sifiniera | 20/7/2017
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Τον Ιούλιο ξεθαρρεύαμε στην αυλή. Την λούζαμε με νερό από το λάστιχο που μύριζε ζεστό και κλεισούρα και καθόμασταν με τα μαγιό. Όλο το παιδομάνι από τους ορόφους κατέβαινε στην αυλή μας και η γιαγιά παρότι «φώναζε για την φασαρία», μας άφηνε να τρέχουμε πάνω κάτω χωρίς σύγχρονους γονικούς φόβους για γδαρσίματα, δολοφονίες και λοιπά ατυχήματα αναμεταξύ των παιδιών.
Ήταν η Βαρβάρα η συνονόματη μου, κόρη ναυτικού, με αδερφό με αυτισμό και αδερφή που έβαφε τα μαλλιά της κάθε μήνα άλλο χρώμα και είχε μια ζωγραφιστή ελιά πάνω από το χείλος σαν τη Μαντόνα. Ήταν η Μαρία, αρκετά μεγαλύτερη μου, που έφτιαχνε τα μαλλιά της κοκοράκι ξάνοντάς τα με πολύ λακ και έβαζε μπλε σκιά με χρυσόσκονη όταν ερχόταν ο φίλος της ο ραδιοφωνικός παραγωγός για να της δανειστεί δίσκους για την εκπομπή. Καμμιά φορά ερχόταν και η Βαγγελίτσα, που ήταν μεγαλύτερη ακόμη και από τη Μαρία, και φορούσε σιδεράκια. Βέβαια, στην πίσω αυλή δεν έπαιζε ρόλο η ηλικία και όλοι μαζί παίζαμε κούκλες, μαγαζιά ή κρυφτό.
Και είναι περίεργο πως μια μακρόστενη αυλή είχε τόσα πράγματα να εξερευνήσεις όπως τα μερμήγκια που χώνονταν στις μικρές τρύπες του μωσαϊκού ή πως ανήμπορα πνίγονταν μέσα στο νερό όταν ποτίζαμε τις γλάστρες.
Το πιο όμορφο κόσμημα της αυλής ήταν ο αστερίας που με μια πρόκα στο ένα πόδι του, στερεωμένος και κατάμαυρος από τον θάνατο, στόλιζε τον λευκό τοίχο ανάμεσα στο διαμέρισμα της γιαγιάς μου και της γειτόνισσας με το στομωμένο μαντήλι στο κεφάλι σαν Κρητικοπούλα με μόνιμο πονοκέφαλο, Ιωάννα γαρ. Κάθε απόγευμα πήγαινα και τον γαργαλούσα στα μεσοδακτύλια, αλλά αυτός άψυχος ή έντρομος στον άγνωστο κόσμο του όζοντος δεν κουνούσε τα πλοκάμια του. Μία μέρα, όμως, τρόμαξε πολύ και έπεσε κάτω και έγινε τέσσερα κομμάτια και τον φύτεψα μέσα στη γλάστρα με τον βασιλικό της γιαγιάς με μία σεμνή τελετή που δεν παρευρέθηκε κανείς παρά μονάχα εγώ. Θα γίνει σκόνη από καιρό.