02.07.2017, 17:02 | εφσυν
Κάτι που το μνημονεύουν οι Γραφές, κάτι που άργησε να ανακαλυφθεί ο ηλεκτρισμός, το ’χουμε και άπλετο, το φως της Ελλάδας έχει που μνημονεύεται εδώ και αιώνες. Ειδικά το αττικό φως. Τι φωτογράφοι, τι ζωγράφοι, τι αρχιτέκτονες και τοπογράφοι, για να μη μιλήσω για ποιητές και λογοτέχνες, δικούς μας και αλλοδαπούς, όλοι ανεξαιρέτως το θάμασαν, εμπνέονταν απ’ αυτό, τους τραβούσε, τους γοήτευε, τους κέρδιζε. Αυτά κάποτε. Γιατί σήμερα, με τα κτίρια πήχτρα, τις εξατμίσεις στη διαπασών και τα κλιματιστικά στο φουλ, δεν το λες και ευχάριστο να βγαίνεις έξω και να λιάζεσαι.
Ασε που, ειδικά τώρα το καλοκαίρι, είναι το άτιμο τόσο διαπεραστικό, που και να θέλεις, δεν μπορείς να του κρυφτείς. Δεν πά’ να ‘χεις μπάρμπα στην Κορώνη, ξάδερφο εφοριακό και νονό τον Μητσοτάκη. Τίποτα δεν σε γλιτώνει. Αργά ή γρήγορα, όλα θα βγουν σε αυτό το φως το αττικό, αποκαλυπτικά, καταφανέρωτα. Από τα λάθη μέχρι την κυτταρίτιδα. Και άντε καλά, τα πρώτα πες ανθρώπινα είναι, όλοι τα κάνουν. Με τη δεύτερη, όμως, που δεν την έχουν όλοι τι γίνεται! (Βράζει και χύνεται, αυτό γίνεται. Βράζει ο τόπος, χύνεται οκάδες ο ιδρώτας κι αποτέλεσμα μηδέν. Αυτή εκεί, να επιμένει και κυρίως, να φαίνεται!)
Δεν μπορεί. Κάποια πανουργία θα σκαρφιστεί κάποιος, να μας βγάλει από αυτό το μαρτύριο του «όλα στο φως». Και καθώς όλες οι λύσεις έχουν δοθεί κάτω από το ίδιο αυτό φως, αιώνες πριν, ξαναγυρίζω κι εγώ στην αρχαιότητα, ψάχνοντας απαντήσεις: Μήτις. Ιδού η απάντηση.
Η ιδιαίτερη αυτή ελληνική λέξη είναι κάπως δύσκολο να μεταφραστεί. Δύο κορυφαίοι Γάλλοι ελληνιστές την απέδωσαν ως «πανούργα νοημοσύνη». Ωστόσο, στο ευρύ λεξιλόγιο της καθημερινότητας (πάνω στο οποίο κάνω πρακτική εξάσκηση καθ’ εκάστην και αργία – ειδικά όταν οδηγώ) είναι αυτό που λέμε «καπατσοσύνη».
Δεν πρόκειται για πανουργία, με την ηθικά επιλήψιμη σημασία του όρου. Δεν είναι η κοροϊδία. Είναι η ικανότητα να αξιοποιείς τις περιστάσεις: να αντιλαμβάνεσαι εγκαίρως και σαφώς πώς εξελίσσεται μια κατάσταση και να εκμεταλλεύεσαι την πορεία που σε ευνοεί. Και μπορεί την κυτταρίτιδα να μην τη θέλει ούτε ο θεός και να μην μπορεί να την καταπολεμήσει μήτε ο διάολος, ωστόσο, όλα τ’ άλλα μπορούν να γίνουν διαχειρίσιμα μέσω αυτής της μικρής λεξούλας.
Δεν την είχαν τυχαία οι αρχαίοι θεά της σοφίας και της φρόνησης τη Μήτιδα. Μαζί με τον Ερωτα γεννήθηκε. Κόρη του Ωκεανού. Μάνα της θεάς Αθηνάς. Την είδε ο Δίας και τη λιμπίστηκε. Είχε, βλέπεις, μόλις κατακτήσει την εξουσία θεών και ανθρώπων και ήθελε να διασφαλίσει πως η εξουσία ταύτη δεν θα κινδυνέψει από συγκυρίες. Γι’ αυτό, όχι μόνο την παντρεύτηκε, την κατάπιε κιόλας, ώστε να είναι βέβαιος πως το βασίλειό του θα βαστηχτεί στο ρεύμα των καιρών.
Αυτό το ρεύμα είναι που μας πήρε και μας σήκωσε εμάς τους θνητούς και μπερδέψαμε τη Μήτιδα με τον καιροσκοπισμό. Η υψηλή αυτή έννοια υποκαταστάθηκε από δραστηριότητες κατώτερων υποκειμένων, που καταστρώνουν σχέδια, προβάλλοντας πάνω τους τη βδελυρή πραγματικότητα που κάνει αυτούς καλά κι εμάς χειρότερα. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς όλα όσα ακούγονται (τ’ ακούει άραγε κανείς;) στις εξεταστικές για τα δάνεια κομμάτων και ΜΜΕ (που «αερίζονται» κανονικά), για τα σκάνδαλα στην Υγεία (που χρειάζεσαι αιθέρα για να τ’ αντέξεις), για τις «παρανοήσεις» της Δικαιοσύνης (που μαντρώνουν αθώους για χρόνια και έχουν τους άλλους έξω ν’ αλωνίζουν).
Είπα «αλώνι» και θυμήθηκα. Τρανταχτό παράδειγμα των παραπάνω (και ενός κάποιου κρετινισμού εκατέρωθεν, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;) είναι η έμπνευση του υιού Μητσοτάκη να καθίσει τους υποστηρικτές του κάτω από τον ντάλα ήλιο, πάνω στα σανοδέματα, σαν ψύλλους στ’ άχυρα, για να «έρθει κοντά στον λαό». Σαν να τον ακούω: «Με τον ήλιο να βγάζω, με τον ήλιο να μπάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε!».
… Αν η Μήτιδα έφερε το φως της σοφίας και της καπατσοσύνης, ο καιροσκοπικός λαϊκισμός δεν φτουράει στον ήλιο.
Λίγο σκοτάδι, παρακαλώ. Λίγο σκοτάδι, γιατί καιγόμαστε.