Posted by Theorema
απρ 10 2017
(Ένα εικονογραφημένο με ζωγραφιές του Mark Ryden παραμύθι)
Η Σοφία είναι ένα εννιάχρονο αγγελικό νυμφίδιο, άσπιλο κι αμόλυντο από ανθρώπου χέρι. Έχει ροζ καραμελένια χείλη, διάφανα γαλάζια μάτια και κατάξανθα, σχεδόν λευκά, μαλλιά. Ακριβώς ίδια με το αλαβάστρινο δέρμα της. Ο αφαλός της είναι ένας τοσοδά κρατήρας όπου θα μπορούσαν να καλλιεργούνται όστρακα με τα σπανιότερα μαργαριτάρια του κόσμου.
Τα στήθη της είναι στρογγυλά και γεμάτα γάλα. Οι θηλές της μοιάζουν με ολόφρεσκα ζαχαρωτά έτοιμα να πιπιλιστούν και να λιγώσουν τον ουρανίσκο κάθε ζωντανού οργανισμού του πλανήτη. Ανάμεσα στα ολομέταξα μπούτια της το παρθένο αιδοίο της θυμίζει μωρουδιακό στόμα που κάθε τόσο ανοιγοκλείνει αχόρταγα αναζητώντας την παραδείσια τροφή του: λίγο ευωδιαστό γάλα τριαντάφυλλο ή μερικές σταγόνες υπόλευκου θρεπτικού νέκταρ.
Τα πρωινά και τα μεσημέρια η Σοφία ζει όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας της, η ζωή της δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα βράδια όμως, αφού κάνει με θρησκευτική ευλάβεια επανάληψη στα παλιά ποιήματα του Ευγένιου Αρανίτση, εκείνα που εξυμνούν τους αφόρητους παιδικούς έρωτες και τον βαθύ καημό τους, περιμένει την ώρα που οι φίλοι του μπαμπά της τελειώνουν το πούρο τους και τις φιλοσοφικές τους συζητήσεις, και τότε κατεβαίνει στο σαλόνι φορώντας τα πιο παράδοξα κοριτσίστικα φορέματα που σχεδιάστηκαν ποτέ από ανθρώπου χέρι.
Έχει φρεσκάρει τις ολομέταξες μπούκλες της με τη χτένα της και έχει πουδράρει απαλά το μπούστο της με τη μαργαριταρένια πούδρα της μαμάς της. Κινείται με χάρη και σεμνότητα ανάμεσα στους ιδρωμένους μεσήλικες, που στη θέα της γεμίζουν γι’ άλλη μια φορά με λικέρ κεράσι τα κρυστάλλινα ποτήρια τους και παίρνουν βαθιές εισπνοές καθαρίζοντας τη φωνή τους. Τους λέει καλησπέρα και τους χαμογελά.
Είναι τόσο όμορφη κι αγνή που όλοι σεμνύνονται στο πέρασμά της. Χαμηλώνουν το βλέμμα τους και αφήνουν να αρχίσει να ξεκουράζεται χαλαρά η στάση του σώματός τους. Βήχουν και την ρωτούν πώς πήγε στο σχολείο σήμερα και τι καινούριο της έμαθε η δασκάλα. Η ανάσα της, καθώς γέρνει το κεφάλι και τους απαντά ψιθυριστά, ευωδιάζει ροδόνερο και παιδική πείνα.
Κάθεται για λίγο στον μεγάλο καναπέ με τα βελούδινα μπροκάρ, αυτόν που τσιμπάει και γδέρνει ευχάριστα τα γυμνά της μπράτσα, και κάνει πως βαριέται. Οι αναστατωμένοι κύριοι σπεύδουν όπως μπορούν να την κάνουν να μείνει στην αίθουσα μερικά λεπτά πάρα πάνω. Γελούν και την παροτρύνουν να μην φύγει τόσο νωρίς απ’ την παρέα τους, «κρίμα θα’ ναι!». Άλλος της λέει άνοστα αστεία για τον καιρό, άλλος ενδιαφέρεται για την πρόοδό της στη μουσική και άλλος την ρωτά τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει.
Η Σοφία απαντά σε όλους ευγενικά, με το τακτ και τη γαλήνη που προκύπτουν από την εξαίρετη ανατροφή της. Η φωνή της θυμίζει κελάιδισμα πουλιού και η πάναγνη μα και ανεξήγητα θελκτική εμφάνισή της κάνει τους κυρίους να πείθονται πως μπροστά τους δεν βρίσκεται ένα εννιάχρονο παιδί αλλά ένα παραδείσιο ανεξήγητο πλάσμα βγαλμένο από το πιο κρυφό και ένοχο όνειρό τους.
Ο μπαμπάς και η μαμά της είναι πολύ περήφανοι για την εκλεκτή θυγατέρα τους, το φως της ζωής τους, και δεν της χαλάνε ποτέ χατίρι. Της αγοράζουν δαντελένιους γιακάδες για τα χειροποίητα φουστάνια της, μεταξωτά κοκαλάκια και πολύχρωμες κορδέλες για τα στιλπνά μαλλιά της, ροζ μαξιλάρια για το κρεβάτι της και πολλά, πάμπολλα χνουδωτά ζωάκια για να κοιμάται μαζί τους τις νύχτες.
Μερικές φορές, όταν η Σοφία αρχίσει να χασμουριέται μισοκρύβοντας το στόμα της με το χέρι, κάποιος από τους φίλους του μπαμπά της προσφέρεται να την συνοδεύσει στο δωμάτιό της και να την βοηθήσει να σκεπαστεί με το λουλουδάτο πάπλωμά της. Ανεβαίνουν χέρι χέρι τα ξύλινα σκαλιά και διασχίζουν τον ημιφωτισμένο διάδρομο που οδηγεί στην κάμαρά της.
Λίγο πριν φτάσουν στο κατώφλι της, η Σοφία αφήνει το χέρι του συνοδού της και προπορεύεται. Η αύρα της την ακολουθεί σαν αέρινο μονοπάτι και μεθά λίγο πιο πολύ τον ευγενικό ακόλουθό της. Ο αέρας μυρίζει λιβάνι, γυναικεία ανάγκη και παιδική πονηριά. Ο σκοτεινός διάδρομος φωτίζεται από τη λάμψη της αγγελικής της παρουσίας. Ο ζαλισμένος κύριος την ακολουθεί σιωπηλά χωρίς να ορίζει εκατό τοις εκατό τις πέντε του αισθήσεις.
Όταν η Σοφία μπει στο δωμάτιο, του ζητά να καλύψει με το χέρι του τα μάτια του και να την αφήσει να γδυθεί για να ετοιμαστεί να ξαπλώσει. Εκείνος υπακούει πρόθυμα και καλύπτει τα μάτια του με τα μισάνοιχτα δάχτυλά του. Η Σοφία κατεβάζει τα ρούχα και τα στολίδια της αφήνει τις μεταξωτές κάλτσες της στο πάτωμα, δίπλα στα βαμβακερά εσώρουχά της. Τεντώνει το πάναγνο και αμόλυντο σώμα της προς όλες τις κατευθύνσεις, σκύβει και αναδιπλώνεται, και όταν βεβαιωθεί πως ο ευγενικός φίλος του μπαμπά της έχει θαυμάσει όλες τις γωνίες και όλα τα κοιλώματα του παιδικού της βασιλείου, ξαπλώνει στο πουπουλένιο κρεβάτι της και αγκαλιάζει στοργικά τα χνουδωτά της ζωάκια.
Στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι της κρέμεται ένας πεντάμορφος Ιησούς, που τις μοναχικές νύχτες η Σοφία γονατίζει μπροστά του ολόγυμνη σαν σκουλήκι, και με δάκρυα στα μάτια του μιλά και του προσεύχεται.
Μερικές φορές νιώθει πως ο Ιησούς παίρνει τη δική της μορφή – πως γίνονται ένα. Αυτός κρατά στα χέρια του το απολωλός πρόβατο σε βιβλική μορφή και την κοιτά με κατανόηση και απροσμέτρητη αγάπη, συγχωρώντας την μεγαλόψυχα για κάθε της φταίξιμο και πονηρή σκέψη.
Αφού τεντωθεί στο πουπουλένιο κρεβάτι της, για να μπορέσει να κοιμηθεί, η Σοφία ζητά από τον ευγενικό άνθρωπο να καθίσει για λίγο δίπλα της και να της πει ένα παραμύθι. Ποτέ και κανένας δεν αρνήθηκε το χατίρι της, και όλοι συναγωνίζονται μεταξύ τους για την πιο εμπνευσμένη νυχτερινή μυθοπλασία.
Η Σοφία ακούει σιωπηλά μισοκλείνοντας τα βελούδινα βλέφαρά της και χασμουριέται απελευθερώνοντας ευωδιαστά σύννεφα παιδικής νύστας και αόρατες σταγόνες πολύτιμου κοριτσίστικου σάλιου. Στην αγκαλιά της τα πολύχρωμα ζωάκια της απολαμβάνουν απαλά τσιμπήματα και θωπείες. Η φωνή του ανθρώπου ραγίζει, χαμηλώνει και υψώνεται ανεξέλεγκτα, το μέτωπο και οι παλάμες του ιδρώνουν – παρόλα αυτά τα πάντα διατηρούν την αξιοπρέπεια και την μαγευτική γλυκύτητά τους.
Πού και πού, όταν το παραμύθι ενεργοποιεί το μητρικό της ένστικτο, η Σοφία νιώθει την ανάγκη να προσφέρει. Τότε φέρνει το χέρι πάνω στην καραμελένια της θηλή και πιέζει με τα δύο δάχτυλα τη ρώγα της, έτσι όπως έχει δει σε περιοδικά της μητέρας και του πατέρα της να κάνουν οι γυναίκες που έχουν μόλις γεννήσει ή και για άλλους λόγους.
Γαλάζιο νερό, κάπως γαλακτώδες και πολύ αρωματικό ξεπηδά τότε από το μαλακό δέρμα της, σαν λεπτός πίδακας ζεστής ευτυχίας. Το σαν-γάλα ζουμάκι του στήθους της διαγράφει την ημικυκλική του τροχιά και προσγειώνεται στο ανοιχτό στόμα του μικρού ζώου που πεινάει περισσότερο απ’ όλα.
Η Σοφία στύβει λίγο ακόμα και πιέζει με τα δάχτυλα τη ρώγα, να βγει καλά καλά και να στραγγίξει εντελώς το σαν-γάλα νέκταρ της, για να μην στάξει μετά εδώ κι εκεί και λερώσει τα σεντόνια. Ανάμεσα στα ορθάνοιχτα πόδια της, το μικρό της αιδοίο πάλλεται σαν ολοζώντανο μύδι. Ανοιγοκλείνει πυρετικά, αφήνοντας μια θεσπέσια μυρωδιά καμένης ζάχαρης να πλημμυρίσει τον αέρα του δωματίου. Είναι ζουμερό και αφράτο, και πολύ συχνά μπαλίτσες με αέρια ή δυο τρεις μικρές σταγόνες γαλακτώδους υγρού ξεχειλίζουν από τα θερμά χείλη του και ποτίζουν τα σεντόνια.
Τότε η Σοφία κοιτάζει τον ευγενικό κύριο κατάματα, αφήνοντας για χάρη του ένα μικρό, κοφτό γελάκι. Αυτός την παρακολουθεί άναυδος προσπαθώντας να διατηρήσει τη θέση του στην καρέκλα σταθερή και την ίδια του τη ζωή καθώς πρέπει.
Το κορίτσι αρχίζει να ντρέπεται, κλείνει τα πόδια, και γυρίζει μπρούμυτα στο κρεβάτι. Λίγες ανεξήγητες τύψεις της γαργαλούν το στομάχι απαλά μα δεν την αποκαρδιώνουν. Αποκοιμιέται σε λίγη ώρα αμίλητη, με τα ζωάκια της αγκαλιά, και τον τουρλωμένο ποπό της να ανεβοκατεβαίνει ανεπαίσθητα σύμφωνα με την αναπνοή της.
Μικρές ολοστρόγγυλες φυσαλίδες αρχίζουν τότε να αναδύονται σαν δώρο εξ ουρανού από την τρυφερή και νόστιμη τρυπούλα του πρωκτού της, γεμίζοντας το δωμάτιο με καλειδοσκοπικά χρώματα και αγγελικά αρώματα.
Δώρα που θα άξιζε να στολίζουν την επιθανάτια έναστρη νύχτα κάθε ευλογημένου θνητού, ως αποχαιρετιστήριο δώρο και παραδείσιο ξεπροβόδισμα εκείνου του γλυκύτατου χερουβείμ που τον συνοδεύει σιωπηλά προς την τελική εξαΰλωσή του.