18.04.2017, 15:16 | εφσυν
Νικόλας Μιτζάλης*
Η ιδεολογία ως έννοια απολαμβάνει πολλαπλές θεωρήσεις. Κατ’ άλλους είναι μια δέσμη πεποιθήσεων στις οποίες βασίζεται ένα πολιτικό ή οικονομικό σύστημα, που επηρεάζει/αλλοιώνει εντόνως τον τρόπο που οι άνθρωποι συμπεριφέρονται, ή σύμφωνα με κάποιους ορισμούς αποτελεί συμμεριζόμενες ιδέες ή πεποιθήσεις οι οποίες εξυπηρετούν τη δικαιολόγηση και την υποστήριξη των συμφερόντων μιας ιδιαίτερης ομάδας ή οργάνωσης.
Η λέξη χρησιμοποιήθηκε αρχικά στα τέλη του 18ου αιώνα για να ορίσει μια «επιστήμη των ιδεών» στο πλαίσιο της κανονιστικής θεώρησης ότι, ως μέρος της κουλτούρας, αποτελεί ένα αναπόσπαστο συστατικό των ανθρώπινων διαδράσεων και εξουσιαστικών στρατηγικών που μορφοποιούν τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα (ολική προσέγγιση).
Τον 19ο αιώνα ο Μαρξ εισήγαγε την έννοια της παραχθείσας και παραγόμενης κατασκευής δίνοντας βάρος στη διαδικασία, ενώ στα μέσα του 20ού αιώνα ο κονστρουξιονισμός υποστήριξε την έννοια της ψευδούς συνείδησης, δηλαδή μιας κοινωνικής κατασκευής που μετασχηματίζει τεχνηέντως τον πραγματικό άνθρωπο (κενότητα και άρα απεριόριστη μετασχηματικότητα).
Σήμερα, με την εμπειρία της Ιστορίας μπορούμε να πούμε ότι ιδεολογία μπορεί να θεωρηθεί ένας συνολικός τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων που προτείνει μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη προβάλλοντας τη δική της «αλήθεια» (θετικισμός) ή πλάνη (οργανική προσέγγιση), προφασιζόμενη ως πιο σωστή, με βασικό στόχο την αλλαγή της κοινωνίας διά μέσου μιας ρυθμιστικής διαδικασίας. Αυτή η «αλήθεια», πάντα συναγόμενη μιας συγκεκριμένης προϋπόθεσης (γύρω από μια υποκειμενικότητα), χαράσσει (καθυποτάσσει) τη λογική μιας ιδέας τόσο βαθιά που τελικά γίνεται νόμος.
Η ιδεολογία στη μαρξιστική οπτική είναι μια μετουσίωση της πολυ-νοηματικής έννοιας αυτής της κοινωνικής θεωρίας σε ένα μέσο χειραφέτησης προλεταριακής συνειδησιακής αφύπνισης αλλά και διαμόρφωσης της Ιστορίας. Μια αντιπρόταση στην κυρίαρχη καπιταλιστική ιδεολογία με βάση τη ρήξη.
Η επαναστατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» προσπάθησε να μεθερμηνεύσει το επαναστατικό μαρξιστικό ιδεώδες στο ιστορικό γίγνεσθαι ακολουθώντας εν μέρει την ταξική πορεία των επαναστατικών οργανώσεων της Πρώτης Γραμμής (Prima Linea), των Ερυθρών Ταξιαρχιών (Brigatte Rosse) ή της Αέναης Πάλης (Lotta Continua) της γειτονικής Ιταλίας.
Η Μαρία Καπέλο, εμβληματική μορφή των Ερυθρών Ταξιαρχιών, παραμένει εδώ και τριάντα χρόνια, μαζί με άλλους, αμετανόητη πολιτική κρατούμενη στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του ιταλικού κράτους αρνούμενη το καθεστώς ημι-ελευθερίας ή τις προσωρινές άδειες που δικαιούται και γενικά οποιαδήποτε συνδιαλλαγή με το αστικό κράτος.
Σημειωτέον ότι υπόκειται από το 2002 στο ειδικό καθεστώς 41-bis του νόμου 354/1975, αυξημένης ασφαλείας, δηλαδή περιορισμού του προαυλισμού (εγκλεισμός 22 ωρών), περιορισμού των επαφών και της επικοινωνίας με συγγενικά πρόσωπα (μία μηνιαίως), αυστηρής λογοκρισίας στην αλληλογραφία και απαγόρευσης στην πρόσβαση βιβλίων και περιοδικών παρά μονάχα όσων εγκρίνει η διεύθυνση της φυλακής (εγκύκλιος του 2011). Και αυτό, με το πρόσχημα της επαφής με άλλες εν ενεργεία τρομοκρατικές οργανώσεις και τη διοργάνωση άλλων τρομοκρατικών ενεργειών.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας αποτελεί την αντίστοιχη εμβληματική μορφή της «17 Νοέμβρη». Αποδεχόμενος την πολιτική ευθύνη για τη δράση της οργάνωσης παραμένει από το 2002 έγκλειστος ειδικού καθεστώτος στις ελληνικές φυλακές εκτίοντας ποινή κάθειρξης 11 φορές ισόβια και 25 χρόνια για συμμετοχή σε 11 δολοφονίες και άλλες 84 έκνομες ενέργειες.
Εχει εδώ και έξι χρόνια να πάρει άδεια παρότι την επιζητεί και παρότι πληροί τις προϋποθέσεις. Οι αιτιάσεις για τις επανειλημμένες αρνητικές αποφάσεις είναι παρόμοιες με τον προαναφερθέντα νόμο 41-bis: τέλεση νέων εγκλημάτων, επαφές με τρομοκρατικές οργανώσεις, κίνδυνος φυγής και κακή χρήση της άδειας.
Εάν δικάζονται και τιμωρούνται οι ιδέες, τότε οι Καπέλο και Κουφοντίνας ορθώς υπόκεινται σε αυτά τα εν μέρει κοινά τιμωρητικά μέτρα και εσφαλμένως βεβαίως κυκλοφορούν πολλά βιβλία, περιοδικά και συγγράμματα, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα «επικίνδυνων» ιδεών. Εάν τιμωρούνται οι πράξεις, τότε πρέπει οι εν λόγω κρατούμενοι -εάν το θέλουν- να έχουν τα δικαιώματα που η νομοθεσία, και συνεπώς το κράτος, τους παρέχει.
Εάν βέβαια το κράτος επιζητά διά μέσου τιμωρητικών πράξεων να επιτύχει την απέκδυση της ιδεολογίας τους, τότε προκρίνει στη διαλεκτική Εξουσίας και Δικαιοσύνης εμφανώς την πρώτη επαληθεύοντας με τη σειρά του το άκαμπτο της δικής του ιδεολογικής τοποθέτησης.
* δρος Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στον αντίποδα του φόβου σιγοβράζει η οργή