03.05.2017, 15:33 | εφσυν
Γιώργος Μαργαρίτης*
Στην ιστορία του ελληνικού κράτους με τον όρο «νέες χώρες» περιγράφονταν οι περιοχές που προστέθηκαν στη μικρή ανεξάρτητη Ελλάδα, όπως τη δημιούργησαν, ανεξάρτητη, οι συνθήκες του 1830.
Ο όρος αναφέρεται κυρίως στις ζώνες όπου επεκτάθηκε η χώρα στη θυελλώδη δεκαετία 1912-1922 –την Κρήτη, την Ηπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη.
Προσκτήσεις που τελικά προσδιόρισαν τα όρια της Ελλάδας, των Ελλήνων και του Ελληνισμού όπως σχεδόν τα γνωρίζουμε σήμερα.
Εκτοτε μόνο τα Δωδεκάνησα προστέθηκαν, στα 1947, στη δεδομένη πλέον ελληνική επικράτεια.
Η τελευταία πήρε τότε και το τελικό της μέγεθος, τα 131.957 τετραγωνικά χιλιόμετρα, όπως πιστοποιούν οι μετρήσεις.
Τα πολύ πρόσφατα χρόνια όμως η έννοια της επικράτειας έχει σημαντικά αλλάξει.
Οι αλλαγές οφείλονται σε έναν συνδυασμό τεχνολογικών εξελίξεων, οικονομικών δυνατοτήτων και αναγκών ή και γεωπολιτικών συνθηκών.
Οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες μετέτρεψαν τους βυθούς των θαλασσών, στις υφαλοκρηπίδες ή και πέρα από αυτές, σε πεδία εκμεταλλεύσιμα ως προς τους φυσικούς πόρους που κρύβονται στα σπλάχνα τους, σε βαθμό περίπου αντίστοιχο με αυτό που ώς τώρα συνέβαινε στη στεριά.
Η εκμετάλλευση του υπεδάφους σε βυθούς που βρίσκονται εκατοντάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας δεν αποτελεί πλέον τεχνικό άβατο, ειδικά εάν πρόκειται για την αξιοποίηση ενεργειακών κοιτασμάτων –πετρελαίου ή φυσικού αερίου.
Είναι γνωστό ότι η δίψα των σύγχρονων οικονομιών για φυσικούς πόρους αυτής της κατηγορίας ολοένα και αυξάνει όπως και, συνακόλουθα, εντείνονται οι ανταγωνισμοί που αρθρώνονται γύρω από τους ίδιους πόρους.
Η Ελλάδα είναι ευνοημένο μέρος αυτών των εξελίξεων.
Η παλαιά περιγραφή «περικλείεται από θάλασσα» έχει πλέον μεταστραφεί στο αντίθετό της: ανοίγεται, επεκτείνεται στη θάλασσα.
Η έννοια του επεκτείνεται είναι κάτι περισσότερο από ουσιαστική.
Η χώρα έχει –μετά την Γ’ σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982– αποκτήσει κυριαρχικά, στην οικονομική τους διάσταση, δικαιώματα σε 506.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, σε μια έκταση δηλαδή υπερτριπλάσια της χερσαίας αντίστοιχης.
Εάν αθροίσουμε τη δεύτερη με την πρώτη, τότε το ελληνικό κράτος έχει πλέον δικαιώματα εκμετάλλευσης και νομής σε 640.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, έκταση ίση με εκείνη της Γαλλίας ομού μετά των «αποικιών» και σαφώς μεγαλύτερη της αντίστοιχης της Γερμανίας ή της Ισπανίας.
Η θαλάσσια επικράτεια της Ελλάδας εκτείνεται στο ένα πέμπτο της συνολικής έκτασης της Μεσογείου, γεγονός που επιπλέον της προσδίδει καίρια πολιτική και στρατηγική αξία.
Καμία Μεγάλη Ιδέα του παρελθόντος δεν επρόκειτο να οδηγήσει σε τέτοιου μεγέθους επικράτεια.
Ετούτες όμως οι «νέες χώρες» που η ιστορία του εικοστού πρώτου αιώνα πρόσθεσε στο ελληνικό κράτος έχουν μπροστά τους προβλήματα πολλαπλάσια ίσως εκείνων που αντιμετώπισε η απόπειρα υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας, εκατό χρόνια νωρίτερα.
Πρόκειται για βυθό, θάλασσα και αέρα των οποίων η πολιτική και οικονομική διεκδίκηση και αξιοποίηση παρουσιάζεται ολότελα δυσανάλογη με τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται σήμερα η κατά τα άλλα τυχερή και ευνοημένη ημών χώρα.
Η οικονομική αξιοποίηση των βυθών απαιτεί κεφάλαια και τεχνογνωσία.
Η παρούσα κατάσταση της χώρας δεν εξασφαλίζει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Ανοίγει λοιπόν τον δρόμο –και την όρεξη– σε πλήθος ενεργειακούς καπιταλιστικούς κολοσσούς οι οποίοι όχι μόνο θα καρπωθούν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών –σε βάρος των αναγκών της χώρας και του λαού της– αλλά επιπλέον, με τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, θα αποσταθεροποιήσουν την όποια «εθνική» κυριαρχία επί των ζωνών αυτών.
Αυτό που θα απομείνει για τη χώρα και τους κατοίκους της είναι μια συνεχής αστάθεια και οι συνακόλουθες απειλές.
Οι απειλές –ορατές στους εξωτερικούς παρατηρητές ακόμα και σήμερα– συνοδεύουν επίσης τη διαδικασία πολιτικής διασφάλισης αυτών των σύγχρονων «νέων χωρών».
Πρόκειται για μια τεράστια έκταση και η διασφάλισή της απαιτεί μέσα και κόστος.
Η προάσπιση βυθού, θάλασσας και αέρα προϋποθέτει πολύ ακριβές επενδύσεις στον τομέα της άμυνας –ναυτικούς και αεροπορικούς στόλους.
Η εξασφάλιση των μέσων αυτών μέσα στα απίστευτα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα στα οποία έχουν παγιδεύσει τη χώρα και τον λαό της οι πολιτικές επιλογές του ελληνικού καπιταλισμού φαίνεται μάλλον απίθανη προοπτική.
Ως φτωχό υποκατάστατο της αδυναμίας αυτής επιλέγονται πολιτικές πρόσδεσης σε ισχυρούς και υποτιθέμενους ισχυρούς με την προσδοκία ότι ίσως το έλεός τους ευνοήσει τη χώρα μας.
Η προ ημερών δημοσιοποιημένη και μη διαψευσμένη είδηση ότι η Ελλάδα, σε αντάλλαγμα των συνεχών παραχωρήσεων κυριαρχίας στη βάση της Σούδας, κέρδισε (!) το «δικαίωμα» (!) της συμμετοχής μιας φρεγάτας στη συνοδεία ενός αμερικανικού αεροπλανοφόρου, δείχνει την ποιότητα και το εύρος του ραγιαδισμού που γεννά ετούτη η πολιτική.
Παραμένει πάντως αμείωτη η σχιζοφρένεια του ελληνικού καπιταλισμού στην εθνικιστική του έκφραση.
Ο διαρκής θρήνος για «χαμένες πατρίδες» που δεν έγιναν ποτέ «νέες χώρες» έχει σταθερό παρονομαστή τη δραματική απεμπόληση των δικαιωμάτων πάνω στις «νέες χώρες» τού σήμερα που η γεωγραφία και η συγκυρία εξασφάλισαν για την πατρίδα μας.
*καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: