thegreekcloud | 14.04.2017 | 08:31
Τη Μεγάλη Παρασκευή η γιαγιά άναβε τα φώτα της εισόδου της πολυκατοικίας. Αυτά είχαν ένα μελένιο φως, κιτρινωπό σαν σούρουπο πίσω από το χοντρό τζάμι του λαμπτήρα της παλιάς αισθητικής της δεκαετίας του ’80. Έπαιρνε το σκαμπό της κυριακάτικης λειτουργίας και το στερέωνε δίπλα στα σκαλοπάτια. Μία πλαστική κανάτα με λίγο νερό μέσα ήταν το ιδανικό κηροπήγιο για τα μελανά κεριά του Επιταφίου. Καθόταν μαυροφορεμένη περιμένοντας το ταφικό σύμβολο και την πομπή. Ήδη χήρα πολλαπλής χρήσεως, με πολλούς νεκρούς κάτω από το παχύ χώμα του νεκροταφείου της Αναπαύσεως στα Ταμπούρια, εκεί που σταματούν παράνομα ζευγάρια για ραντεβού μέσα στο αυτοκίνητο… η μόνη ελπίδα να αναστηθούν οι νεκροί, οι ζωντανοί να ζουν έρωτες, πάθη, βέβηλα όνειρα με το ραδιόφωνο να παίζει ξεψυχισμένα. Καθόμουν και εγώ στο πεζούλι. Περίμενα έως τις εφτά και μισή τη νεκρική πομπή. Το ηλιοβασίλεμα έγερνε πίσω από του βουνό του Αιγαλέου. Μικρές φωτίτσες ζύγωναν. Το πέλαγος των ψυχών έκαιγε το λευκό φιτίλι και ζέσταινε το μπλαβί κλαράκι των κεριών. Ζέστη ανάμεσα στο πλήθος που περπατούσε ανεξίθρησκο. Μέχρι να χαθεί και τελευταίος διαβάτης μοιρολάτρης, αγναντεύαμε αυτό που αφηρημένα λέμε μυσταγωγία και το αισθανόμαστε μόνο στις καρδιές μας. Μεγάλο πράγμα. Σβήναμε ό,τι είχε απομείνει από τα κεριά μέσα στο νερό της κανάτας, σβήναμε τα φώτα της πολυκατοικίας και ανεβαίναμε στο διαμέρισμα. Η σπιτική θερμοκρασία μας αγκάλιαζε από την υγρή ατμόσφαιρα της άνοιξης του πεζοδρομίου. Τα βαμμένα αυγά λαμποκοπούσαν, γυαλιστερά, έτοιμα για την επικείμενη σφαγή τους πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Μακάβριο το τέλος τους, αφού τα ντύσαμε πόρνες, να τα κατασπαράξουμε χτυπώντας τα βίαια. Ναι, κάπως έτσι η γειτονιά μαύριζε εκείνο το απόγευμα για να λάμψει λευκή, αναστυλωμένη, ζωικά ηδονική την επόμενη μέρα με την Πρώτη Ανάσταση.