αυγή | 09 Ιουνίου 2017 19:00
«Το στενάχωρο είναι ότι η Μύκονος μοιάζει σαν παραμορφωτικός καθρέφτης, που πια δεν αναγνωρίζεις την χώρα σου»
Ιούνης και καταμεσής της χειρότερης οικονομικής κρίσης, η Μύκονος θερίζει το τουριστικό της καλοκαίρι. Το νησί αυτό είναι η ναυαρχίδα της τουριστικής μας βιομηχανίας. Κάτι σαν Ντίσνεϊλαντ για τους επώνυμους. Ο τόπος όπου όλα επιτρέπονται. Μόνο της προσόν οι πάμπολλες αμμουδερές της αγκαλιές. Στις πιο πολυσύχναστες οι ξαπλώστρες φθάνουν μέχρι το κύμα και η ελεύθερη πρόσβαση είναι αδύνατη. Παντού διαφημίζονται νυκτερινά πάρτι στα παραλιακά κέντρα, τους «Παραδείσους», που ξαναβάφτισαν διεθνοποιώντας τις ακτές.
Κατά τ’ άλλα, τίποτε. Σαν να βρίσκεσαι σε σκηνικό. Πουθενά δεν βλέπεις τη συνέχεια του τόπου, και η σημερινή φροντίδα του δήμου ανύπαρκτη. Η άγρια εμπορευματοποίηση έχει ισοπεδώσει κάθε παράδοση. Είναι παράδοξο πώς καταφέρνουν σ’ έναν τόπο όπου πέφτουν τόσα χρήματα να έχουν π.χ. ανύπαρκτο και τόσο κακοσυντηρημένο οδικό δίκτυο. Τα δημόσια κτήρια ακόμη και στο παλιό λιμάνι, που είναι η βιτρίνα για τις ορδές που ξεβράζουν τα κρουαζιερόπλοια, παραμελημένα, και οι κάδοι (ούτε λόγος για ανακύκλωση, όπως ήδη υπάρχει στην Τήνο) γεμάτοι σκουπίδια. Το οδικό δίκτυο χωρίς σήμανση, στενοί δρόμοι με υπερβολικά πολλά και επικίνδυνα οχήματα, πουθενά ούτε ακόμη και δίπλα στα ωραία καινούργια σχολικά συγκροτήματα δεν υπάρχουν πεζοδρόμια. Αναρωτιέται κανείς αν οι ξένοι είναι μόνιμα τόσο μεθυσμένοι που δεν βλέπουν τις πανταχού παρούσες κακοτεχνίες ή αν σκόπιμα αφήνουν τους δρόμους με λακκούβες για ν’ αποθαρρύνουν την πρόσβαση στις ιδιωτικές βίλες με τους θεόρατους μαντρότοιχους.
Παντού τουριστικά καταλύματα σε ένα στάνταρ στυλ κι εκκλησάκια προκάτ, πρόφαση για να χτιστούν επαύλεις. Πουθενά δεν βλέπεις τον Μυκονιάτη. Παντού συναντάς τον επαγγελματία του τουρισμού και μάλιστα όχι στην καλύτερη εκδοχή του. Στα διαφημιζόμενα τουριστικά καταλύματα (ευτυχώς καθαρά χάρη στις αλλοδαπές καθαρίστριες) συναντάς κραυγαλέες οικοδομικές παραβάσεις και μια λογική εύκολου κέρδους. Η φοροδιαφυγή απροκάλυπτη αφού ούτε στα βενζινάδικα δεν δίνουν αποδείξεις, πόσο μάλλον στα καταλύματα ή τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα, αν και πληρώνονται με πιστωτική κάρτα! Διαβάθμιση παρεχομένων υπηρεσιών ανάλογα με τα αστέρια των ξενοδοχείων, πλαζ γκετοποιημένες για κάθε γούστο και τα ποτά φθηνότερα από τα τρόφιμα.
Αν και στην αρχή της τουριστικής σεζόν, οι δρόμοι ασφυκτικά γεμάτοι τροχοφόρα και στα στενά των μόλις 2 χωριών της (Χώρα και Ανωμερά) συνωθούνται όλες οι φυλές του Ισραήλ. Κανένα χωριό δεν έχει δική του ύπαρξη. Στην ύπαιθρο δεν βρίσκεις παλιά αγροτόσπιτα. Λες και το μόνο προϊόν που φυτρώνει στα ξεροβούνια είναι οι βίλες. Όλα υπάρχουν για τον τουρισμό. Ακόμη και τα δύο φράγματα λες και δημιουργήθηκαν για να ξεδιψούν οι ξένοι. Ο Έλληνας νιώθει παρείσακτος, σαν ανεπιθύμητος.
Μετά στη Δήλο. Όπου και εδώ καταργήθηκαν οι παροχές που το ελληνικό κράτος παρείχε σε ειδικές κατηγορίες Ελλήνων πολιτών, όπως οι πολύτεκνοι. Μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO η Δήλος, και η μόνη έκπτωση στην είσοδο από 5 σε 3 ευρώ για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες άνω των 65, ακόμη και για όσους έρχονται με πολυτελείς θαλαμηγούς! Δεν έχουμε πια εθνική πολιτική. Ανήκουμε στην Ευρώπη… Οι Έλληνες δεν χρειάζεται ν’ ανακατεύονται με το παρελθόν, δεν είναι χρήσιμο να μαθαίνουν από την Ιστορία τους. Ίσως αποδειχθεί και επικίνδυνο για τους κρατούντες… Όταν στερείσαι το ψωμί, τι τον χρειάζεσαι τον πολιτισμό;
Και όμως, η Δήλος έχει ακόμη τόσα να μας διδάξει! Για την ψευδαίσθηση και το τίμημα του αισθήματος ασφάλειας, για τη διαφθορά του πλούτου, για το πώς μια δημοκρατική δύναμη γίνεται τύραννος μόλις δεν βρει αντίσταση, για το πώς οι Ερινύες πάντα επιστρέφουν και στην πρώτη συμφορά η φρίκη στρέφει σε χειρότερους εφιάλτες, για την ανάγκη της συνύπαρξης, για το πρώτο πείραμα εδραίωσης μιας εύθραυστης πανανθρώπινης Ουτοπίας βασισμένης στην ευημερία. Για το πώς ακόμη και οι ιεροί τόποι ερημώνονται, για το πώς τα έργα τέχνης γίνονται υλικό στ’ ασβεστοκάμινα της φτώχειας και της άγνοιας.
Η Δήλος, ο ομφαλός της Ελλάδας, προκαλεί σε ενδοσκόπηση αυτογνωσίας, τόσο πολύτιμη στους δίσεκτους καιρούς που ζούμε. Με δυνατό αέρα σκαρφαλώσαμε στην κορυφή του λόφου Κύθνος κι απιθώσαμε και μεις στο ιερό του Δία και της Αθηνάς, μια πέτρα πάνω απ’ τις άλλες, μνημείο της δικής μας εύθραυστης ικανότητας για κατακτήσεις κορυφών…
Κανένα ταξίδι δεν μένει αδικαίωτο. Δεν μπορεί να είσαι Έλληνας και να μη δοκιμάσεις ό,τι οι ξένοι αναγνωρίζουν σαν Ελλάδα, μέσα από την παντοκρατορία του λάιφ στάιλ. Το στενάχωρο είναι ότι η Μύκονος μοιάζει σαν παραμορφωτικός καθρέφτης, που πια δεν αναγνωρίζεις την χώρα σου. Και με τρομάζει, τώρα που διαφημίζουν τον τουρισμό σαν τη μόνη διέξοδο από την οικονομική κρίση, μήπως αυτό το μικρόβιο εξαπλωθεί, μήπως για να κερδίσουμε πρόσκαιρα διαστρεβλώσουμε τον εθνικό μας πλούτο για όσα οι ξένοι επιθυμούν να βρούνε στην Ελλάδα. Γιατί αν πουλήσουμε κάθε μας γοητευτική παραλία, χάσουμε την ψυχή του τόπου, ποια ιστορία θα παραδώσουμε στους απογόνους μας, τότε που κρίση θα περάσει;