thegreekcloud | 03.05.2017 | 13:12
Η πόλη έχει αρχίσει να ζεσταίνει πολύ και ήδη είναι μόνο Μάιος. Πρέπει να βγάλω τα χαλιά στην αυλή να τα καθαρίσω με το λάστιχο και το απορρυπαντικό Τάϊντ.
Ζέστη ήδη μέσα στο διαμέρισμα και ας είναι ισόγειο και από πάνω έχει άλλους τέσσερις ορόφους με ενοικιαστές φοιτητές. Σκέφτομαι όλα τα λαχταριστά μπουτάκια των κοριτσιών και τα ξεραμένα χείλη των αγοριών με σταγόνες χυμού πορτοκάλι.
Σκέφτομαι τον ιδρώτα του σώματός σου, μπόλικος, το βράδυ να εκχύνεται από τους πόρους σου μαζί με λίγο από τον έρωτά μας. Σιγά-σιγά δεν θα μείνει τίποτα. Πάνε σαράντα χρόνια. Μέσα στον ρομαντισμό σου, ήσουν πάντα ορθολογιστής. Για αυτό όταν μου έλεγες πως με αγαπούσες μου επισήμαινες «πιο πολύ από εΣένα». Και ανταγωνιστικά, πιο πολύ από εμένα.
Αυτές τις μέρες φτιάχνω συχνά μπιφτεκάκια. Πότε με κύμινο, πότε με κανέλα. Πότε με βασιλικό και λίγο ξερό ψωμί. Τα βάζω στο φούρνο και τα κοιτάω που φουσκώνουν και χύνουν λίγο λίπος γύρω τους προστατευτικά, σαν αγίου άλω. Βάζω τα χέρια μου πάνω στην ποδιά μου και τα παρακολουθώ δίχως να κάνω πολλές σκέψεις. Σκέφτομαι ξανά τη δοσολογία του αλατιού και του πιπεριού. Τώρα τελευταία τρέμουν τα χέρια μου και πότε που πέφτει πολύ το αλάτι, πότε το πιπέρι. Τα τρώω δυσάρεστα, αλλά ποτέ δεν πετάω το φαγητό. Το φαγητό μέσα στις σακούλες μπορεί να γίνει ένα αμαρτωλό τέρας. Καμία ευθύνη για τους πεινασμένους του κόσμου δεν έχω. Άλλωστε αυτά τα μπιφτέκια προορίζονταν για εμάς τους δύο και μόνο. Εγωιστικά, για σένα.
Θα ήθελα να ήμουν τραγουδίστρια. Από τις τέχνες είναι η πιο ξεκούραστη. Χρειάζεται μόνο λίγο νάζι και ένα καλό φόρεμα. Φυσικά παίζει ρόλο το βλέμμα. Καθηλωτικό βλέμμα. Τουλάχιστον εγώ αυτό έμαθα από την τηλεόραση τόσα χρόνια και ας χόρευαν οι τραγουδίστριες με γλουτούς που ταλαντεύονταν σαν πέστροφες σε λίμνη. Εμένα βέβαια με κέρδισε η κομμωτική. Όλη η γειτονιά ερχόταν σε εμένα για να τους κάνω περμανάντ. Μία-μία τούφα έπλαθα με το φάρμακο και την τύλιγα στο ρόλει. Καμία δεν καταλάβαινε το πλαστικό καρφάκι που έβαζα για να στερεωθεί η μπουκλίτσα. Και μετά τις έλουζα σαν να ήταν η Καίτη Γκρέι όλες τους, την κάθεμιά με ιδιαίτερη περιποίηση. Έπαιρνα την ψιλή τσατσάρα και χτένιζα με ανάποδη φόρα τη ρίζα. Έπειτα, μπόλικη λακ Λ’ορεάλ. Έβαζα μπόλικη! Δεν την λυπόμουν! Αφού μου έλεγε ο πράκτορας της εταιρείας «Βρε, Λίτσα πώς τις τελειώνεις έτσι τις λακ;». Όμως, εγώ δεν τις τσιγκουνευόμουν. Δευτέρα πρωί ερχόντουσαν μετά τη λαϊκή στο σχολείο της Βασίλισσας, Κυριακή πρωί το χτένισμα ήταν κοτσονάτο. Έπιανα τα χέρια μου με τα μαλλιά.
Και ήθελα τα δικά σου να κουρέψω! Να στα κάνω κοντά, ψιλά, να σου φρεσκάρω το σβέρκο. Ήθελα.
Αλλά πάνε σαράντα χρόνια που έχω να σε δώ.