Μπράιαν Ρέι, Εικονογράφηση για τη στήλη των
νεοϋορκέζικων Τάιμς «Η αγάπη σήμερα»
thegreekcloud | 02.05.2017 | 12:09
«Λέγεται ότι ο θάνατος εξωραϊζει όσους χτυπά και υπερβάλλει τις αρετές τους, αν και σε γενικές γραμμές, η ζωή μάλλον είναι εκείνη που τους αδικεί. Ο θάνατος, αυτός ο στοργικός και ανεπίληπτος μάρτυρας, μας μαθαίνει, αληθεύων εν αγάπη, πως σε κάθε άνθρωπο υπάρχει συνήθως περισσότερο καλό παρά κακό». ΜΙΣΛΕ, Ιστορία της Γαλλίας, IV (1840), παρατιθέμενος από τον Μαρσέλ Προυστ στο Τέρψεις και ημέραι, ΧΧΙ, Οι όχθες της μνήμης.
Οι Τάιμς της νέας Υόρκης διαβάζονται από περισσότερους από 1.000.000 αναγνώστες. Όμως το κείμενο που ακολουθεί απευθύνεται στον αναγνώστη του – τον ένα και μοναδικό μοναχικό αναγνώστη που κρατάει στα χέρια του την εφημερίδα και το διαβάζει ή το διαβάζει κοιτάζοντας την οθόνη του. Νομίζω πως αυτή η συνταγή είναι η πρώτη και η μόνη έγκυρη βάσανος κάθε κειμένου είτε για λογοτεχνία πρόκειται είτε για ρεπορτάζ. Γιατί πρώτ’ απ’ όλα, το κείμενο αυτό σέβεται την προσωπική διαφορά του μοναχικού αναγνώστη από τους υπόλοιπους. Δεν σικχαίνει πάντα τα δημόσια κατά την καλλιμάχεια εκζήτηση αλλά πίνει από τη δημόσια βρύση των αισθημάτων που παραμένουν τόσο καθολικά ώστε δεν μπορεί παρά να είναι, στην ουσία και στο τέλος, δημόσια. Είναι γενναιόδωρα και γενναία λογοτεχνικό και ανυπόφορα γενναιόδωρα ανθρώπινο. Ξαφνιάστηκα που οι Τάιμς το δημοσίευσαν στη ρουμπρίκα “Στάιλ”, όπου φιλοξενούνται κείμενα με τον γενικό τίτλο Modern Love. Είναι άραγε η αγάπη και η τέχνη θέμα στιλ για την αμερικάνικη κοινωνία, αναρωτήθηκα. Στιλ σημαίνει δισδιάστατη αναπαράσταση θέματος του οποίου η τρίτη διάσταση, το βάθος του, που είναι και η οργανικότερη, αγνοείται. Μια αγγλική εφημερίδα θα το κατέτασσε πιθανόν στη ρουμπρίκα “Σοσάιετι”. Μα θέλω να σκέφτομαι πως για τα ευρωπαϊκά πράγματα, το κείμενο αυτό θα έπαιρνε την εκλεκτή θέση του σε μια ανθολογία πρότυπων ερωτικών επιστολών που θα διδασκόταν στα σχολειά μας για να μάθουμε σήμερα να αγαπάμε, να αισθανόμαστε, να ζούμε, να γράφουμε, και να πεθαίνουμε. Από την άλλη μεριά δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι μεγάλο σεβασμό για την κοινωνία που δημιούργησε τους όρους να γράφονται παρόμοια κείμενα, και κυρίως να δημοσιεύονται σε εφημερίδες που διαβάζονται από εκατομμύρια αναγνώστες. Αν η γαλλική εκλέπτυνση, με μια πρόδρομη καθιέρωση λαϊκής πολιτείας, αλάφρυνε τις τριγωνικές σχέσεις στο πατροπαράδοτο τρίγωνο ο σύζυγος- η σύζυγος – η ερωμένη, από το ζόφο της θανάσιμης αμαρτίας, έπρεπε να έρθει ο αμερικάνικος πραγματισμός για να καθιερωθεί με ισχύ νόμου ο πολιτισμός της διαφοράς στις κοινωνίες της μαζικής ενημέρωσης. Διαβάζοντάς το το παρακολουθούσα να αποχτά ανάλαφρα και αβίαστα, με χαμογελαστή παραδοχή, τον μακρινό ιστορικό, πραγματολογικό και λογοτεχνικό αντίλαλό του: στον τελευταίο προχριστιανικό αιώνα, ή στους πρώτους χριστιανικούς, στο Εγκώμιο μιας Ρωμαίας Ματρόνας (Laudatio Tyriae) ή στις λίγες επιστολές του Πλινίου του νεότερου προς τη σύζυγό του Καλπουρνία – πιο πολύ, για την απλότητα του ύφους, στο Εγκώμιο:
[Modern Love – Η αγάπη σήμερα]
Ίσως θελήσετε να παντρευτείτε τον άντρα μου
Σημείωση: Η Έιμι Κράουζ Ρόζενταλ πέθανε στις 13 Μαρτίου 2017, 10 μέρες μετά τη δημοσίευση αυτού του κειμένου.
Προσπαθώ να γράψω εδώ και ώρα τώρα, αλλά η μορφίνη και η αποχή από ζουμερά τυρομπιφτέκια (από πότε έχω αλήθεια να δοκιμάσω αληθινό φαγητό; πέντε βδομάδες;) έχουν στραγγίξει και την τελευταία ικμάδα μου και βάζουν εμπόδια στην όποια πεζογραφική ικανότητα μού απομένει. Επιπλέον, ένας μικροϋπνάκος που με αρπάζει κάθε τόσο στη μέση μιας πρότασης σίγουρα δεν βοηθάει να προχωρήσει η δουλειά μου τόσο γρήγορα όσο θα ήθελα. Πρέπει όμως να παραδεχτώ πως έχει και το γούστο του το πράγμα.
Ωστόσο, πρέπει να επιμείνω στη συγγραφή καθώς αντιμετωπίζω μια τελική προθεσμία, που είναι στην περίπτωση ετούτη εδώ, πιεστική. Είναι ανάγκη να τα πω όλα αυτά (και να τα πω σωστά) όσο ακόμα έχω α) την προσοχή σας, και β) σφυγμό.
Είμαι παντρεμένη με τον πιο καταπληκτικό άντρα εδώ και είκοσι έξι χρόνια. Σχεδίαζα να περάσουμε μαζί άλλα είκοσι έξι τουλάχιστον.
Θέλετε να ακούσετε ένα αρρωστημένο ανέκδοτο; Παντρεμένο ζευγάρι επισκέπτεται το τμήμα επειγόντων περιστατικών κλινικής αργά το βράδυ της 5ης Σεπτεμβρίου 2015. Ύστερα από λίγες ώρες και εξετάσεις, ο γιατρός διευκρινίζει πως ο ασυνήθιστος πόνος που αισθάνεται η σύζυγος στη δεξιά μεριά δεν είναι η χαζο- σκωληκοειδίτιδα που είχαν υποψιαστεί αλλά μάλλον καρκίνος της ωοθήκης.
Καθώς το ζεύγος επιστρέφει στο σπίτι νωρίς το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου, μέσα στο σοκ και την παραζάλη τους κάνουν τον συνειρμό πως σήμερα, η μέρα που έμαθαν τι τους μαγείρευε το πεπρωμένο, είναι η μέρα που θα επέστρεφαν σε σπίτι ερημωμένο. Το μικρότερο από τα τρία τους παιδιά είχε μόλις φύγει απ’ την οικογενειακή εστία για να συνεχίσει ανώτερες σπουδές.
Τόσα και τόσα σχέδια εξατμίστηκαν σε μια στιγμή.
Πάει το ταξίδι με το σύζυγό μου και τους γονείς στη Νότια Αφρική. Δεν υπάρχει τώρα λόγος να υποβάλω αίτηση στο Χάρβαρντ για την Υποτροφία Λομπ. Πάει η περιοδεία των ονείρων μου στην Ασία, με τη μητέρα μου. Πάει η φιλοξενία μου σαν συγγραφέα σε κείνα τα θαυμαστά σχολειά στις Ινδίες, το Βανκούβερ, την Τζακάρτα.
Δεν είναι ν’ απορεί κανείς γιατί οι λέξεις ξεγραμμένος και διαγραμμένος φαίνονται ίδιες.
Και εδώ εισερχόμεθα σε αυτό που τελικώς συνέλαβα ως Σχέδιο Ζ(ωής), η ύπαρξη μόνο επί του παρόντος. Όσο για το μέλλον, επιτρέψτε μου να σας συστήσω τον Κύριο αυτού του άρθρου, τον Τζέισον Μπράιαν Ρόζενταλ.
Είναι εύκολο να τον ερωτευτεί κανείς. Τον ερωτεύτηκα μέσα σε μια μέρα.
Μα ας εξηγηθώ: ο καλύτερος φίλος του πατέρα μου από την εποχή της παιδικής κατασκήνωσης, ο «Θείος» Τζον, γνώριζε και τον Ιάσονα κι εμένα χωριστά, μα ο Ιάσονας κι εγώ δεν είχαμε ποτέ συναντηθεί. Πήγα για τις σπουδές μου ανατολικά και έπιασα την πρώτη μου δουλειά στην Καλιφόρνια. Όταν επέστρεψα στο Σικάγο, ο Τζον – που είχε την ιδέα πως ο Ιάσονας κι εγώ ταιριάζαμε τέλεια – μας έστησε ένα προξενιό αγνώστων, μια συνάντηση στα τυφλά.
Βρισκόμαστε στα 1989. Ήμαστε μόνον 24 χρονών. Έτρεφα μηδενικές προσδοκίες για την κατάληξη της συνάντησης. Αλλά όταν εκείνος χτύπησε την πόρτα του μικρού ξυλόδετου σπιτιού μου , σκέφτηκα «Χμ… Αχ… έχει κάτι πολύ αξιαγάπητο αυτός ο τύπος».
Προς το τέλος του δείπνου ήξερα πως ήθελα να τον παντρευτώ.
Όσο για τον Ιάσονα, κατάλαβε πως ήθελε ένα χρόνο μετά.
Δεν έχω ούτε Τίντερ ούτε Μπάμπλ ούτε ιΧάρμονι, αλλά σκοπεύω να φτιάξω ένα γενικό προφίλ του Ιάσονα εδώ, βασισμένο στην πείρα της συνύπαρξης στο ίδιο σπίτι για ας πούμε κάτι σαν 9490 μέρες.
Πρώτ’ απ’ όλα, τα βασικά: ύψος 1.78, βάρος 72.5 κιλά, μαλλιά στο χρώμα του αλατοπίπερου, μάτια φουντουκιά.
Η λίστα ιδιοτήτων που ακολουθεί δεν συντάχτηκε με κάποια σειρά κατά νου γιατί όλες τους είναι για μένα σημαντικές για τον ένα ή τον άλλο λόγο.
Ντύνεται με φίνο γούστο. Οι δυο μεγάλοι γιοί μας, ο Τζάστιν και ο Μάιλς, δανείζονται τα ρούχα του συχνά. Όσοι τον γνωρίζουν – ή συμβεί να κοιτάξουν τυχαία στο κενό ανάμεσα στα καλά του πανταλόνια και τα καλά του παπούτσια– ξέρουν πως έχει σπουδαία όσφρηση για τις εκθαμβωτικές κάλτσες. Έχει καλή φυσική κατάσταση και του αρέσει να φροντίζει τη φόρμα του.
Αν το σπίτι μας είχε φωνή, θα πρόσθετε πως ο Ιάσονας είναι αλλόκοτα επιδέξιος. Για το ζήτημα του φαγητού – αυτός πια κι αν μαγειρεύει. Στο τέλος μια κουραστικής μέρας, δεν υπάρχει γλυκύτερη ανακούφιση από το να τον βλέπεις να διασχίζει το κατώφλι του σπιτιού, πλαφ να πετάει μια σακούλα του μανάβη στον πάγκο, και να με καλοπιάνει με ελιές κι ένα πεντανόστιμο τυρί που προμηθεύτηκε, προτού στρωθεί στη δουλειά για το βραδινό φαγητό.
Του Ιάσονα του αρέσει πολύ να πηγαίνει σε συναυλίες. Αρέσει και στους δυο μας πιο πολύ από καθετί άλλο. Θα έπρεπε να προσθέσω πως η δεκαεννιάχρονη κόρη μας, η Πάρις, προτιμάει να πηγαίνει μαζί του στα κοντσέρτα παρά με οποιονδήποτε άλλον.
Όταν δούλευα τα πρώτα μου απομνημονεύματα, σημάδευα διαρκώς όλα εκείνα τα μέρη που η επιμελήτρια του γραφτού μου είχε τη γνώμη πως θα έπρεπε να αναπτύξω. Κάθε τόσο λοιπόν έλεγε «Θέλω να γράψεις περισσότερα γι’ αυτόν το χαρακτήρα».
Και φυσικά θα συμφωνούσα – ήταν πράγματι σαγηνευτικός αυτός ο χαρακτήρας. Ήταν όμως και διασκεδαστικό συνάμα γιατί θα μπορούσε να έλεγε απλώς: «Ο Ιάσονας. Ας πούμε περισσότερα για τον Ιάσονα».
Είναι απολύτως θαυμάσιος πατέρας. Αλλά ρωτήστε και όποιον άλλον θέλετε. Βλέπετε αυτόν τον τύπο στη γωνία του δρόμου; Πηγαίνετε και ρωτήστε τον. Θα σας πει. Ο Ιάσονας είναι πονετικός – και όλο και θα στρίψει κάποιο νόμισμα.
Ο Ιάσονας ζωγραφίζει. Μου αρέσουν οι ζωγραφιές του. Θα τον έλεγα καλλιτέχνη αν δεν ήταν πτυχιούχος της Νομικής. Πράγμα που τον κρατάει στο γραφείο του στο κέντρο της πόλης τις περισσότερες μέρες της βδομάδας από τις 9 ως τις 5. Ή τουλάχιστον αυτό συνέβαινε μέχρι που αρρώστησα.
Αν ψάχνετε για έναν ονειροπόλο, ενθουσιώδη σύντροφο στο ταξίδι σας, ο Ιάσονας είναι ο άνθρωπός σας. Επίσης έχει δεσμούς συμπάθειας με τα μικροσκοπικά πράγματα: λιλιπούτεια κουταλάκια γνωσιγευσίας, βαζάκια- μινιατούρες, ένα τοσοδά γλυπτό με ένα ζευγάρι καθισμένο σε ένα παγκάκι που μου το χάρισε για να μου θυμίσει πώς άρχισε η οικογένειά μας.
Ιδού τι σόι άνθρωπος είναι ο Ιάσονας: στο πρώτο μου υπερηχογράφημα εγκυμοσύνης εμφανίστηκε με μια ανθοδέσμη. Είναι ο άνθρωπος που επειδή ξυπνάει πάντα νωρίς, κάθε Κυριακή πρωί θα μου έχει έτοιμη μια έκπληξη δίπλα στην καφετιέρα: μια αστεία φατσούλα καμωμένη με ένα κουτάλι, ένα κύπελλο, μια μπανάνα.
Είναι ο άνθρωπος που θα αναδυθεί απ’ το μίνι μάρκετ ή το βενζινάδικο και θα πει «άνοιξε το χέρι σου», και βουαλά, μια χρωματιστή τσιχλόφουσκα εμφανίζεται. (Ξέρει πως αγαπώ όλες τις γεύσεις εκτός από την άσπρη.)
Μου φαίνεται πως τώρα γνωρίζετε αρκετά γι’ αυτόν. Ας αλλάξουμε λοιπόν οθόνη.
Μια στιγμή. Είπα πως είναι απίστευτα όμορφος; Σίγουρα θα είναι αβάσταχτο να μην μπορώ να κοιτάω το πρόσωπό του.
Αν ακούγεται σαν πρίγκιπας και η σχέση μας σαν παραμύθι, η πραγματικότητα δεν απέχει και πολύ, εκτός από όλα τα συνήθη και κανονικά που συμβαίνουν όταν δυο άνθρωποι συγκατοικούν και συγκοιμούνται δυόμισι δεκαετίες. Και εκτός από τον καρκίνο μου. Ουφ.
Στο πιο πρόσφατο χρονικό μου που γράφτηκε ολόκληρο πριν διαγνωστώ με καρκίνο, καλούσα τους αναγνώστες μου να στείλουν προτάσεις για ασορτί τατουάζ, με την ιδέα να δεθούν ο συγγραφέας και ο αναγνώστης με το δεσμό του μελανιού.
Το εννοούσα αυτό εντελώς σοβαρά και ενθάρρυνα τους υποψήφιους να το πάρουν κι αυτοί στα σοβαρά. Πλημμύρισα με προτάσεις. Δυο τρεις βδομάδες μετά τη δημοσίευση τον Αύγουστο, έλαβα μήνυμα από μια εξηνταδυάχρονη βιβλιοθηκάριο από το Μιλγουόκι ονόματι Πολέτ.
Πρότεινε τη λέξη «περισσότερο». Βασίστηκε σε ένα δοκίμιο στο βιβλίο μου όπου αναφέρω ότι η πρώτη λέξη που είπα ήταν «περισσότερο» (αληθεύει). Και τώρα θα μπορούσε να είναι μια χαρά και η τελευταία μου (ο χρόνος θα το αποφασίσει).
Τον Σεπτέμβριο, η Πολέτ ταξίδεψε και με συνάντησε σ’ ένα σαλόνι τατουάζ στο Σικάγο. Έκανε το δικό της (που ήταν το πρώτο της) στον αριστερό καρπό. Έκανα το δικό μου στο εσωτερικό του αριστερού μου βραχίονα , με το γραφικό χαρακτήρα της κόρης μου. Ήταν το δεύτερο τατουάζ μου: το πρώτο είναι ένα μικρό, πεζό «J» που βρίσκεται στον αστράγαλό μου 25 χρόνια τώρα. Προφανώς μπορείτε να μαντέψετε τί σημαίνει. Και ο Ιάσονας έχει ένα, αλλά με περισσότερα γράμματα: «AKR».
Θέλω περισσότερο χρόνο με τον Ιάσονα. Θέλω περισσότερο χρόνο με τα παιδιά μου. Θέλω περισσότερο χρόνο για να ρουφάω μαρτίνι στο Γκριν Μιλ Τζαζ Κλαμπ κάθε Πέμπτη βράδυ. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Έχω πιθανότατα μόνο λίγες μέρες ακόμα μπροστά μου όπου θα είμαι ένας άνθρωπος σε αυτόν εδώ τον πλανήτη. Γιατί λοιπόν το κάνω;
Το τελειώνω τούτο εδώ ανήμερα του Βαλεντίνου, και το πιο ειλικρινές, που δεν απευθύνεται σε ανθοδοχείο, δώρο που μπορώ να ελπίζω να λάβω είναι να διαβαστεί από το κατάλληλο πρόσωπο που θα βρει τον Ιάσονα, και θα αρχίσει άλλη μια ιστορία αγάπης.
Θα αφήσω επίτηδες αυτόν τον κενό χώρο παρακάτω σαν ένα τρόπο να δώσω σε εσάς τους δυο την καινούργια αρχή που αξίζετε.
With all my love, Amy
u]XORIS
Ο Στέφανος Κουμανούδης, στο Λατινοελληνικόν Λεξικόν του, τονίζει το «δυσαπόδοτον» και το «Ρωμαϊκότατον» της λέξης Matrona ως εξής: «Matrona-ae, θ. (mater) ιθαγενής γαμετή, σεμνή είτε έντιμος γυνή, δέσποινα, οικοδέσποινα. Έστι δε η λέξις των Ελληνιστί δυσαποδότων, ώσπερ και ο auctor και το meritum και άλλαι συχναί των Ρωμαϊκών […]». Δίπλα στο δυσαπόδοτον της ματρόνας τάσσεται και ο Laudatio funebris, ο επικήδειος λόγος, το εγκώμιο, μπροστά στη σορό του οικογενειακού ή δημόσιου νεκρού, «Ρωμαίων αρχαίων εύρεμα» κατά τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, που « ο γιός, αν έχει την ηλικία, ή όποιος άλλος από το ίδιο γένος, λέγει για τον πεθαμένο για τις αρετές του και τα κατορθώματά του όσο ζούσε…», όπως τον περιγράφει ο Πολύβιος. Η δημοκρατική Αθήνα, όπως τονίζει ο σπουδαίος λατινιστής Μαρσέλ Nτιρί, εισάγοντας γλαφυρά τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα της ρωμαϊκής ιδιοτυπίας του Laudatio, περιφρόνησε το ιδιωτικό πένθος προς όφελος του συλλογικού, δημόσιου, ανώνυμου επιτάφιου λόγου για τους πεσόντες υπέρ πατρίδος. Στις 180 αράδες της επιγραφής που καθιερώθηκε να αναφέρεται σαν «Εγκώμιο της Τυρίας» (όσο και αν παραμένει άγνωστη η ταυτότητα του ζεύγους των συζύγων που εμπλέκονται σ’ αυτόν τον επικήδειο άγνωστης συζύγου από τον σύζυγο, συνθεμένον ανάμεσα στο 8 και το 2 π.Χ.), και που σώθηκαν είτε χαραγμένες σε μαρμαρένια θραύσματα άλλοτε εντοιχισμένα σε ρωμαϊκές βίλες, άλλοτε ανασκάπτοντας αρχαίους υπονόμους, θαμμένα σε κατακόμβες, σφραγίζοντας χριστιανικά φέρετρα, είτε ανακαλύφθηκαν αντιγραμμένες, ταυτίστηκαν και εκδόθηκαν αποδίδοντας ένα θαύμα, ένα ενιαίο σώμα κειμένου και νοήματος, από συνεπείς ερευνητές, αρχαιοδίφες, επιγραφολόγους, λατινιστές με πρώτον και ασύγκριτον τον Θεόδωρο Μόμσεν το 1863, χαρίζεται μόνο μια αράδα στο θεό ή μάλλον στους θεούς, η τελευταία και λακωνική: Te di mánés tui ut quietam patiantur atque ita tueantur optó –Εύχομαι οι χθόνιοι δαίμονές σου [οι dii manes, οι χθόνιοι δαίμονες είναι η ψυχή του νεκρού] να σε αναπαύσουν και να φυλάξουν τη γαλήνη σου. Καθολικά λαϊκός είναι και ο ψυχικός ιστός του δημόσιου αποχαιρετισμού της Έιμι Κράουζ Ρόζενταλ προς τον άντρα της. Και αν κάτι πρώτο έφερε αυτά τα δυο κείμενα να αντικριστούν γεφυρώνοντας 22 αιώνες είναι αυτή η ολοκληρωτική και οριστική κοσμικότητα που εμπνέει τα πρόσωπά τους. Εξάλλου η επίκληση των dii manes στο ρωμαϊκό κείμενο έρχεται περισσότερο σαν ξερή συγκαταβατική παραχώρηση σ’ ένα ισχυρό κοινωνικό στερεότυπο παρά σαν ομολογία θρησκευτικής πίστης.
Οι υποθέσεις τους είναι διαφορετικές αν και το ότι και στα δυο κείμενα πεθαίνει αντικανονικά πρώτη η συζύγος είναι ένα κομβικό σημείο ομοιότητας με ευπρόσδεκτη επίδραση στην κοινωνική ιστορία: να ένας ακόμα τρόπος να επιβεβαιωθεί το πλάτος και η ένταση αυτού που εξακολουθεί να παραμένει γυναικείος ψυχικός κραδασμός και προνόμιο μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου σε κοινωνικά σενάρια που δεν έχουν ακόμα λάβει μορφή. Στο σημείο αυτό η υπόθεση του Laudatio είναι εν συντομία η «ζωή μιας εξαιρετικής γυναίκας που δεν υπήρξε περίσταση που να μην επιδείξει ηρωισμό» όπως την συνοψίζει ο Ντιρί. Υπήρξε ασφαλώς ευγενής και όχι πτωχή, διαφορετικά δεν θα απαθανατίζονταν οι αρετές της στη laudatio και η σιωπή του θανάτου θα τύλιγε και το funus tacitum, το μουγγό και άδοξο νυχτερινό ξόδι της. Πέρασε τα νιάτα της μέσα σε μια από τις φριχτότερες περιόδους της ρωμαϊκής ιστορίας, ανάμεσα σε πολέμους, στάσεις, δολοφονίες. Διέσχισε θαρραλέα αυτά τα θλιβερά χρόνια δίνοντας πάντα το παρών όταν οι δικοί της χρειάστηκαν βοήθεια. Δολοφόνησαν τους γονείς της και κατάφερε με την επιμονή της να τιμωρηθούν με θάνατο οι δολοφόνοι τους. Πήγαν να σφετεριστούν την οικογενειακή της περιουσία και κατάφερε να αφοπλίσει τους σφετεριστές στα δικαστήρια. Θυσίασε όλα της τα κοσμήματα για να βοηθήσει τον μνηστήρα της που όντας με τους δημοκρατικούς αναγκάστηκε να γίνει φυγάδας μετά την μάχη στα Φάρσαλα. Επιτέθηκαν στο σπίτι της και άντεξε σε μια κανονική πολιορκία. Στις φριχτές προγραφές του 43 π.Χ. πρόγραψαν τον άντρα της και αυτή τον έκρυψε και τον έσωσε με κίνδυνο της ζωής της. Δεν δίστασε να ταπεινωθεί εκλιπαρώντας τον τυραννίσκο Λέπιδο να σεβαστεί την απόφαση του Οκταβιανού να του δώσει χάρη. Κακοποιήθηκε από τους σωματοφύλακες του Λέπιδου, αλλά κάνοντας τις πληγές της όπλα πέτυχε το σκοπό της. Ακολούθησαν 41 χρόνια ανέφελης κοινής ζωής όπου αφήνοντας τον αρχηγικό ρόλο που είχε αναγκαστικά αναλάβει στο παρελθόν επέστρεψε διακριτικά στα οικιακά καθήκοντα. Τότε ήρθε ο καιρός να αναλάβει την τελευταία της μεγάλη πρωτοβουλία. Το ζευγάρι δεν έκανε παιδιά. Μπροστά στο φάσμα της ατεκνίας που στερεί από τον άντρα της τη συνέχεια του γένους αυτοκατηγορείται και καθώς ο χρόνος περνάει, φοβούμενη τα γερατειά και το ανεπανόρθωτο, του προτείνει διαζύγιο. Θα δώσει τη θέση της σε μια νέα γυναίκα που θα του διαλέξει εκείνη και τα παιδιά που θα έρθουν θα είναι δικά της. Η περιουσία της θα μείνει στο σπίτι τους. Αυτή θα μείνει σαν αδερφή της αντικαταστάτριας και δεύτερη μητέρα των παιδιών κοντά τους, δίπλα του. «Πρέπει να παραδεχτώ» αντιδρά ο άντρας της «ότι στο σημείο αυτό ξέσπασα· πήγα να χάσω το μυαλό μου· ήμουν τόσο τρομοκρατημένος από την πρότασή σου, που δεν μπορούσα να συνέλθω. Η ιδέα ότι είχε περάσει έστω και η σκέψη από το νου σου πως θα ήταν δυνατόν να πάψεις να είσαι γυναίκα μου , τη στιγμή που κάποτε στάθηκες τόσο πιστά στο πλευρό μου, όταν ήμουν εξόριστος και σχεδόν νεκρός με αναστάτωνε. Πώς είναι δυνατόν να έχει τόση σημασία το να έχει κανείς παιδιά;»* * Δεν χρειάζεται να υποστηρίζουμε την αυτονόητη υπεροχή του ιστορικού παρόντος για να ανατριχιάσουμε με την συναισθηματική επικαιρότητα της αντίδρασης του συζύγου και τον υπερφυσικό αντίλαλο της ακαταπόνητης αγάπης της άγνωστης Ρωμαίας δέσποινας στην αποχαιρετιστήρια δημόσια διαθήκη της Έιμι Κράουζ Ρόζενταλ – «η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει».
*«της συζύγου». Η μόνη λέξη που διασώθηκε από τον τίτλο της ρωμαϊκής επιγραφής όπου είχε χαραχτεί το Laudatio Tyriae στο οποίο αναφέρεται το δεύτερο μέρος του κειμένου.
** Η μετάφραση του αποσπάσματος του Laudatio Tyriae αντιγράφεται από το βιβλίο του Τζ. Π. Β. Ντ. Μπάλσντον Ρωμαίες γυναίκες, η ιστορία και τα έθιμά τους, μτφρ. Νίκος Πετρόχειλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1982. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Μπάλσντον, αφού παραθέσει το απόσπασμα, συνεχίζει: «Ο Γουόρντ Φάουλερ, ο Άγγλος φιλόλογος με την πλατιά φαντασία, υπέθεσε ότι, αν ο άντρας της [Τυρίας] είχε πεθάνει πρώτος (και η μόνη του λύπη ήταν ότι δεν είχε), εκείνη θα είχε συνθέσει μια επιγραφή γι’ αυτόν το ίδιο βαθιά και άδολα στοργική, όπως ήταν και η δική του».