Η περιέργειά τους αρκέστηκε μόνο στο ποια είναι η σχέση μου με τον τόπο τους. Είναι απλοί άνθρωποι, ταπεινοί στην πλειονότητά τους, που κάνουν λογής λογής δουλειές. Ασχολούνται με τη θάλασσα, τα χωράφια, το τοπικό εμπόριο. Οταν εξήγησα πως ο τόπος τους ήταν «το θέρετρο» όπου με έφερναν οι γονείς μου μέχρι να τελειώσω το Γυμνάσιο, έμειναν ικανοποιημένοι.
Με την εμπιστοσύνη ενός φίλου από τα παλιά με καλοδέχτηκαν στο καφενείο του μικρού κόλπου. Κάποια πρόσωπα μου φαίνονταν γνώριμα και ίδια, όπως τα είχα γνωρίσει, όπως τα είχα αφήσει, ενώ εγώ ένιωθα «ανεπανόρθωτα» άλλη.
Με αυτή την περίεργη αίσθηση, σηκώθηκα για μια βόλτα, όταν μια οικεία φιγούρα που ερχόταν από μακριά τράβηξε την προσοχή μου. Εσπευσε προς το μέρος μου παραμερίζοντας τραπέζια και καρέκλες. Θυμήθηκα ποιος ήταν όταν πλησίασε. Φορούσε όπως και τότε αθλητική φόρμα.
Ομως τώρα, τόσα χρόνια μετά, ήταν ευγενικός και συγκρατημένος. Ο άντρας ήταν ο συνομήλικός μου γιος του σπιτονοικοκύρη μας, που από όσο θυμάμαι επρόκειτο για καπετάν φασαρία. Εβαζε σε μπελάδες τους γονείς του, που περίμεναν πώς και πώς τους μήνες του θέρους για να νοικιάσουν τα δωμάτιά τους.
«Με θυμάστε; Τι κάνετε;» μου λέει χαρούμενος. Πιάσαμε για λίγο την κουβέντα. Μου είπε ότι είχε γίνει γυμναστής. Με τη γυναίκα του μετέτρεψαν τα παλιά ενοικιαζόμενα δωμάτια σε μια οικογενειακή πανσιόν και μάλιστα πήγαιναν πολύ καλά!
«Χάρηκα που σας είδα, να επιστρέφετε όποτε θέλετε, καλοδεχούμενη…» μου λέει. Φεύγει με το ίδιο γρήγορο περπάτημα που αλώνιζε τότε τη γειτονιά και δεν άφηνε τους μεγάλους να κοιμηθούν τα μεσημέρια.
Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε πράγματι να επιστρέφουμε πιο συχνά στα «μέρη» της αθωότητας. Μόνο που δεν είναι καθόλου εύκολο. Δεν μπορεί να γίνει όποτε θέλουμε, όποτε το έχουμε πολλή ανάγκη.
Η έλλειψη αυτής της ξεχασμένης αίσθησης είναι που μοιάζει σαν τον χαμένο κρίκο από την αλληλουχία της ζωής μας. Ως ενήλικες τον αντικαθιστούμε συχνά με την κυνικότητα και τη σκληρή επίκριση προς τους άλλους.
Οι φωνές των αγοριών που έπαιζαν μπάλα στην παραλία με έβγαλαν από τη μοναχική στοχαστική διάθεση. Κάπου εκεί, ανάμεσά τους, βρισκόταν και πάλι ο γιος του σπιτονοικοκύρη να ανταλλάσσει πάσες. Κάπου εκεί, ανάμεσά τους βρισκόμουν κι εγώ, που, διστακτικά ως κορίτσι, διεκδικούσα μια θέση στο παιχνίδι τους. Ας «επιστρέφουμε» λοιπόν σ’ ό,τι μας έδωσε αληθινή χαρά, όσο πιο συχνά γίνεται…