thegreekcloud | 19.06.2017 | 14:36
Στη γειτονιά έχει πολλά διώροφα κτίσματα μισογκρεμισμένα που ζουν παππούδες και γιαγιάδες που ίσα τα φέρνουν βόλτα. Τα χαλάσματα της ζωής τους στα μπαλωμένα παράθυρα και τις ετοιμόρροπες στέγες. Τσακισμένα κεραμίδια και μισοφαγωμένοι τοίχοι, μερικές γλάστρες με καμένα κλωνάρια, καρέκλες ταβέρνας με χτυπημένα ποδάρια στις εισόδους: αυτό είναι το καλωσόρισμα.
Τα απογεύματα του καλοκαιριού, όπως το χθεσινό που πέρασε και όπως το σημερινό που θα έρθει, αυτό το μελί που μοιάζει ξεδιάντροπα με το ευαίσθητο το λυκαυγές καταδιώκει το σκοτάδι που υπάρχει στις τσέπες των ανθρώπων. Τρυπώνει στα φαράγγια ευτυχίας των λαιμών τους, τσιτώνει τα ξεραμένα δέρματα, αφρατεύει τις καρδιές των παιδιών.
Εκεί κοντά στο σούρουπο που τα εναπομείναντα δειλινά κάνουν κομπλιμέντα στις ανάσες με τις μυρωδιές τους, τα παιδιά τσιρίζουν και βρίζονται και ιδροκοπούν στη γειτονιά. Όπου υπάρχει φτώχεια, ζήλεια, τηλεόραση κωφή, θα βρεις ανθρώπους που ακόμη κουτσομπολεύουν, θυμούνται και κοκορεύονται για τις αναμνήσεις τους. Η νοσταλγία είναι η συνήθεια που συνδέει το παρόν με το παρελθόν και το ακονίζει ώστε να το στρογγυλέψει στις γωνίες και να φαγωθεί ως επιδόρπιο, να χωνευτεί, να φτιάξει νέα παραλλαγή του σκονισμένου, να γίνει μάθημα το πάθημα.
Εκεί που οι άνθρωποι ακόμη φωνάζουν τους άγνωστους, τους γείτονες και τους μανάβηδες «αδερφούς», εκεί…