21.06.2017, 23:49 | εφσυν
Κυριακή Μπεϊόγλου
Γλιστράει μαζί μου αθόρυβα έξω, στην καλοκαιρινή νύχτα. Τον βλέπω στα πλακάκια του πεζοδρομίου. «Γεια σου, δικέ μου…», ψιθυρίζω.
Μ’ ακολουθεί, σιωπηλός όπως όλοι οι ίσκιοι. Πότε γίνεται μικρός στο μέγεθος ενός παιδιού και πότε γίγαντας και με ξεπερνάει. «Πώς τα πήγαμε σήμερα; Κερδίσαμε; Χάσαμε;».
Το ημίφως από τους φανοστάτες τον φέρνει δίπλα μου. Περπατάμε πλάι-πλάι αργά και συντροφικά.
Μια κυρία με ψηλά τακούνια τον πατά άσπλαχνα και ένας νεαρός με γρήγορο βήμα τον στραπατσάρει.
Με προσπερνούν. Τους ακολουθούν οι δικοί τους ίσκιοι βιαστικοί και ανυπόμονοι.
Ο δικός μου τους αγγίζει για λίγο, απλώνεται, ελίσσεται και τελικά επιστρέφει. Είμαστε και πάλι οι δυο μας στον δρόμο.
Ο Σαρτρ στο «Είναι και το Μηδέν», λέει ότι είμαστε περισσότερο ελεύθεροι από όσο αφήνουμε τους εαυτούς μας να φαντάζονται μέσα στην πιεστική ρουτίνα δεσμεύσεων και υποχρεώσεων που μας απασχολούν κάθε μέρα.
Αργά το βράδυ, σε μια βόλτα με μόνη παρέα τον ίσκιο μας, δίνουμε την άδεια στον εαυτό μας να ονειροπολήσει προς λιγότερο συμβατικές κατευθύνσεις.
Εκείνες οι στιγμές είναι ταυτόχρονα ανησυχητικές και απελευθερωτικές.
Στιγμές, που μπορεί να πάρουμε μεγάλες αποφάσεις, να μετοικήσουμε σε μια νέα χώρα, να επανεφεύρουμε τους εαυτούς μας, αλλά συνήθως σκεφτόμαστε λόγους για να μην το κάνουμε.
Μα εγώ βγήκα μόνο για μια βόλτα. Δίχως πολλή σκέψη έπιασα κουβέντα μαζί του. Και να που βρέθηκα να κάνω απολογισμούς και να υπολογίζω το μπόι του.
Εκείνη η φράση, που από πολύ παλιά θυμάμαι, αναβοσβήνει στο μυαλό μου: κάθε άνθρωπος κρίνεται από τον ίσκιο του.
Ετσι είναι, σκέφτομαι, και κοιτάζω ερευνητικά τον δικό μου. Δεν μπορώ να τον αξιολογήσω. Αυτό είναι κάτι που μπορούν να το κάνουν μόνο οι άλλοι.
Οπως κι αν είναι όμως, βαρύς και ψηλός σαν πλάτανος ή ανάλαφρος σαν στάχυ, κάθε ίσκιος είναι ξεχωριστός.
Μοναδικός σαν αποτύπωμα. Υποκαθιστά πολλές φορές τη φυσική παρουσία στα οικογενειακά τραπέζια, στις φιλικές συγκεντρώσεις, στις δουλειές που αφήσαμε, στα σπίτια που ζήσαμε, στους ανθρώπους που αγαπήσαμε.
Φτάνω στο μπαράκι. Πολλοί ίσκιοι μαζεμένοι. Μοιάζουν φιλικοί. Μπαίνω και εγώ. Ο ίσκιος μου με ακολουθεί κάπως απρόθυμα.
Και θυμάμαι εκείνη τη στιγμή τον Νίκο Παπάζογλου να τραγουδάει τα στιχάκια του Λάζαρου Ανδρέου: «Κοιτώ τον ίσκιο μου τις νύχτες, γεια σου δικέ μου, μουρμουρίζω, μ’ αυτός πετάει σ’ άλλα φεγγάρια. Κοιτώ τον ίσκιο μου τα βράδια, είμαι εγώ χωρίς εμένα…».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: