thegreekcloud | 03.05.2017 | 13:36
Το βράδυ της Παρασκευής βρέθηκα στο Μοναστηράκι, γινόταν της κολάσεως, μιλάμε για δεκάδες, εκατοντάδες τηνέιτζερς, παιδιά σχολείου άντε και λίγο μεγαλύτερα, σαν να είχε ανοίξει μια πόρτα λεωφορείου και κατέβαζε διαρκώς πλήθη ανθρώπων, ποτάμια κόσμου – όλα τα χρώματα, όλος ο πλανήτης σ’ αυτή τη μικρή πλατεία. Στην αρχή της Ηφαίστου ήταν μαζεμένη η μαύρη κοινότητα, τύμπανα και ιδρώτας, διονυσιασμός και χάσιμο, χορευτική έκρηξη πάθους στο κατώφλι του καλοκαιριού.
Όταν βρίσκομαι στην πλατεία νιώθω πάντα μια μικρή υποχρέωση να φάω ένα ντονέρ με πίτα στον Μπαϊρακτάρη, τον φίλο του Καραμανλή – είναι η γεύση της παιδικής ηλικίας που έχασα και ξαναβρήκα, ερχόμασταν με τη μαμά για «γιατρούς» στην Αθήνα, τρώγαμε πάντα καθισμένοι σε τραπέζι· κάποια στιγμή εξαφανίστηκε το είδος, για χρόνια ρωτούσα δεξιά και αριστερά «μα κάπως αλλιώς δεν ήταν τα σουβλάκια παλιότερα;»· δεν είχαν ιδέα οι φίλοι στη Νέα Σμύρνη, μεγαλωμένοι με Λευτέρη, με πίτα αλάδωτη και καλαμάκι μόνο, δεν καταλάβαιναν για τι μιλάω.
Λίγη ώρα πριν, στον σταθμό, ήταν μια παρέα αγοριών, μίλαγαν πολύ δυνατά ώστε να μη χάνουμε λέξη, τι θες ρε μαλάκα μη σου γαμήσω , δώσε ρε μουνί το κινητό γιατί θα τα σπάσω, θα τα κάνω πουτάνα όλα μαλάκα … έτσι πήγαινε το πράγμα, με ένταση και θεατρικότητα στο φουλ, τόσο που λες εντάξει παιδιά, όλα καλά, peace. Αλλά η σκηνή μου θύμισε την τρομερή αγωνία του στυλ, τι σημαίνει να είσαι δεκαπέντε-δεκάξι και να πρέπει να δώσεις ένα στίγμα, να συγκροτήσεις διακριτό εαυτό, ότι είσαι αυτός, αυτή, κι ακούς εκείνα, ντύνεσαι έτσι, έτσι θέλεις να ζεις. Είναι η εποχή που ταυτίζεσαι με τις επιλογές σου, σαν να μη γεννήθηκες σε σπίτι ή να υπήρξαν γονείς που σε καθόρισαν, σαν να έχεις σχεδόν φυτρώσει στον κόσμο – είσαι εσύ και τα σκουλαρίκια σου μόνο, εσύ και τα τατού σου, εσύ και τα τσιγάρα σου, εσύ και οι Placebo σου. [Και ψάχνεις ομοίους να συνδεθείς, ξεχνώντας πως κάτω από τα επάλληλα στρώματα του στυλ κρύβεται ο τραυματισμένος (ή μη) εαυτός, εκείνος ο ψυχικός πυρήνας που θα καθορίσει ως έναν βαθμό την ευτυχία ή δυστυχία και των άλλων, των πολύ κοντινών ανθρώπων.]
Και στεκόμενος κάπως παράμερα, καταπίνοντας μπουκιές της παιδικής ηλικίας, παρακολουθώντας την ατελείωτη διαδοχή των προσώπων, μου συνέβη μια στιγμαία εξαφάνιση του εαυτού, μια φευγαλέα συναίρεση όλου αυτού του πλήθους σε ένα πρόσωπο, που κατά κάποιο τρόπο ήμουν εγώ· με τύλιξε μια ξαφνική μοναξιά, μαζί με ένα αγχωτικό ποιος είμαι, ποιος είμαι, ποιος είμαι. Συνήλθα όμως γρήγορα (το παθαίνω αρκετά συχνά, οπότε μου είναι γνώριμο) και αναρωτήθηκα αν έχω σχέσεις στη ζωή, αν συνδέομαι, αν λείπω σε κάποιους. Και τα θυμήθηκα όλα και κάτι θερμό ανέβηκε σαν κύμα (ευγνωμοσύνη λέγεται μάλλον) και σκέφτηκα, ένιωσα ότι είμαστε οι συνδέσεις μας, υπάρχουμε σχετιζόμενοι, και τι ωραίο και σπουδαίο είναι να διαλέγεις και να σε διαλέγουν, να καθρεφτίζεσαι σε πρόσωπα, να διασταυρώνεσαι με ανθρώπους που θα ταξιδέψεις μαζί τους στη ζωή ακόμα κι όταν οι μουσικές ταυτότητες θα έχουν υποχωρήσει (αν και με τη μουσική δεν υπάρχει οριστικός αποχωρισμός).
Πέφτουν πάνω μας οι άνθρωποι ή τους καλούμε;