Γιος; Εγγονός ίσως; Ετσι είναι, συνήθως όταν γενιές συνομιλούν
ζητάει η μία τα ρέστα από την άλλη.
| EUROKINISSI/ΒΑΪΟΣ ΧΑΣΙΑΛΗΣ
30.07.2017, 06:32 |εφσυν
Κυριακή Μπεϊόγλου
Ξεπροβάλλουν από το καλντερίμι φρεσκοξυρισμένοι, με λεπτά πανωφόρια στα χέρια. Αναζωογονημένοι από την τελευταία ψύχρα περπατούν ζωηρά στην προκυμαία, είναι σίγουρα γύρω στα ογδόντα.
Ενας απ’ αυτούς ανεβαίνει πάνω στο πεζούλι και με το χέρι αντήλιο, παρ ’όλο που είχε πέσει το δειλινό –καπετάνιος σε θαλασσοδαρμένο πλοίο– διαβεβαιώνει τους υπόλοιπους πως «η κακοκαιρία πάει, πέρασε, πέρα από τη θάλασσα ο ορίζοντας καθάρισε».
Με κουβέντες ζωηρές πλησιάζουν έναν άντρα στο καφενείο και κάθονται κοντά του. Εκείνος, νέος –θα ’ναι δεν θα ’ναι είκοσι πέντε– τους χαιρετά με σεβασμό και κλείνει την εφημερίδα που διαβάζει.
Γιος; Εγγονός ίσως; Συζητούν και μετά από λίγο η εφημερίδα ξεδιπλώνεται. Μια φράση, «οι πολιτικοί μιλούν για τον λαό χωρίς να ξέρουν για ποιο λαό μιλούν», μένει μετέωρη.
Συνεχίζεται συλλογική ανάγνωση στις μέσα σελίδες. Ενας διαβάζει, οι άλλοι σχολιάζουν. Ο νεαρός ξεστόμισε ένα «έχουν αλλάξει τα πράγματα» και μια ομοβροντία αντιδράσεων για το «δεν έχει αλλάξει τίποτα, ξέρουμε εμείς, είμαστε παλιοί καπεταναίοι», τον έκανε να κουνηθεί άβολα στην καρέκλα του αλλάζοντας θέση στα πόδια του.
Σε μια αντίστοιχη κουβέντα με τους φίλους του θα επιχειρηματολογούσε με άλλο σθένος, μα εδώ δεν ήθελε να μπει σε τέτοιες κουβέντες. Πιθανότατα θα τους πικράνει.
Ετσι είναι, συνήθως όταν γενιές συνομιλούν ζητάει η μία τα ρέστα από την άλλη. Καλύτερα να αποδράσει. Δίπλωσε την εφημερίδα με προσοχή σαν να μάζευε ένα περίεργο αντικείμενο από χαλάσματα παλιού σπιτιού. Κρατώντας το παρόν του σφιχτά σηκώθηκε.
«Δεν θα κάνω θόρυβο το βράδυ όταν γυρίσω σπίτι», είπε, «έχω ένα σωρό πράγματα, να διαβάσω, να δω φίλους μου». Προβληματισμοί για το μέλλον, τις σπουδές του, τι ζωή θα κάνει, τι δουλειά, μια επαρκή αιτία για να συνεχίσει να διαβάζει σκληρά.
Η παρέα ησύχασε. Αραγε τι σκέφτονται οι ηλικιωμένοι κύριοι βλέποντάς τον να φεύγει; Να τους θυμίζει το περπάτημά του τον εαυτό τους νέο, όταν βάδιζαν στους ίδιους δρόμους; Οι φωνές χαμήλωσαν, χωρίς ακροατήριο έσβησε κάτι από τη ζωντάνια που υπήρχε πριν. Επεσε παρατεταμένη σιωπή.
Το σφύριγμα από το τελευταίο καράβι που πλησίαζε το μικρό νησί ακούστηκε σαν από άλλη εποχή. Είχε πάει εννιά. Η προσοχή τους στράφηκε τώρα στους ταξιδιώτες που βγαίνουν από την μπουκαπόρτα.
Τους κοιτούν με ενδιαφέρον, βρίσκουν κάποιον γνωστό, παλιός καπετάνιος κι αυτός, τον φωνάζουν, με αγκαλιές τον καλωσορίζουν και η κουβέντα ζωηρεύει πάλι. Μιλούν κυρίως για όσα άντεξαν οι παλιοί καπεταναίοι και για τους νέους που δεν τους καταλαβαίνουν…