thegreekcloud | 25.06.2017 | 18:43
Το νησί το είχαν επισκεφθεί αρκετοί Γερμανοί. Μου φάνηκε περίεργο πως ο συγκεκριμένος λαός βρέθηκε σε αυτό το νησί του Ιονίου σε τέτοια μεγάλη ποσόστωση σε σχέση με άλλους λαούς όπως Ιταλοί, αλλά τουρισμός είναι αυτός και τα καλά νέα διαδίδονται όταν ένα νησί είναι όμορφο ή έχει πολύ φιλόξενους ανθρώπους σε ξενοδοχεία, ταβέρνες, μπαρ ή τέλος πάντων… δεν ξέρω πολλά από αυτά και το δέχθηκα ως γεγονός.
Ήταν και δύο γυναίκες από τη Γερμανία. Η μία γύρω στα εξήντα, Μάρω Κοντού στο ανάστημα, με κοντό καστανό μαλλί και σκληρό δέρμα. Η άλλη γύρω στα τριάντα πέντε με αλεξανδρινό προφίλ και άχρωμα χείλη, πεπιεσμένα μάτια ανάμεσα στα ζυγωματικά και στα λεπτά φρύδια… ένα περίεργο κορίτσι δίχως άλλο. Την πρώτη μέρα τις παρατήρησα εξαιτίας της εκκωφαντικής νηνεμίας που είχαν δημιουργήσει γύρω τους. Ανέπνεαν, κοιτούσαν επίμονα την ανοιχτωσιά μέσα από το νάϊλον που περιμετρικά προστάτευε την αυλή του ξενοδοχείου, τίποτα δεν διαπερνούσε την απόλυτη σιωπή. Ούτε η απόγειος αύρα που πνέει τα απογεύματα στο Τζάντε.
Ήταν ζευγάρι; Ήταν φίλες; Ήταν μάνα με κόρη;
‘Αρχισα να αποκλείω τα ενδεχόμενα. Δεν είχαν καμία χημεία μεταξύ τους ούτε φιλική ούτε ερωτική. Αντάλλασαν λιγοστές κουβέντες και κοιτούσαν σαν να γνώριζαν το κρίμα που είχαν μεταφέρει μαζί τους, υπέρβαρο και χρεωμένο στο λαιμό τους ή ίσως στο μήλο του Αδάμ που θάψανε, που ξεγράψανε, που δεν υπήρξε ποτέ παρά σε μία παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία.
Δεν ήταν ερωτευμένες μεταξύ τους, δεν αγγίζονταν. Δεν γελούσαν μεταξύ τους, δεν χαίρονταν. Δεν ήταν φίλες. Ήταν θλιμμένες, κατακρεουργημένες.
‘Ηταν μάνα με κόρη. Η υποβόσκουσα τραγωδία ήταν η απόφαση να ταξιδέψουν τόσο μακριά από την χώρα τους, να κολυμπούν μόνο στο φιλτραρισμένο νερό της πισίνας, να τρώνε νωρίς το απόγευμα φορώντας σαγιονάρες η μία και η άλλη ένα συντηρητικό ζευγάρι εσπαντρίγιες και να λογοδοτούν στον εαυτό τους για την ανάπαυλα αυτή μέσα σε ένα μείον δέκα βαθμούς κελσίου ενδοσκοπικό καλοκαίρι στην Ελλάδα. Ένας είδος κοσμοκαλόγερου με ειδικές ελευθερίες στο φαγητό, την κόκα κόλα με στέβια και την απόπειρα να συνυπάρξεις με θλιμμένες οικογένειες από τη Ρωσία και νταβραντισμένους Άγγλους με νεκροκεφαλές τατουάζ στο στέρνο.
Στις εννέα και δέκα, όμως, κάθε πρωί κάπνιζαν μαζί από ένα τσιγάρο. Πότε παράλληλα καθισμένες, πότε αντικριστά στο τραπέζι με ενδιάμεσα εμπόδια τα τηγανιτά καλαμαράκια, τη χωριάτικη σαλάτα και το πολυδιαφημισμένο μουσακά, θάμπωνε περίπου στο κέντρο το τασάκι που τα δύο Μάλμπορο ατένιζαν την ολική τρίλεπτη καύση τους. Οι γυναίκες του Hopper επικοινωνούσαν και μιλούσαν ακατάπαυστα σε αυτό το σύμπαν και ό,τι είχαν να λύσουν σε αυτή τους τη φυγή το έλυσαν πάνω από τις στάχτες ενός πακέτου.
Δέκα μέρες στη Ζάκυνθο, τέσσερα ογδόντα το κόστος, ανεκτίμητο το τελικό συγγνώμη, το ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου… όλη η συμπαράσταση ανάμεσα σε δύο ξεχωριστούς, ανυπόφορους ανθρώπους με γενετική σύνδεση στο ιατρικό ιστορικό.
Γιατί οι σιωπές όταν η συντριβή είναι νωπή είναι η χαρακιά που προσπερνάς με ένα σάλτο σε αργή κίνηση, χωρίς αναπνοή και τελικά με μεγάλο συναισθηματικό απόθεμα να συνεχίσεις το θεατρικό που ανεβαίνει μία φορά και η αυλαία του δεν καταγράφεται παρά σε κηδειόχαρτο.
Τις άφησα εκεί με τη σιγουριά πως τα βρήκανε.σ.