Aπό την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου
«Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995)
29.08.2017, 14:53 | εφσυν
Αλεξάνδρα Κορωναίου *
Παρακολουθώντας την πολεμική που ξέσπασε στον Τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναφορικά με το συνέδριο που διοργανώθηκε από την εσθονική προεδρία της Ε.Ε. με θέμα (τουλάχιστον αρχικό) «Η κληρονομιά του 21ου αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα» αναρωτήθηκα ποιο είναι το βαθύτερο μήνυμα και νόημα μιας τέτοιας πολεμικής.
Πολλοί μίλησαν και έγραψαν σχετικά με τον σταλινισμό, τον κομμουνισμό, τον ναζισμό ή τις μνήμες του εμφυλίου πολέμου που ακόμη αποτελούν τραύμα για τη σύγχρονη ιστορία και ζωή μας.
Από τη σκοπιά της Κοινωνιολογίας θα ήθελα να κάνω δύο επισημάνσεις με αναφορά σε δύο θεμελιώδη βιβλία:
Η πρώτη έχει να κάνει με το βιβλίο του Γάλλου ακαδημαϊκού Pierre Nora «Τόποι μνήμης»1 στο οποίο ο συγγραφέας, που κάθε άλλο παρά κομμουνιστής ή μαρξιστής μπορεί να θεωρηθεί, αναλύει τον ρόλο που παίζουν οι τόποι μνήμης (μουσεία, αρχεία, μνημεία, επέτειοι, σύμβολα κ.ά.) για τη διαμόρφωση της εθνικής και συλλογικής ταυτότητας. Ρόλος με βαρύνουσα σημασία που δεν αφορά μόνο το ιστορικό παρελθόν αλλά, κυρίως, το παρόν.
Το παρόν είναι αυτό που ασκεί μια έντονη πίεση στο παρελθόν το οποίο, όπως γνωρίζουμε, γράφεται και ξαναγράφεται (π.χ. τα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας) με στόχο τη χειραγώγηση των λαών από την εκάστοτε κυρίαρχη οικονομική και πολιτική εξουσία και τη διαμόρφωση μιας κυρίαρχης κοινωνικής αναπαράστασης.
Από αυτή την άποψη, το ίδιο το συνέδριο στην Εσθονία μπορεί να ιδωθεί ως μια απόπειρα κατασκευής ενός τόπου μνήμης που ελάχιστα είχε να κάνει με τα θύματα της τραγωδίας του σταλινικού καθεστώτος. Αλλωστε τα αγάλματα των ηγετών στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού γκρεμίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ’80 γράφοντας συμβολικά το τέλος ενός συστήματος που κοινωνικά και πολιτικά είναι πλέον νεκρό.
Αλλος ήταν επομένως ο στόχος. Το παρόν στο οποίο ένα και μοναδικό, δηλαδή ολοκληρωτικό, σύστημα κυριαρχεί στον πλανήτη. Μιλώντας κοινωνιολογικά θα έλεγα πως το σύστημα αυτό επιβάλλει παντού τη βία των πλουσίων απέναντι στους φτωχούς. Η «Βία των πλουσίων»2 είναι ο τίτλος του βιβλίου των κοινωνιολόγων Monique Pinçon-Charlot και Michel Pinçon που βάζουν βαθιά το μαχαίρι στην πληγή που έχει ανοίξει παγκοσμίως και που δεν είναι άλλη από την εργασιακή, κοινωνική, ιδεολογική, συμβολική και ψυχολογική βία που ασκούν οι πλούσιοι στα λαϊκά στρώματα και στη μεσαία τάξη.
Οι ίδιοι οι συγγραφείς αναγνωρίζουν πως, από κοινωνιολογική σκοπιά, ο όρος «πλούσιοι» είναι ένα αμάλγαμα. Ωστόσο σκοπός τους είναι να αναδείξουν, μέσα από μια λεπτομερή καταγραφή της ζωής των πλουσίων και στη γραμμή της σκέψης του Pierre Bourdieu, πως, παρά τις διαφορές και τις αντιθέσεις στις τάξεις των πλουσίων, υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο ενοποιητικό στοιχείο: η υπεράσπιση των συμφερόντων τους απέναντι στους φτωχούς.
Οι συγγραφείς δεν μασάνε τα λόγια τους. Δεν θεωρούν ταμπού λέξεις όπως ταξική πάλη, μπουρζουαζία και εργάτης. Απέναντι στο ανάθεμα του «λαϊκισμού», οι δύο κοινωνιολόγοι αναλύουν λεπτομερώς τους μηχανισμούς που ενώνουν τους πλούσιους εναντίον των φτωχών. Πρόκειται για μια ανείπωτη ορατή και αόρατη βία που δεν πλήττει μόνο το εισόδημα των φτωχών αλλά και την αξιοπρέπεια και την αυτοεκτίμησή τους.
Η βία σπάει τα όρια ιδιωτικού και δημόσιου χώρου και ασκείται παντού: στους χώρους εργασίας, στην πόλη, στους δρόμους, στα σπίτια των ανέργων αλλά και στο σύμπαν των τηλεοπτικών και ιντερνετικών εικόνων. Διότι έχει ενδιαφέρον να τονίσουμε πως οι πλούσιοι, οι οποίοι γίνονται ολοένα πλουσιότεροι, συνοδεύονται από πολιτικούς, δημοσιογράφους και ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων.
Αυτό είναι αναγκαίο για να φέρουν εις πέρας ένα πολύ δύσκολο έργο: να πείσουν πως οι αγορές (ανώνυμες και απρόσωπες) αποφασίζουν για τα πάντα και, επιπλέον, είναι αήττητες. Σαν να επρόκειτο για μια απολύτως «φυσική» εξέλιξη των πραγμάτων την οποία ουδείς μπορεί να αλλάξει, επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση.
Οι λέξεις, όπως επισημαίνουν οι δύο κοινωνιολόγοι, είναι πολύτιμα όπλα σε αυτόν τον «ακήρυχτο» πόλεμο. Παράδειγμα η λέξη κρίση η οποία δεν περιγράφει μια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά μια μέγκενη από την οποία ουδείς μπορεί να ξεφύγει. Κι αν κάποιος αναρωτηθεί «ποιος ευθύνεται για όλα αυτά;», η απάντηση είναι αυτονόητα ταυτόσημη: «Μα, η κρίση». Η κρίση έγινε πλέον η λέξη-κλειδί που καθηλώνει τους φτωχούς ανθρώπους, σκυθρωπούς, αμίλητους και ταπεινωμένους μπροστά σε έναν πόλεμο στον οποίο επιτίθενται μόνο οι πλούσιοι. Επειδή, όμως, οι κυρίαρχοι διαρκώς φοβούνται πως, ίσως, τα φαντάσματα του παρελθόντος ξαναζωντανέψουν και επιχειρήσουν να βγουν από τους τάφους τους, προσπαθούν να εδραιώσουν με κάθε τρόπο την κυριαρχία τους.
Ο βιασμός της Ιστορίας μέσω της εξομοίωσης κομμουνισμού και ναζισμού είναι μια μέθοδος (μέχρι στιγμής ούτε οι νεοφιλελεύθεροι ιστορικοί του ναζισμού είχαν τολμήσει κάτι τέτοιο). Ομως απεχθέστερος είναι ο βιασμός που ασκείται στον νου και στο συναίσθημα των ανθρώπων. Το μήνυμα είναι σαφές: οι φτωχοί, αυτοί που καθημερινά συνθλίβονται, οι ανήμποροι πάσης φύσεως, οι άνεργοι, οι άστεγοι είναι πλέον βαρύ φορτίο για την κοινωνία.
Οι πλούσιοι όμως, παρά την κρίση, κάνουν ό,τι μπορούν για να τους βοηθήσουν, είναι οι (προ)αιώνιοι ευεργέτες τους. Ετσι, οι φτωχοί εκλιπαρούν προσδοκώντας την ανάπτυξη (επενδύσεις, θέσεις εργασίας κ.λπ.), δίχως να «χώνουν τη μύτη τους» στις σκοτεινές οικονομικές υποθέσεις των πλουσίων και, κυρίως, αφήνοντάς τους να δρουν ανενόχλητοι και σίγουροι πως η ατιμωρησία τους θα είναι παντοτινή. Τουλάχιστον, προς το παρόν.
1. Pierre Nora, Les lieux de mémoire, Ed. Quarto Gallimard, (3 τόμοι), 1997. Μεγάλο βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας. 2. Monique Pinçon-Charlot και Michel Pinçon, La violence des riches, Chronique d’une immense casse sociale, Éditions Zones / La Découverte, 2013. Το βιβλίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλά θεατρικά έργα στη Γαλλία και στο Βέλγιο.
* καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο