thegreekcloud | 02.05.2017 | 07:00
Έφτασε στην Κάνιγγος. Μικρός, όταν τον πήγαινε ο πατέρας του στον Λεκατσά για εξετάσεις αίματος, λόγω της σιδηροπενίας, μετά τον πήγαινε στην Πανεπιστημίου στο Αιγαίο για λουκουμάδες. Τότε είχε μόνο λουκουμάδες, κάτι σπανακόπιτες και τέτοια προστέθηκαν όταν πια οι λουκουμάδες δεν του φαινόντουσαν το νοστιμότερο πράγμα στον κόσμο γιατί είχε μεγαλώσει πια και ανακαλύψει και τα κουρκουμπίνια εκείνου του Χανιώτη στην Αγίου Κωνσταντίνου, που τα δαγκώνεις και σκάνε μέσα στο στόμα σου. Μετά πήγαιναν στην Κάνιγγος για να πάρουνε το λεωφορείο να γυρίσουν σπίτι. Το λεωφορείο αργούσε. Όλος εγρήγορση ζαχαρική και για να μην αδημονεί παρατηρούσε τα ψηλά κτίρια γύρω του. Απέναντι, πίσω από κάτι δέντρα, ήτανε το στιβαρό πρίσμα του Υπουργείου Εμπορίου, γεμάτου παράθυρα. Παράθυρα. Κάθε παράθυρο έκρυβε πίσω του ένα δωμάτιο, κάθε δωμάτιο ήτανε κι από μια ιστορία. Εντάξει, μετά έμαθε ότι αυτές οι ιστορίες ήταν ιστορίες γραφείων και δημόσιων υπηρεσιών και στην εποχή μας πια είναι απαγορευμένο ή και αδιανόητο να σκεφτείς κάτι όμορφο για δημόσιες υπηρεσίες ή και τις ιστορίες τους. Αλλά εκεί που καθόταν με την απόγευση της κανέλλας στο στόμα σκεφτόταν ότι αυτό το πολύ μεγάλο κτίριο απέναντί του είναι απ’ έξω κύβος (άλλα στερεά γεωμετρικά στη δευτέρα δημοτικού δεν ήξερε) αλλά μέσα όλο μικρές μπουρμπουλήθρες κενές όπου κάθονται άνθρωποι με τις ιστορίες του ο καθένας. Κι έτσι στην Κάνιγγος, μετά την εξέταση αίματος και τους λουκουμάδες που γλύκαιναν το χάπι, ήρθε και γι’ αυτόν το ξύπνημα της αρχιτεκτονικής.
Και η αρχιτεκτονική δεν ξανακοιμήθηκε ποτέ: όπου άλλοι χαίρονται την ακινησία της φύσης και την έλλειψη γεγονότων μέσα της, αυτός σκεφτόταν πόσα πολλά, πόσα ασύλληπτα πολλά, γίνονται μέσα στην πόλη ανά πάσα στιγμή. Στον ύπνο του για χρόνια, ιδίως στο Γυμνάσιο, έβλεπε ότι έμπαινε πετώντας σε τυχαία διαμερίσματα μέσα από τα παράθυρά τους και παρατηρούσε τις ζωές των άλλων – μετά από τυχαία ερεθίσματα κατά τη διάρκεια της μέρας το όνειρο θα εξελισσόταν σε περιπτύξεις με κάποια αδιακρίτως κι ανεξαιρέτως ωραία γυναίκα και θα κατέληγε άδοξα και απογοητευτικά σε ονείρωξη και σε μισοξύπνημα. Αλλά όχι πάντα. Στα περισσότερα όνειρα πετούσε, έμπαινε σαν στοιχειό μέσα από παράθυρα σε ημιυπόγεια και δεύτερο όροφο, σπανίως σε ρετιρέ, και σε άδεια γραφεία ή έρημα μαγαζιά μισοφωτισμένα από ηλεκτρικά καντήλια και μωβ λάμπες φθορίου κρεοπωλείου που περίμεναν να ανοίξουν. Στο όνειρο περιπλανιόταν, παρατηρούσε, έφευγε. Περιπλανιόταν όχι άσκοπα παρά για να παρατηρήσει. Ένα μάτι σαν κινηματογραφικό που πετάει μέσα στο σφουγγάρι της πόλης. Κι όλα ξεκίνησαν στον Κάνιγγο. Που δεν ήταν ο Κάνιγγος. Αλλά η Κάνιγγος. Περίεργο πράγμα, όπως η οδός κι η λεωφόρος.
Όταν ήταν νέος αναρωτιόταν αν θα ξεχάσει όλα τα σώματα με όλες τις πτυχές τους που γνώρισε, τώρα πλέον αναρωτιέται αν λίγο πριν πεθάνει ή όταν πια πεθάνει θα ξεχάσει τις πτυχές και τις αδιανόητες εσοχές της πόλης.
Βρήκε τραπέζι στον Κρητικό, στη Στοά του Σαλαμάνδρα. Αυτός μια χαρά τα πήγαινε, είχε πριν χρόνια πάρει και τον απέναντι χώρο και τον είχε ντύσει κι αυτόν με φολκλόρ κρητικό. Πήγε και κάθησε μέσα, όχι στη στοά φάτσα στο σεξ σοπ (έκλεισε μάλλον) αλλά στον παλιό χώρο, εκεί όπου είναι ο πάγκος. Παλιά μάζευε κυρίως πασόκους και όσους δεν ήθελαν σουβλάκια από εδώ γύρω, αλλά και κάτι διανοούμενους μάλλον κρυφοχουντικούς και χριστιανοδεξιούς που κοίταζαν γύρω τους και σχεδόν ψιθύριζαν – τώρα τους έφερε περηφάνεια η Χρυσή τους η Αυγή, βολική και έτοιμη για ό,τι χρειαστεί. Οι χρυσαυγίτες είναι σαν τον νταβά ξάδερφο που διαθέτει κάθε ελληνικό σόι που σέβεται τον εαυτό του και αλλήλους· δουλειά του είναι να ισιώνει καμμιά στραβή πλάτη και να αποκαθιστά την τάξη του ελληνικού κόσμου του οικογενειακού. Μόνο που οι νταβάδες, με τις κουστουμιές και τα φτηνά πούρα και τις μάυρες μερσεντές (σαν τον ξάδερφο τον Αμύντα που του έλεγε η Μέλισσα) δεν σκοτώνουν, δεν είναι μαχαιροβγάλτες. Επίδοξοι μαφιόζοι σε μια χώρα με χάλια δρόμους είναι οι άνθρωποι. Δεν σφάζουν και δεν ξυλοφορτώνουνε φτωχούς. Κι άμα λάχει, ο νταβάς έχει θάρρος και λεβεντιά: θα πάει και θα πει στον μπάτσο, έτσι του έλεγε η Μέλισσα, «Κυρ μπάτσε μου, τον δείραμε γιατί ήταν κωλόπαιδό, μην ψάχνετε. Δικάστε με, φυλακίστε με: το σωστό έκανα, ρωτήστε και την έρμη τη γυναίκα του».
Κάθησε. Δεν είχε ακόμα πολλά τραπέζια γεμάτα. Πείναγε. Ήρθε ο Κρητικός, τον χαιρέτησε όπως πάντα λες και είχε να τον δει καμμιά βδομάδα μόλις. Παρήγγειλε μαραθοπιτάκια, πατάτα οφτή, απάκι και σαγανάκι. Και ρακή, που όταν ήταν φοιτητής την έλεγαν τσικουδιά (για την Αθήνα μιλάμε, ποιος νοιαζόταν τότε για το πώς τη λένε στην Κρήτη εκτός από το ΠΑΣΟΚ;). Μισονυσταγμένος από την μπύρα, λίγο ζαβλακωμένος από την ωραία ζέστη, κάπως εκνευρισμένος από την πείνα, καυλωμένος από το πρωί που ξύπνησε. Μισόκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί λίγο εκείνη τη νύχτα στο στριπτιζάδικο, για να γουστάρει (που λένε). Το πρώτο καλοκαίρι με ευρώ. Στο μπάτσελορ του Βασίλη. Γιατί καλά τα μπριζολάκια (πολλά μπριζολάκια), καλά και τα μπαρ στην παραλιακή (όπου ο Πάνος παρίστανε τον γκόμενο, μέσα σε μια αντροπαρέα έντεκα άτομα που έμοιαζε με εκδρομή ξεσκολισμένου κατηχητικού). Ήταν εντελώς μεθυσμένος, όπως και όλοι οι άλλοι, όταν έφτασαν στο Αλκατράζ, μάλιστα τον Κώστα τον πήγαν αυτόφωρο όταν επέστρεφε σπίτι γιατί έπεσε σε αλκοτέστ. Και ο λόγος που ανακαλεί αυτή την ανάμνηση δεν είναι ο λυκειακός χαβαλές, δεν είναι οι κορμάρες που, τόσες μαζί μαζεμένες δεν είχε ξαναδεί, δεν είναι που γινόντουσαν διάφορα και σκεφτόταν αν θα βρει τα κλειδιά του που είχανε πέσει ανάμεσα στην πλάτη και στο κάθισμα του πλαστικού καναπέ, δεν ήταν καν οι επί σκηνής αχρείαστες ακροβασίες – ήταν που στον σπέσιαλ κορό οι πόροι του δέρματος εκείνης της Ελισάβετ ήτανε μονίμως σε ανατριχίλα και αυτό άστραψε μέσα στην απίστευτη θολούρα της μέθης. Η επόμενη αστραπή εκείνης της βραδιάς ήταν ο λογαριασμός, 600 ευρώ το κεφάλι. Αλλά το υπέροχο δέρμα της Ελισάβετ ήταν η ανατριχίλα.
Ανασηκώθηκε και κάθησε σταυροπόδι μη γίνει ρεζίλι. Έφτασε κι η πατάτα με τη ρακή.