27.06.2017, 14:47 | εφσυν
Ευάγγελος Αυδίκος *
Καλώς ήρθες. Ακούστηκε σαν θρόισμα και με ξάφνιασε. Κοίταξα γύρω μου. Δεν υπήρχε άνθρωπος σε απόσταση μικρότερη των πενήντα μέτρων. Κάποια ερωτευμένα ζευγάρια απολάμβαναν τον καφέ τους δίπλα στο ποτάμι. Στον Σακουλέβα της Φλώρινας. Στον Σακουλέβα που κουβαλάει τους καημούς του τόπου. Τη σιωπή των βουνών. Τις ενοχές των συνόρων.
Καλώς ήρθες, ακούστηκε και πάλι το θρόισμα. Ακουγόταν μόνο το κελάρυσμα του νερού στην κοίτη του ποταμιού. Σε θυμάμαι από τότε που οι άνθρωποι πρόσεχαν τις λέξεις που έβγαιναν από το στόμα τους. Λέξεις που προκαλούσαν ταραχή και οι φάκελοι έμοιαζαν γκαστρωμένοι.
Ως τότε είχα να το περηφανεύομαι. Εξόν από τα κυριακάτικα πρωινά, είχα τα πρωτεία στον ήχο. Σκέπαζε τον φόβο που κούρνιασε πάνω από τα κεραμίδια της πόλης. Λίγα τα χρόνια από τον καιρό που χαλκεία όπλα της εμφύλιας βίας μπήκαν στα θηκάρια τους.
Καλώς ήρθες. Θυμάμαι τον ερχομό σας στην πόλη. Φέρατε μαζί σας την άγνοια του φόβου. Μου άρεσε αυτό. Στην αρχή, θύμωσα. Τα ποτάμια μπολιάζονται με τις αδυναμίες των ανθρώπων. Να δες, έχω αποκτήσει τα σουσούμια σας. Εχω γίνει καθωσπρέπει. Με φτιασίδωσαν. Το ευχαριστιέμαι, όμως. Δεν χάνω καμιά συλλαβή από τα λόγια τρυφερότητας που λέγονται.
Μπορώ να σου μιλήσω για πολλά. Προτιμώ τα δικά σου χρόνια. Είδα πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα. Γέμισαν οι όχθες μου όνειρα. Να αφήσουμε τα μίση πίσω, λέγατε. Είχαν γίνει θηλιά στην πόλη.
Καλώς ήρθες. Σε περίμενε κι αυτός ο πέτρινος δίπλα σου. Εκανα μια περιστροφή. Ο πέτρινος φίλος μου. Ο πιστός μου φίλος χρόνια τώρα. Με κρύα και ζέστες. Σας περίμενε κι αυτός. Γέμισε τότε το σπίτι του νέους φίλους. Φωνές ζωηρές.
Ο Στερίκας Κούλης ξανάνιωσε. Το εργαστήρι του έγινε κυψέλη. Η πόλη άρχισε να ξυπνάει από τον λήθαργό της. Αυτός είναι ο πέτρινος φίλος μου. Τον έβαλαν δίπλα από το κατώφλι του σπιτιού του.
Καλώς όρισες. Σε περιμέναμε. Η πόλη άλλαξε. Μην ψάχνεις τις παλιές ουλές. Μίλησέ μας για τους νέους ανθρώπους που έρχονται στην πόλη. Για τη Δημιουργική Γραφή που κλωσάει νέο λόγο. Γι’ αυτό το μελίσσι που έστησε κερήθρες στην πόλη. Ο πέτρινος φίλος μου κι εγώ χαιρόμαστε. Εχουμε να πούμε πολλές ιστορίες. Να τις μοιραστούμε. Να θυμηθούμε τα παλιά αλλά και να μιλήσουμε γι’ αυτά που έρχονται.
Μην παραξενεύεσαι. Τα ποτάμια μιλάνε. Στις ψυχές των ανθρώπων. Το ίδιο και οι πέτρινοι φίλοι μου.
* καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλία