Posted on August 21, 2017 by sifiniera
Γράφει η Βέρα Ι. Φραντζή
Και η πόλη αρχίζει να ξυπνάει και τα πρώτα ηλιοκαμένα κορίτσια, μαυρισμένα έως το κόκαλο και με τη αφροδιασιακή χαρά ότι όλα θα πάνε καλά και θα βρουν τον έρωτα και τη νηνεμία, να περπάτανε στα γκρι πεζοδρόμια και θεε μου… αυτή η πόλη μπορεί να μην έχει καθόλου χρώμα, μα έχει τα κορίτσια. Τα κορίτσια που τα θέλησαν αγόρια και τα αγόρια που θέλησαν τα αγόρια και έγιναν κορίτσια και τα κορίτσια που ήταν κορίτσια από τη μέρα της γέννησης. Όλα κορίτσια, όμως. Και ποιος μπορεί να ξεχωρίσει τόση ομορφιά; Είνα ωραία άλλωστε στην πλευρά των δεκτικών, των καλών, των ταλαιπωρημένων, των «όλα για σένα. και τη στύση σου».
Και δεν μπορείτε να φανταστείτε τι χαμός. Όλοι βγάζουν πετσέτες θαλάσσης στα μπαλκόνια και μερικές φωτοραφίες και τις ξεπλένουν με νερό,νεράκι από τη βρύση που πίνεται επιτέλους και δεν είναι υφάλμυρο ή εντελώς δηλητηριώδες από τις στιγμιαίες απολαύσεις της ραστώνης και του «θα ζήσουμε για πάντα».
Γιατί μην νομίζετε πως αυτά δεν διώκονται ποινικά και δεν σου μαυρίζουν τον ποινικό μητρώο εφ’ όλης της ύλης.
Εν ολίγοις, κάποιοι επιέστρεψαν και κάποιοι δεν επιστρέφουν ποτέ. Δυστυχώς για αυτούς
-δυστυχώς: τι φιλαρέσκεια- εκ μέρους μας, έτσι πάνε οι δείκτες.