17.07.2017, 14:53 | εφσυν
Αντώνης Ρουπακιώτης *
Ο λόγος της κλιμακούμενης έντασης από την αντιπολίτευση, με αφορμή τον οξύ ή χλευαστικό σχολιασμό από υπουργούς πρόσφατων δικαστικών αποφάσεων και την τοποθέτηση πρώην προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου σε υψηλή θέση κυβερνητικής ευθύνης είναι βέβαια η προσπάθεια φθοράς της κυβέρνησης, εξηγήσιμη για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, με ειδικότερο όμως σκοπό να επισκιάσει τα θετικά αποτελέσματα της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης με τους δανειστές. Μίζερη πολιτική, για την οποία ωστόσο έστρωσαν το χαλί κυβερνητικά στελέχη.
Η δικαστική εξουσία, όπως ακριβώς την ορίζει το Σύνταγμα, πέρα από τον αδιαμφισβήτητο κοινωνικό προορισμό της, συνοδεύεται και από τις παθογένειες κάθε εξουσίας, γι’ αυτό δεν είναι απλώς επιτρεπτή αλλά και θεσμικά επιβεβλημένη η κριτική, άλλως ο κοινωνικός έλεγχός της, με σκοπό όμως την ενίσχυση του θεσμού και όχι την απαξίωσή του.
Ωστόσο για μια κυβέρνηση όπως η σημερινή, που φιλοδοξεί να επιχειρήσει ριζοσπαστικές τομές στην οργάνωση του κράτους, στην ενίσχυση της αξιοπιστίας των θεσμών, άρα και του δικαστικού συστήματος, μια πρέπει να είναι η στάση: Εφαρμόζουμε τις δικαστικές αποφάσεις, κατά τα άλλα όλοι κρινόμαστε.
Ειδικότερα ως προς την τοποθέτηση πρώην δικαστικών σε υψηλές θέσεις κυβερνητικής ευθύνης, η αμυντική θέση κυβερνητικών ή κομματικών στελεχών, ότι και οι προηγούμενοι έκαναν τα ίδια -και περισσότερα προσθέτω, ενώ είναι ακριβής, ταυτόχρονα αποτελεί και αυτοπαγίδευσή τους, εφόσον αυτή η κυβέρνηση ψηφίστηκε για να μην κάνει όσα βλαπτικά για τους θεσμούς έκαναν οι προηγούμενοι. Κατά τα άλλα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης φρόνιμο θα ήταν, για την αξιοπιστία του πολιτικού τους λόγου, να μη λησμονούν ή να μην παριστάνουν ότι αγνοούν τις επιλογές τους επί 40 χρόνια που άσκησαν κυβερνητική εξουσία.
Ετσι, εκτός από τις περιπτώσεις ανωτάτων δικαστικών –με δυνατή νομική κατάρτιση να παρατηρήσω– που έχουν ήδη αναφερθεί, θα μπορούσε να γίνει αναφορά, μεταξύ άλλων, ότι σε κυβερνήσεις μετά το 1993 ο Βασίλης Ρώτης, του ΣτΕ, παραιτήθηκε για να του ανατεθεί το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, επίσης δε ο άξιος δικαστής και αγωνιστής κατά της δικτατορίας, πρώην Σύμβουλος Επικρατείας Γεώργιος Κουβελάκης τοποθετήθηκε αργότερα υπουργός στο ίδιο υπουργείο.
Επίσης στην ίδια, προγενέστερη ή και μεταγενέστερη περίοδο, πρώην ανώτατοι δικαστές υπηρέτησαν ως Γενικοί Γραμματείς υπουργείων – ή Διευθυντές του πολιτικού γραφείου Υπουργών, ή σε άλλες θέσεις κυβερνητικής ευθύνης όπως ΕΥΠ ή Γενικοί Επιθεωρητές Δημόσιας Διοίκησης και αλλού.
Ετσι, όταν τα γεγονότα μιλούν, τα σχόλια περιττεύουν αλλά και η αυτοσυγκράτηση επιβάλλεται. Ωστόσο προσωπικώς συμμερίζομαι την άποψη δικαστικών και δικηγόρων να απαγορευτούν με νόμο οι τοποθετήσεις αυτές, αν δεν έχει παρέλθει ορισμένο χρονικό διάστημα από την αφυπηρέτηση των δικαστικών.
Πέραν του ότι καμία παρέμβαση ή επέμβαση στη δικαιοσύνη δεν γίνεται από την τηλεόραση –οι προηγμένοι γνωρίζουν τους τρόπους– οι συμπεριφορές καταφρόνησης της δικαιοσύνης αποδυναμώνουν την αξιοπιστία της αλλά και απογοητεύουν δικαστικούς που μοχθούν να τη στηρίξουν σε περίοδο μάλιστα γενικότερης κρίσης.
Το γεγονός ότι έχουν εκδοθεί εσφαλμένες όντως αποφάσεις, οι οποίες κατά προτίμηση μάλιστα αναφέρονται στην υπεράσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων, δεν δικαιολογεί την οξεία αντιπαράθεση με τα δικαστήρια, παρ’ ότι αυτά χρεώνονται στο ακέραιο τη δικαιοδοτική αυτή κρίση τους.
Ως προς τις παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη ας δοθούν απαντήσεις:
- α. Γιατί τα κόμματα που άσκησαν κυβερνητική εξουσία δεν φρόντισαν στις αναθεωρήσεις του Συντάγματος μετά το 1975 να αναθεωρηθεί και το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι οι υψηλότατες θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας (πρόεδροι, αντιπρόεδροι, Εισαγγελείς Α.Π. κ.λπ.) καλύπτονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου;
- β. Πώς συνέβη όσοι διορίζονταν στις παραπάνω θέσεις να ταυτίζονται με το κόμμα που κάθε φορά ασκούσε κυβερνητική εξουσία; Σύμπτωση θα πει κανείς, αλλά και το θαύμα δεν αποκλείεται. Επειδή οι τοποθετήσεις αυτές αποφασίζονταν με κριτήρια πολιτικής συγγένειας –υπήρξαν και εξαιρέσεις, ελάχιστοι από τους δικαστικούς αυτούς αποδείχτηκαν άξιοι για τις θέσεις αυτές· τους «άλλους» μετά την αποχώρησή τους ουδείς τους θυμάται, εκτός από κάποιους, οι οποίοι διορίστηκαν μάλιστα από το κόμμα που φιλοδοξεί να κυβερνήσει, που προκάλεσαν τέτοια ζημιά στο κύρος της δικαιοσύνης που δεν πρέπει να τους λησμονήσουμε.
- γ. Γιατί κυβέρνηση του ιδίου κόμματος θέλησε να τορπιλίσει το αυτοδιοίκητο των μεγάλων δικαστηρίων, όπως με την τοποθέτηση δοτών προϊσταμένων ή την παράταση θητείας συμβουλίων διοίκησης;
- δ. Γιατί από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 για πρώτη φορά τηρήθηκε η επετηρίδα για την προαγωγή ανωτάτων δικαστών μόλις τον Ιούνιο 2012, εξαγγέλθηκε δε από τον αρμόδιο υπουργό Δικαιοσύνης ότι αυτό θα τηρούνταν και για το επόμενο έτος. Οχι ότι η δικαστική επετηρίδα είχε καταρτιστεί με θρησκευτική ευλάβεια ούτε ότι αυτή αποτελεί διαχρονικά αξιολογικό κριτήριο, αυτό και μόνο, για προαγωγή σε κάποιες από τις παραπάνω θέσεις ανωτάτων δικαστικών, αλλά κρίθηκε για εκείνη την περίοδο αναγκαία, για να αποφευχθούν βαθιές καταδύσεις στην επετηρίδα, όπως είχαν μάθει τα κόμματα εξουσίας για δεκαετίες ολόκληρες, με θρυλική την υπόμνηση αυτής του 1990.
Οι δικαστικές–εισαγγελικές ενώσεις δέχονται σημαντικά ερεθίσματα από συμπεριφορές κυβερνητικών ή πολιτικών γενικότερα στελεχών ή από τη δεινή παρεμβατική πίεση των ΜΜΕ, γι’ αυτό και υπερασπίζονται με δηλώσεις τους τον χώρο της δικαιοσύνης, αυτές όμως πείθουν στο μέτρο που βρίσκονται σε αναλογία προς το ερέθισμα, όχι όταν υπερβάλλουν.
Ωστόσο μπορώ να υποθέσω ότι οι δικαστικές ενώσεις επιδεικνύουν ισοδύναμη προς τις παραπάνω δηλώσεις τους φροντίδα, ώστε να αποκατασταθεί η τήρηση δημοκρατικών κανόνων στο εσωτερικό πεδίο του δικαστικού συστήματος –κύρια πηγή έμπρακτης αμφισβήτησης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης– και να απαιτήσουν την αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών της επιθεώρησης δικαστικών, των πειθαρχικών συμβουλίων των δικαστών, καθώς και των Ολομελειών των ανωτάτων δικαστηρίων, έτσι ώστε να κρίνονται όντως όσοι δικαστικοί ολιγωρούν και να αποβάλλονται όσοι βαρύνουν το δικαστικό σύστημα και βλάπτουν τη δικαιοσύνη.
Εν τέλει πρέπει, χωρίς καθυστερήσεις νομίζω, να αποκατασταθεί η αναγκαία λειτουργική συνεννόηση δικαστικών ενώσεων και υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως ορθά επισήμανε ο υπουργός Στ. Κοντονής.
*δικηγόρος, πρώην υπουργός