Όχι και τόσο μυστικές συμπάθειες… | AP Photo/Michael Probst
«Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη, είναι το να κρίνεις πολιτικές και προγράμματα με βάση τις προθέσεις τους και όχι τα αποτελέσματά τους» – Milton Friedman
Toν Αύγουστο του 2007, η αξιολόγηση της Αμερικάνικης Ομοσπονδιακής Τράπεζας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα άλλα και για τα επενδυτικά προϊόντα που διακινούνταν στις ΗΠΑ, ήταν άριστες. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, θεωρώντας ότι έτσι προστατεύει την σταθερότητα και την ευρυθμία του τραπεζικού συστήματος, είχε λάβει την πολιτική απόφαση να μην αμφισβητήσει τον πυρήνα της κερδοφορίας των Αμερικάνικων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων η οποία έσπαγε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Φυσικά τα επενδυτικά προϊόντα, έχοντας περάσει κάτω από τα ραντάρ του μεγάλου ρυθμιστή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, ηταν ένα μείγμα δανειακών εγγυήσεων σκουπιδιών μαζί με λίγα ακόμα σκουπίδια, πακεταρισμένα σε χρυσόχαρτο πολυτελείας. Έτσι, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι όλα βαίνουν καλώς, ένα μήνα μετά η AIG “σκάει” και τελικά σώζεται από την κατάρρευση με σοκαριστικά υψηλή κρατική ενίσχυση και ο Αμερικάνικος κολοσσός Lehman Brothers καταρρέει και μαζί του παίρνει και ολόκληρη την αίγλη του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Από μετέπειτα καταθέσεις στελεχών της, καταγράφεται ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα δεν λειτούργησε βάση του καταστατικού της το οποίο την ορίζει ως ρυθμιστή και επόπτη του τραπεζικού συστήματος. Αντίθετα οι αποφάσεις της εκείνη την περίοδο ελήφθησαν κατόπιν εισηγήσεων ιδιωτικών funds και τραπεζικών κολοσσών οι οποίοι είχαν κάθε συμφέρον να αναζητούν νομιμοποίηση της φούσκας εγγυήσεων των στεγαστικών δανείων που είχαν κατασκευάσει.
Ο νεοφιλελευθερισμός όμως ενώ έχει ικανότητα να εγγράφει στην μνήμη του πολύτιμα μαθήματα, ταυτόχρονα είναι και αδηφάγος. Η ΕΚΤ, ως πρωτοπορία του Ευρωπαικού καπιταλισμού, είναι θεματοφύλακας του ενιαίου νομίσματος, υπεύθυνη για τα κρατικά χρέη των κρατών-μελών και εγγυητής της νομισματικής σταθερότητας, των επιτοκίων και την εύρυθμης λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος. Οι ιδιωτικές τράπεζες αποτελούν οντότητες που υπόκειται στον έλεγχο της ΕΚΤ όσον αφορά την λειτουργία τους άλλα και τις ρυθμίσεις που διέπουν τις δραστηριότητες τους.
Η θεωρητικά «ανεξάρτητη» ΕΚΤ, βάση της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (κεφ. 1-5, αρθ. 120-144 και μέρος 6, κεφάλαιο 1, τμήμα 1, αρθ. 282-284), είναι θεσμός εποπτικός ωστόσο τα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου και του Διοικητικού Συμβουλίου της, διορίζονται και δεν εκλέγονται, γεγονός που απορρέει στην μη δυνατότητα λογοδοσίας και ελέγχου των αποφάσεων της.
Πρόσφατη έρευνα του Corporate Europe Observatory έδειξε ότι οι κυκλικές κινήσεις από τις οποίες διέρχεται το ευρωπαικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ακμαίες και στοχεύουν ακριβώς στην δημιουργία ενός νέου σημείου ισορροπίας όπου το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο θα αναλάβει εκ νέου ηγετικό ρόλο στην Ευρωπαική ολοκλήρωση. Η έρευνα αναδεικνύει αυτό που πολλοί φανταζόμασταν, ότι δηλαδή παγκόσμια και ευρωπαικά χρηματοπιστωτικά συμφέροντα, παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες στην ΕΚΤ, αναφορικά με την οικονομική και νομισματική στρατηγική που θα πρέπει αυτή να έχει, την στιγμή μάλιστα που υποτίθεται ότι ελέγχονται από αυτήν.
Τα νούμερα δεν αφήνουν περιθώρια. Από τους 517 εξωτερικούς συμβούλους με τους οποίους οι ΕΚΤ την παρούσα περίοδο διατηρεί σχέσεις, οι 508 είναι δηλωμένοι ως εκπρόσωποι ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και από αυτούς οι 208 περίπου ανήκουν σε οικονομικούς κολοσσούς μεταξύ άλλων όπως οι Deutsche Bank, BNP Paribas και Citigroup ενώ 3 εξ αυτών ανήκουν στην Ελληνική Εθνική Τράπεζα, 4 στην ΤτΕ, 1 στην Alpha Bank ενώ μία θέση ανήκει σε μεγάλη Ελληνικό Δικηγορικό Γραφείο, αγνώστων λοιπών στοιχείων, για την ώρα.
Οι 64 από τις συνολικά 144 επιχειρηματικές και χρηματοπιστωτικές οντότητες που συμβουλεύουν την ΕΚΤ, έχουν αποφύγει να εγγραφούν στις επίσημες λίστες λόμπι της ΕΕ. Η εικόνα είναι συντριπτική. Μία ΕΚΤ που δέχεται συμβουλές, συστάσεις και υποδείξεις από όσους θα έπρεπε στην πραγματικότητα να ελέγχει, δεν είναι ανεξάρτητη ούτε λαμβάνει αποφάσεις μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες.
Ως εκ τούτου, το ερώτημα τα που προκύπτουν είναι δύο: Ποιος συμμετέχει στην λήψη των αποφάσεων και ποιους υπηρετούν οι αποφάσεις αυτές. Φυσικά, όταν δεν υπάρχει λογοδοσία και κοινωνικός έλεγχος, η απάντηση και στις δύο ερωτήσεις είναι η ίδια. Εκείνος που λαμβάνει τις αποφάσεις, τις λαμβάνει προς όφελος του.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά την διάρκεια των χρόνων της κρίσης, διεκδικεί και τελικά κερδίζει περισσότερο χώρο στην λήψη των Ευρωπαϊκών αποφάσεων. Η εποπτεία των μεγάλων τραπεζών και άρα η δύναμη να αποφασίζει κανόνες και ρυθμίσεις, ο καθορισμός των βασικών επιτοκίων, η διαχείριση των κρατικών χρεών και τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων, είναι μερικές από τις «υπερεξουσίες» της ΕΚΤ.
Αυτές οι «υπερεξουσίες» της δίνουν το δικαίωμα να αφήνει πίσω το καταστατικό που βασικά την περιγράφει ως τεχνοκρατικό θεσμό, και αντίθετα να λειτουργεί ως ένα από τα πολιτικά κέντρα του διεθνούς κεφαλαίου. Πέρα από τον παραδοσιακό ρόλο της στην Νομισματική και Τραπεζική Ένωση, η ΕΚΤ πλέον λειτουργεί και διαχειρίζεται γιγαντιαία προγράμματα αγοράς ομολόγων και είναι ένας εκ των οποίων σχεδιάζει δημοσιονομικές πολιτικές σε ενωσιακό επίπεδο. Σε όλα τα παραπάνω, ο κοινωνικός έλεγχος είναι μηδαμινός
Παράδειγμα μάχης που αποδεικνύει ότι η ΕΚΤ υλοποιεί τα αιτήματα των συμβούλων της, είναι η μάχη που δώθηκε για τον Φόρο Χρηματοπιστωτικών Συναλλαγών (FTT), έναν φόρο πολύ χαμηλού ύψους που θα έμπαινε σε μεγάλες συναλλαγές παραγώγων, μετοχών κ.α. και που θα πριόνιζε τα υπέρογκα κέρδη των τραπεζών ενώ θα γέμιζε τα κρατικά ταμεία με δισεκατομμύρια και σύμφωνα με κάποιους οικονομολόγους θα μείωνε τις αποσταθεροποιητικές τάσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών. Το 2012, οι εισηγήσεις των μεγάλων τραπεζικών ομίλων προς την ΕΚΤ ήταν σαφείς, και η ΕΚΤ φυσικά υλοποίησε την ατζέντα που της είχε τεθεί.
Τα παραπάνω άλλα και οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ σε κρισιακές καταστάσεις όπως αυτή του Ιούλη του 2015 στην Ελλάδα, άλλα και πιο πριν σε Ιταλία και Ιρλανδία την εντάσσουν στο πολιτικό κάδρο της ΕΕ. Η οπισθοχώρηση του ευρωπαϊκού παρεμβατισμού ως αποτέλεσμα της ευθυγράμμισης της νομισματικής στρατηγικής της ΕΚΤ με τα funds και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, απλά επιβεβαιώνει αυτό που η ριζοσπαστική αριστερά ανέλυε ήδη από την δεκαετία του 80.
Η καπιταλιστική ολοκλήρωση της ΕΕ έχει ως προϋπόθεση την δημιουργία ενός ηγεμονικού μπλοκ το οποίο δεν θα αρκείται στο να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Θα πρέπει να συμμετέχει και στην λήψη των αποφάσεων. Η αυτονομία της πολιτικής δεν υπήρξε ποτέ. Και αν η ΕΚΤ άλλα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δεν λογοδοτούν μία φορά σε θεσμούς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τα funds δεν λογοδοτούν χίλιες φορές. H κατάρρευση του 2008 είναι εδώ για να μας το θυμίζει.
* Πολιτικός Αναλυτικής ειδικός σε θέματα Ε.Ε. και κοινωνικών κινημάτων