thegreekcloud | 16.05.2017 | 07:00
Η οφτή πατάτα είχε μόνο λαδάκι και πιπεράκι. Δεν χρειαζότανε και τίποτε άλλο, ήταν πολύ νόστιμη. Έτρωγε με προσοχή και μεθοδικότητα αλλά γρήγορα γιατί ήθελε να είναι ακόμα παγωμένη η ρακή όταν θα κατέβαζε την πρώτη μεγάλη γουλιά όμως χωρίς να τη ρίξει σε ένα στομάχι με μόνο καφέδες, μπύρα και πατατάκια. Κι ενώ παίδευε την πατάτα, ήρθαν τα μαραθοπιτάκια. Πήγε να βάλει ένα στο στόμα του και τον κατέκαψε, μόλις είχανε βγει από το τηγάνι. Στο μεταξύ, όλα αυτά ήτανε πάρα πολύ χρήσιμη άσκηση γιατί είχε κατακαυλώσει πάλι και αυτό του δημιουργούσε τα αναμενόμενα προβλήματα. Εντωμεταξύ άρχισε να ιδρώνει σοβαρά και αυτό τον αποσυντόνισε ακόμα περισσότερο. Ναι, τελικά έπρεπε να είχε βάλει φανέλα να τραβάει τον ιδρώτα. Ήπιε μια γουλιά ρακή, εντάξει ήμερη είναι, καφενείου, όπως είχε ακούσει τον Γιώργο στην Τύλισο να λέει τις γλυκόπιοτες ρακές.
Η κόρη του Κρητικού έφερε το απάκι και το σαγανάκι. Προτού ορμήσει, πλέον ήτανε ξελιγωμένος, αποφάσισε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να απαλλαγεί από την μπύρα στην κύστη του και να πλύνει καλά τα χέρια του. Έριξε μια ματιά όπως και κάθε άλλη φορά στον Καζαντζάκη, στον Ξυλούρη, στην ξύλινη Κρήτη που κρεμότανε στον τοίχο, στην σχεδόν ξεχειλωμένη πέτσα που κάλυπτε τον ξύλινο χάρτη κι έμοιαζε πια με δίχτυ και μπήκε στο γνωστό κλειστοφοβικό βεσέ. Με περισσή αυτοπειθαρχία απλώς κατούρησε, έπλυνε καλά τα χέρια του (είχανε βάλει υγρό κρεμοσάπουνο πια) και επέστρεψε στο φαΐ του, αγνοώντας όσο μπορούσε όλα όσα φλάσαραν μέσα στο κεφάλι του σαν σκηνές παγωμένες όταν σε βρίσκει το στρόουμπ στο κλαμπ, μόνο που δεν επρόκειτο για χορευτικά στιγμιότυπα παρά για σκηνές από ξεσκισματικές λαγνουργίες. Φρόνιμος όμως επέστρεψε στο τραπέζι του. Είχε έρθει μια παρέα που έμοιαζε σαν πασόκοι πανεπιστημιακοί, ευτυχώς έκατσαν έξω, μέσα στη στοά φάτσα στο σεξ σοπ (έκλεισε μάλλον κι αυτό· τελείως όμως).
Τι ωραία φάση οι στοές. Είναι δωμάτια σκιερά όμως δημόσιες κι ανοιχτές, διαπερνούν τα κτίρια όπως οι σήραγγες τα βουνά. Είναι πεζόδρομοι αλλά είναι σκεπασμένοι. Δεν είσαι ούτε πάνω σε πεζοδρόμια και πλατείες, ούτε κάπου μέσα, σαλονάτα. Πόσο Αθήνα! Πόσο «και θέλω ν’ αράξω εκτός» και «δεν θέλω να με μπανίζουν οι περαστικοί και να με βαράει αντηλιά». Μαζί. Αθηναϊκές στοές ρε φίλε, μεταξύ γκαλλέριας ιταλικής και κλειστών αγορών στην Ανατολή, αλλά όμως οι στοές διαπερνούν κανονικά κτίρια, είναι μέσα στα κτίρια μέσα στην πόλη, δεν είναι κτίσματα χωριστά. Που θα πάει, θα τις αγαπήσουνε τις στοές οι μαλάκες που δεν αγαπάνε την Αθήνα. Ασχέτως αν αγάπη για πόλεις δεν μπορεί να υπάρχει, ασχέτως αν ό,τι λέμε «αγάπη» για κάτι που δεν είναι άνθρωπος αποτελεί απλό γουσταρλίκι. Στοές και αίθρια, ρε: εκεί όπου το δημόσιο γίνεται σαν ιδιωτικό, εκεί όπου η πόλη υποτάσσει την ύπαιθρο. Ζήτω!
Αυτό το «ζήτω» μάλλον το ειπε φωναχτά. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε, όχι μόνο γιατί η ρακή είχε τελειώσει (όπως και το απάκι και το σαγανάκι) και κούναγε το χέρι προς τη μεριά του πάγκου για να παραγγείλει κι άλλη, παρά και γιατί ένας πασόκος πανεπιστημιακός τον κοίταζε χαμογελώντας σαν Σημίτης: λίγο υπεροπτικά και αρκετά αμήχανα, απασχολημένος με τη σύζευξη ορθής σκέψης και επιτυχούς δικτύωσης, έτοιμος μάλλον να πιει την μπλε πορτοκαλάδα του. Ο ίδιος βέβαια, αν και κάπως μαζεύτηκε, έχασε τον ειρμό της αρχιτεκτονικής του ερωτοπραξίας και πάλι ο νους τους γύρναγε στην κανονική ερωτοπραξία (στιγμιότυπο ιδρωμένο και με αγκομαχητά, νύχτα με ανοιχτή μπαλκονόπορτα προς ακάλυπτο· χρόνια πριν; βδομάδες πριν; ποιος ξέρει). Λίγο αυτή η αγάπη που μπαίνει παντού, ακόμα και στο πώς νιώθεις για αίθρια και στοές, αυτή η πελώρια ακυρολεξία στην καρδιά του πολιτισμού μας, αυτή η λέξη που ονοματίζει την ίδια την αγάπη αλλά και χίλιες δυο άλλες μαλακίες επίσης, κάποιες ωραίες κάποιες λιγότερο ωραίες, αλλά πάντως μαλακίες. Ό, τι και να πεις πάντως, μια μέρα που πάει στον βρόντο με μοναξιά, μπύρα και ρακή αρκεί να σε κάνει φιλόσοφο ήδη από το μεσημέρι. Αν βεβαίως το να μιλάς για αγάπη έτσι στο φλου και στο αφηρημένο σε κάνει φιλόσοφο κι όχι απλώς ένα παιδί μπερδεμένο.
Παρήγγειλε κι άλλη ρακή και επειδή ντράπηκε πήρε και μια πίτα σφακιανή, που του αρέσει. Μόλις έφυγε ο Κρητικός, έπιασε να αδειάσει τα πιάτα από την πατάτα και τα μαραθοπιτάκια. Δεν ήτανε δύσκολο, σχεδόν τον είχε πιάσει βουλιμία.
Αυτό με το μπερδεμένο παιδί του θύμισε την εφηβεία του. Εντάξει, όντως κάποιοι και κάποιες έχουν ευκολία στο θέμα, ίσως και η Μέλισσα (ζήλεια ανέβηκε και τον έπνιξε σαν κακό χάλασμα, σαν όξινο ρέψιμο από τάχα σπιτικό τσίπουρο· ή και ρακή): για κάποιους το σεξ είναι απλό κι εύκολο, τους συμβαίνει. Χωρίς ντροπές και ψαξίματα πολλά. Φάση εύκολη και χωρίς επιπλοκές (αν δεν έσκαγε καμμιά εγκυμοσύνη, όπως με τον ξάδερφό του τον καραμαλάκα). Τόσοι και τόσοι τρόποι: μπουρδελότσαρκες, μετά μαγαζιά για φραπέ-κλαρίνο, αρπαχτές σε κλαμπ και σε ελληνάδικα, πρόθυμα κορίτσια κοντά στη μονάδα που ήθελαν κάτι άλλο από τον αρραβωνιαστικό, ή καινούργιο αρραβωνιαστικό. Κι αυτός που δεν ήξερε να κάνει παιχνίδι και δεν ξέρει. Και θυμάται πότε το κατάλαβε, στα 17 του σε κανονική ντίσκο, τότε που οι ντίσκο ήτανε κανονικές και όχι οι ναοί του ρετρό (πήγε με τον Πάνο στην Μπουμ Μπουμ τις προάλλες κι έφριξε: μαυσωλείο της νιότης μας). Χόρευε στην ντίσκο, κοίταγε το κορίτσι. Το κορίτσι τον κοίταγε. Ήταν ωραίο κορίτσι κι είχε ωραία μάτια: ολοκάθαρά και σαφώς πολύ καυλωμένα. Όμως το δικό του το σύστημα είχε κόφτη. Πάνω που το βλέμμα του και το μαγνητικό βλέμμα της άγνωστης έμεναν σε σύζευξη για παραπάνω από, ξέρω γω, ένα με ενάμισυ δευτερόλεπτο, έμπαινε σε λειτουργία ο κόφτης κι έδιωχνε το δικό του βλέμμα προς τα πάνω, προς το παρδαλό καρουσέλ των αντανακλάσεων που εκπορεύονταν από την ντισκομπάλα, ή – χειρότερα – προς τυχαία πρόσωπα μέσα στους χορευτές. Το κορίτσι βαρέθηκε και χάθηκε ενώ ο ίδιος μετά από κάποια ενατένιση των φώτων ενώ έπαιζε το Ριλάξ (που μίλαγε για κάτι ταμπού που κανείς δεν καταλάβαινε από τη δώθε μεριά της Μάγχης) έψαχνε μάταια να τη βρει στο πλήθος.
Αχ ωραία, ήρθε η ρακή.