07.05.2017, 06:59 | εφσυν
Το προσπαθώ. Καταβάλλω μάλιστα φιλότιμες προσπάθειες. Σαν «μάντρα» το λέω κάθε πρωί σχεδόν, μαζί με τη λίστα για τα ψώνια της βδομάδας. Μην ξεχάσω: «τυρί, ρύζι, γάλα, Καμπά» και «να μην ξαναγράψω για θέματα που με ταράζουν».
Δεν με αφήνουν, όμως, ν’ αγιάσω, δεν με αφήνουν. Ερχονται σαν το διαολάκι και με τσιγκλάνε. Τσίγκλισμα το τσίγκλισμα, δεν θέλει και πολύ να γίνει το μέλι αγουρίδα. Η αλήθεια είναι πως αυτοί δεν φταίνε. Το ρημάδι το κεφάλι μου φταίει που αντί να γίνει σαν και δαύτους και να την περνάω ζωή και κότα, με τυρί, ρύζι, γάλα, Καμπά, έρχομαι και αντιδρώ σαν τον έφηβο που του παίρνουν το κινητό.
Ταυτοχρόνως, ανοίγει όμως και άλλος ένας ασκός του Αιόλου. Διότι, σύμφωνα με την ανατολική φιλοσοφία, είναι λάθος, σου λέει, να αντιδράς, χωρίς να δρας. Εάν απλώς αντιδράς, σου λέει, θα αντιμετωπίσεις κάθε πρόκληση με χάος, βιασύνη, θυμό, θα κατηγορείς τους άλλους, θα γίνεσαι θύμα.
Και αυτό, με μαθηματική ακρίβεια, δημιουργεί πάντα μια χαοτική κατάσταση. Αυτό ακριβώς παθαίνω, όταν διαβάζω τα όσα διαβάζω. Ερχομαι και χαόνομαι, αναμαλλιασμένη από τον Αίολο, ντίρλα από το Καμπά, ταραγμένη από τα όσα διαβάζω.
«Καλώς ή κακώς, για τη δυναμική απαλλαγή από την “κατοχική” κυβέρνηση, μία και μόνο είναι η βασική επιλογή: πρώτη φορά όλο και πιο δεξιά!». Πες μου τώρα εσύ, όταν το διαβάζεις αυτό, ποια τρίχα σου μένει χωρίς να έχει γίνει κάγκελο, πόσο ποσοστό αίματος έχει μείνει εκτός κεφαλιού, πόσα λαμπάκια σου έχουν μείνει σβηστά; Προσωπικά, κανένα.
Κορώνω, θυμώνω, ξεμουρλαίνομαι και μετά, κάθομαι -ως γνήσια Ελληνίδα που τρέφει, τρομάρα της, μία κάποια εκτίμηση στην παράδοση της χώρας- και το φιλοσοφώ. Τι θέλει να πει ο «ποιητής» της κυριακάτικης αυτής εφημερίδας, της οποίας είναι και ιδιοκτήτης, που κάνει και «σατιρική» εκπομπή σε κανάλι εθνικής εμβέλειας χωρίς άδεια και τον βλέπουν οι κυράδες και γελάνε;
Και ποιος θα την πληρώσει, ρε κύριε, την κυρία; Εσύ. Κι εγώ. Διότι, ο εν λόγω «ποιητής» δεν αφήνει τίποτα στη φαντασία. Είναι απολύτως σαφής στο άρθρο του: «σύγκρουση ζωής ή θανάτου των Ελλήνων με το Καθεστώς (σ.σ. την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), σε συνθήκες Εμφυλίου!» και «εμπρός για την όλο και πιο άκρα δεξιά!». «Οτιδήποτε διώχνει το ΣΥΡΙΖΑ, προς εκεί να πάτε». Ετσι γράφει. «Ολο και πιο δεξιά, αρκεί να επιστρέψει η κανονικότητα».
Και κει που νομίζεις πως δεν έχει χειρότερο, ακριβώς δίπλα στη σελίδα, έτερος Καππαδόκης της ίδιας εφημερίδας, αναφέρει: «έλεος πια με το φετίχ της Κυριακής! Τουλάχιστον οι πολυεθνικές πληρώνουν και κάποιες υπερωρίες, όχι σαν τους μικρούς μαγαζάτορες».
Πες μου τώρα εσύ, πώς, μετά από όλα αυτά, μπορώ να παραμείνω εγώ «κυρία»; Ο ένας να καλεί σε νέο εμφύλιο και να διαλαλεί πως η Ακρα Δεξιά είναι «η κανονικότητα» έναντι της «βαρβαρότητας» που εκπροσωπεί η κυβέρνηση και ο άλλος να μας μιλάει υπέρ των πολυεθνικών, που «πληρώνουν», λέει, τους εργαζόμενους, οι οποίοι προφανώς δεν δικαιούνται να κάθονται χωρίς να δουλεύουν, ούτε μία μέρα την εβδομάδα!
Το να δρας (και όχι μόνο να αντιδράς) σημαίνει ότι κατανοείς πως σε κάθε περίπτωση έχεις επιλογές και ότι αυτές οι επιλογές έχουν να κάνουν με το πώς επιλέγεις να δεις τα πράγματα. Το να δρας σημαίνει να παίρνεις την πρωτοβουλία ή να έχεις την ικανότητα να ανταποκρίνεσαι όχι μόνο στην πραγματικότητα, αλλά και στο όραμά σου γι’ αυτήν. Διότι, καλά, «αυτοί» μπορούν να γράφουν ό,τι θέλουν.
Εμείς, όμως, γιατί παίρνουμε τα παιδάκια μας και αντί για το πάρκο, τα στοιβάζουμε τις Κυριακές στα εν λόγω πολυκαταστήματα των εν λόγω πολυεθνικών, με την εν λόγω εφημερίδα παραμάσχαλα και τα κουπόνια της στην τσέπη;… Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει.
Εσύ, Κηλαηδόνη μου (που ούτε ήθελες να τους ξέρεις τους εν λόγω), σωστά τα είπες: έντεκα κι επτά, δεκαοκτώ. Κι όμως, κατά βάθος, κάπου υπάρχει λάθος. Κάπου την έχουμε πατήσει κι οι δυο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
«Ποτέ την Κυριακή» λένε οι έμποροι του Πειραιά