04.08.2017, 23:52 | εφσυν
«Τον νου σας στον γλόμπο», τους έλεγε κάθε απόγευμα ο μπαρμπα-Πέτρος, σαν βγαίνανε να παίξουνε μπάλα στην αυλή. Ενα μικρό αδιέξοδο ήτανε, δηλαδή, που κατέληγε μπροστά στην πόρτα του και το φώτιζε τις νύχτες ένας μικρός, γυάλινος γλόμπος πάνω απ’ το μοναδικό παραθύρι του σπιτιού του.
Παράξενο και γκρινιάρη τον λέγανε τον μπαρμπα-Πέτρο στη γειτονιά και δεν θέλανε πολλά πολλά μαζί του. Κάτι που είχε χηρέψει από χρόνια, «αυτός την ξέκανε με την αγύριστη κεφαλή του» λέγανε οι φαρμακόγλωσσες, κάτι που τα παιδιά του ξενιτευτήκανε, είχε απομείνει θεομόναχος κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο δυστροπούσανε τα χούγια του· τουλάχιστον έτσι λέγανε οι μεγάλοι.
Κι η πιτσιρικαρία, που στριφογυρνούσε όλο το μεσημέρι στο κρεβάτι στανικώς ανυπομονώντας να πάρει την άδεια της μητέρας για να ξεχυθεί στη γειτονιά, τον απέφευγε τον μπαρμπα-Πέτρο λες κι ήτανε τελώνιο του παραμυθιού.
Οι αφηγήσεις των μεγάλων γιγαντώνονταν στην παιδική τους φαντασία και γινόταν ο μπαρμπα-Πέτρος θεριό, που άφριζε, τάχα, με τα μικρά παιδιά και τ’ απόδιωχνε απ’ την αυλή, κι ας μην είχε αγγίξει στ’ αλήθεια ποτέ κανένα τους.
Κι εκείνο τ’ απόγεμα, ήτανε γραφτό του μπόμπιρα της παρέας να καταφέρει στην μπάλα την πρώτη δυνατή κλοτσιά· ώς τότε τονε κοροϊδεύανε οι πιο μεγάλοι, γιατί κλοτσούσε αναιμικά και ξεψυχισμένα. Μα πριν προλάβει να χαρεί, είδε με τρόμο την μπάλα να σκάει επάνω στον γλόμπο και να τον σμπαραλιάζει.
Αμέσως σκορπίσανε να κρυφτούνε πανικόβλητοι και παρατήσανε και την μπάλα στη μέση της αυλής. Βγήκε και τη μάζεψε τρυφερά ο μπαρμπα-Πέτρος, μ’ ένα υπομειδίαμα, να τους την αφήσει την επαύριο, και σκούπισε και τα γυαλιά να μην τραυματιστεί κανένα κοπελάκι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: