούσαν απ’ αυτόν να δράσει.
Για τα παιδιά, για φίλους, για τη δουλειά, για τη βραδινή του έξοδο. Εδιωξε την κούραση που ένιωσε και σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό.
Συννεφιασμένος αλλά όχι απειλητικός, υποσχόταν βραδιά πρώιμης άνοιξης. Κοίταξε πάλι το βιβλίο που κρατούσε και αμέσως αποφάσισε πως αυτό το Σαββατόβραδο θα έκανε κάτι διαφορετικό.
Θα αγόραζε ένα μπουκάλι κρασί, θα μαγείρευε για τον εαυτό του και θα βυθιζόταν στο διάβασμα αυτού του τόσο παράξενου βιβλίου.
Ο χρόνος που είχε «χαθεί» σήμερα τον έφερε αντιμέτωπο με τον εαυτό του, τον έθεσε έξω από τη διαρκή κίνηση της καθημερινότητας.
Αλλωστε ο βιβλιοπώλης τού είχε υποσχεθεί πως μετά την «Κόλαση» και το «Καθαρτήριο» ακολουθεί ο «Παράδεισος».
Ηθελε να το δει να συμβαίνει και αυτό έμοιαζε εκείνη τη στιγμή η ιδανική «έξοδος» για το βράδυ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: