02.09.2017, 15:52 | εφσυν
Θανάσης Βασιλείου
Εν τέλει, ακόμα και με τους όρους που γίνεται η συζήτηση, δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος καθεστώς σταλινικού τύπου – όταν η δημοκρατία προχωράει και όταν δεν είναι φοβική ή ασθενική.
Εξίσου δύσκολα θα μπορούσε να εγκαθιδρύσει ένα φασιστικό καθεστώς. Βασική συνθήκη είναι ο διαθέσιμος πολιτικός χώρος – κάτι που προκύπτει ως χειροπιαστή αποτυχία της δημοκρατίας και επιτυχία της απρονοησίας. Εκτός κι αν η μέριμνα των επιλογών, μέσω των δημοκρατικών θεσμών, είναι ο νεόκοπος αντικομμουνισμός που, για άλλοθι, ταυτίζεται στα πρωτοσέλιδα με τον σταλινισμό και τη σοβιετία.
Σε αυτή την περίπτωση, και προκειμένου να οριοθετηθούν κομματικοί-εκλογικοί χώροι, θεμελιώνεται μια σύμπτωση αντιθέσεων (μια μοχθηρή coincidentia oppositorum): ο αντικομμουνισμός της Δεξιάς, στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τη δημοκρατία, βρίσκει τους φασίστες στρατευμένους πλάι του – ο πυρήνας της ιδέας στο σχέδιο Μπαλτάκου με τη Χρυσή Αυγή.
Ομως, η κατάρρευση του πολιτικού Κέντρου και η ανάδειξη των άκρων ως συγκοινωνούντων δοχείων ήταν συνθήκες Βαϊμάρης. Ενα πλέγμα διεθνών σχέσεων που αφοπλιζόταν φραστικά καθώς εξοπλιζόταν, εκδικητικό, εθνικιστικό∙ χωρίς κανόνες∙ δίχως ιστούς αλληλεγγύης∙ κοινωνίες που έβγαιναν με τραύματα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η μαζική ανεργία και ο υπερπληθωρισμός είχαν αντικαταστήσει τις σφαγές∙ ο όλεθρος είχε τη μορφή μαζικής μετανάστευσης. Η δυστοπία τροφοδοτούσε τον επελαύνοντα φασισμό μαζί με την ιδέα της περιττής ανθρωπότητας. Οι ανέστιοι, οι αποκλεισμένοι, η ανθρωπομάζα των αδυνάτων προοικονομούσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το βιομηχανικό Ολοκαύτωμα.
Το «κοινό κάθαρμα» είχε αναλάβει την εξουσία «συνοδευόμενο από πανηγυριστές»… έγραφε ο Τόμας Μαν στο ημερολόγιό του για ό,τι έβλεπε το 1933. «… Ηταν ενάντια στις ιδέες, ενάντια σε οτιδήποτε ανώτερο, καλύτερο, αξιοπρεπές, ενάντια στην ελευθερία, στην αλήθεια και στη δικαιοσύνη». Αλλά ο δρόμος ήταν ανοιχτός.
Πολλοί, τότε, από την ελίτ των Γερμανών πολιτικών, βιομηχάνων και τραπεζιτών μπορεί να αντιπαθούσαν τους ναζί, αλλά ακόμα περισσότερο φοβούνταν τους κομμουνιστές. Και εφόσον οι νέοι της εποχής προσχωρούσαν είτε στα τάγματα εφόδου είτε στους κομμουνιστές, οι επιχειρηματίες προτιμούσαν τους ναζί επειδή μιλούσαν για «τάξη και πειθαρχία».
Εκ των υστέρων, όλοι έμαθαν τα σχέδια και τη δράση των ναζί. Αλλά το μάθημα ήταν πικρό. Η μεταπολεμική Ευρώπη, με το «ποτέ ξανά» στη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τουλάχιστον, δεν έδειξε πολεμικό αντικομμουνισμό. Διαχώρισε γρήγορα τα αισθήματα αντισοβιετισμού και αντικομμουνισμού.
Και στον βαθμό που οι δυνάμεις της Αριστεράς στη Δύση –κυρίως αυτές– είχαν συμβάλει στην Αντίσταση, συμμετείχαν στις κυβερνήσεις αποκατάστασης ως παράγοντες διαμόρφωσης του μεγάλου πολιτικού τοπίου μετά τη λήξη του πολέμου: το δυτικό κράτος πρόνοιας (welfare) που προέκυψε από το πολεμικό κράτος (warfare).
Στην Ελλάδα, έγινε το αντίθετο. Το μεταπολεμικό κράτος εξάντλησε τον αντικομμουνισμό του έως το 1974, ενισχύοντας το πνεύμα κάπηλης εθνικοφροσύνης και εκφασισμού του πολιτικού πεδίου – κάτι που είχε ήδη γίνει στο διάστημα 1920-1940.
Η πόλωση αυτή εξυπηρετούσε το πολιτικό και οικονομικό σύστημα αλλά και τους επικυρίαρχους (Αγγλους και Αμερικανούς), που προέβαιναν στην επιβολή αυταρχικών διακυβερνήσεων – και αυτό, όχι μόνο στην Ελλάδα. Μετά το ’74 κόπασε η αντικομμουνιστική υστερία χωρίς να εξαλειφθεί, για να επανέλθει σήμερα, αλλά χωρίς ορίζοντα, απέναντι σε μια Αριστερά που επίσης δεν έχει δικό της σχέδιο.
Ετσι, αντί ο δημόσιος διάλογος να γίνεται πάνω στα πραγματικά, την κατάσταση και το μέλλον της χώρας, το χρέος, τους δανειστές, το εύφλεκτο περιφερειακό περιβάλλον, τις ενδημούσες τάσεις ολοκληρωτισμού, τις ισοπεδώσεις της παγκοσμιοποίησης, των αποδόσεων, της ανταγωνιστικότητας, της μεγάλης ανεργίας και της αβεβαιότητας, γίνεται με υστερήσεις 20-30 χρόνων, με όρους ιδεοληψίας και γεροντικής οναγροκρατίας.
Η πόλωση εκφράζεται από τις δυνάμεις ολιγαρχικού τύπου (τραπεζίτες, διαπλεκόμενους, κρατικοδίαιτους, μεγάλους επιχειρηματίες, κομματικά κυκλώματα και λόμπι, μέσα μαζικής «ενημέρωσης» που απευθύνονται ή σε τυχοδιώκτες ή σε αποχαυνωμένους). Αντί η χρεοκοπία να γίνει συλλογικό μάθημα και σημαία ευκαιρίας, οι υπεύθυνοι του ελληνικού κρατισμού και της χρεοκοπίας ανακαλύπτουν στον αντικομμουνισμό τους το μάντρα της αυτοκάθαρσης και της αυτοσυντήρησής τους.
Εν τω μεταξύ, η περιττή ανθρωπότητα έχει επανεμφανιστεί ως νέα «κανονικότητα», σε συνθήκες μη κανονικές. Αλλά γι’ αυτό, δεν λένε τίποτα. Η παρατεταμένη ανεργία, η υψηλή ανεργία στους νέους, ο γερασμένος πληθυσμός, οι άρρωστοι, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι, οι αδύνατοι, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι εδώ, μαζί με την εξάντληση, την οργή, τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό∙ με άλλες σημαίες, ταμπέλες και συνεπαγωγές.
Λ.χ., η άρνηση ορισμένων Γερμανών τουριστών να πληρώσουν τους ταξιτζήδες, επειδή πιστεύουν ότι οι Ελληνες χρωστάνε στους Γερμανούς, κάτι δείχνει για την προπαγάνδα του Σόιμπλε και το επίπεδο κατανόησης της κατάστασης.
Ο Ουμπέρτο Εκο, μιλώντας κάποτε για το πνεύμα του φασισμού, είχε πει ότι βρίσκεται γύρω μας∙ με πολιτική περιβολή. Είναι αυτό που, σήμερα, λοιδορεί τους περιττούς και τα θύματα της απορρύθμισης. Το ίδιο είχε πει, με άλλα λόγια, η Χάνα Αρεντ. Κρύβεται στην «κανονικότητα» καιροφυλακτώντας, όπως ο βάκιλος της πανούκλας του Καμί, ώστε κάποια στιγμή να ξαναφανεί.