20.10.2017, 19:02 | εφσυν
Οι ρεαλιστές πολιτικοί υποστήριζαν πάντα ότι η «φιλοξενία» αμερικανικών βάσεων ενισχύει τον στρατηγικό ρόλο της χώρας υποδοχής. Στο τελευταίο του βιβλίο όμως, ο Ντέιβιντ Βάιν αποδεικνύει ότι αυξάνουν την αστάθεια και λειτουργούν σαν μαγνήτης για τη διεθνή τρομοκρατία.
Οι βάσεις διασφαλίζουν το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο των ΗΠΑ. Πρέπει να βρίσκεσαι εκεί για να εξασφαλίσεις την παραγωγή, φτηνό εργατικό δυναμικό και πρώτες ύλες
Φίλιπ Μπέριγκαν, Αμερικανός ακτιβιστής
Ο Ντέιβιντ Βάιν είναι κυνηγός βάσεων – αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του, όταν δεν διδάσκει Ανθρωπολογία στο American University της Ουάσινγκτον, αφιερώνει τον χρόνο του στην εξαντλητική συλλογή πληροφοριών για κάθε μία από τις 800 βάσεις που διαθέτουν οι ΗΠΑ σε τουλάχιστον 80 χώρες του πλανήτη.
Και κάθε χρόνο εκπλήσσεται και ο ίδιος με το μέγεθος των στρατιωτικών αποστολών που, όπως λέει, δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία των αυτοκρατοριών. Μόνο στη Γερμανία υπάρχουν σήμερα 174 εγκαταστάσεις του αμερικανικού στρατού, στην Ιαπωνία 113 και στη Νότια Κορέα 83.
Αν προσθέσει κανείς και τους στρατιώτες που φιλοξενούνται σε συμμαχικές βάσεις ή αναπτύσσονται για τη φύλαξη πρεσβειών και άλλων εγκαταστάσεων, συνειδητοποιεί ότι οι ΗΠΑ έχουν στρατιωτική παρουσία σε περίπου 160 χώρες. Αντίθετα, οι ΗΠΑ αποτελούν μια από τις ελάχιστες χώρες που δεν διαθέτουν ξένες βάσεις στο έδαφός τους.
To εντυπωσιακό, εξηγεί ο Ντέιβιντ Βάιν, είναι ότι οι Αμερικανοί πολίτες αγνοούν την ύπαρξη αυτών των βάσεων. «Συζητούσαμε για χρόνια για το Γκουαντάναμο» εξηγεί ο ίδιος «αλλά ούτε ένας πολιτικός ή δημοσιογράφος δεν αναρωτήθηκε γιατί οι ΗΠΑ έχουν στρατιωτική βάση στη Κούβα».
Στο βιβλίο του Base Nation περιγράφει τη λειτουργία βάσεων που θυμίζουν μεγαλουπόλεις, με δικούς τους κινηματογράφους, αλυσίδες Burger Kings, αλλά ακόμη και σχολεία (170 βάσεις διαθέτουν το δικό τους γήπεδο του γκολφ). Δίπλα τους, τα λεγόμενα «νούφαρα» (lily pad) αποτελούν λιλιπούτειες εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη ειδικών δυνάμεων, την απογείωση drones ή απλώς την αποθήκευση εξοπλισμού.
Αν και ο Βάιν ανήκει σε μια γενιά προοδευτικών πανεπιστημιακών και ερευνητών, συνηθίζει να βομβαρδίζει το ακροατήριό του με επιχειρήματα από τη σκληρή, ρεαλιστική σχολή των διεθνών σχέσεων.
Συλλέγοντας στοιχεία από το διαβόητο RAND (το μακρύ χέρι του Πενταγώνου στον χώρο των think tanks) αποδεικνύει ότι το γιγαντιαίο δίκτυο των αμερικανικών βάσεων δεν προσφέρει τα αναμενόμενα επιχειρησιακά πλεονεκτήματα στις ΗΠΑ, αφού η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει πλέον στις ένοπλες δυνάμεις να αναπτύσσονται σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη μέσα σε ελάχιστες ώρες.
Αντίθετα κάθε στρατιώτης που υπηρετεί στο εξωτερικό στοιχίζει επιπλέον 10.000 έως 40.000 δολάρια στους Αμερικανούς φορολογούμενους. Και οι ΗΠΑ έχουν σήμερα σχεδόν μισό εκατομμύριο στρατιωτικούς με τις οικογένειές τους σε όλο τον κόσμο.
Ενας από τους λόγους που θα μπορούσαν να εξηγήσουν το τεράστιο δίκτυο στρατιωτικών εγκαταστάσεων είναι τα κολοσσιαία κέρδη των αμερικανικών επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν την κατασκευή και την τροφοδοσία τους. Εταιρείες όπως η Dyncorp και η KBR (πρώην θυγατρική της Halliburton) συμμετέχουν στο μοίρασμα μιας πίτας 156 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που δαπανά κάθε χρόνο το Πεντάγωνο.
Πρόκειται για ένα μικρό μόνο κομμάτι της αμερικανικής στρατιωτικής οικονομίας, μέσω της οποίας το κράτος προσφέρει στους ιδιώτες εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια των Αμερικανών φορολογούμενων, οι οποίοι νομίζουν ακόμη ότι ζουν στη πιο «φιλελεύθερη» οικονομία του πλανήτη.
Σε αντίθεση, πάντως, με ό,τι υποστηρίζουν διάφοροι «μαυραγορίτες – πολιτικοί» στις χώρες που φιλοξενούν τις βάσεις, οι αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις σπάνια ενισχύουν τις τοπικές οικονομίες. Οι περισσότερες δαπάνες επιστρέφουν σε αμερικανικές εταιρείες ενώ πολύ συχνά οι βάσεις καταστρέφουν «φιλέτα» της αγοράς ακινήτων, περιμετρικά των οποίων δημιουργούνται κέντρα πορνείας και εγκληματικότητας.
Οπως εξηγεί όμως ο Ντέιβιντ Βάιν στο βιβλίο του, μια αμερικανική βάση μπορεί να έχει πολύ πιο καταστροφικές συνέπειες για τις χώρες φιλοξενίας. Το Πεντάγωνο έχει κατηγορηθεί ότι μετατρέπει ολόκληρες περιοχές σε χώρους ταφής τοξικών αποβλήτων, ενώ πολύ συχνές είναι και οι διαρροές επικίνδυνων ουσιών στο περιβάλλον – χωρίς να συμπεριλαμβάνεται εδώ ο κίνδυνος από τη φύλαξη παλαιών πυρηνικών όπλων, συχνά εν αγνοία του τοπικού πληθυσμού.
Οι βάσεις όμως λειτουργούν και σαν μαγνήτης για τη δημιουργία εξτρεμιστικών κινημάτων που προχωρούν σε τρομοκρατικές επιθέσεις. Η Αλ Κάιντα, παραδείγματος χάριν, χρησιμοποιούσε την παρουσία αμερικανικών βάσεων στη Σαουδική Αραβία σαν επιχείρημα για τη στρατολόγηση νέων μελών.
Σε αντίθεση με την επιχειρηματολογία του Πενταγώνου, ότι οι βάσεις του είναι παράγοντας σταθερότητας και αποτροπής ξένων επιθέσεων, συνήθως ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Η δημιουργία στρατιωτικών εγκαταστάσεων αυξάνει την κούρσα εξοπλισμών και λειτουργεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία πολεμικών συρράξεων.
Σύμφωνα με τον Βάιν η περικύκλωση της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν με αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις οδήγησε και τις τρεις χώρες σε σημαντική αύξηση των πολεμικών τους δαπανών, η οποία στη συνέχεια παρουσιάστηκε από το Πεντάγωνο σαν δικαιολογία για τη δημιουργία ακόμη περισσότερων βάσεων.
Και όλα αυτά, σημειώνει ο Ντέιβιντ Βάιν, τα λέμε χωρίς να συνυπολογίζουμε και τα 11 αμερικανικά αεροπλανοφόρα, τα οποία οι επιτελείς του Πενταγώνου αποκαλούν «τέσσερα στρέμματα κυρίαρχου αμερικανικού εδάφους».
Να ‘χαμε και εμείς έστω και ένα στρέμμα κυρίαρχου εδάφους.
Διαβάστε
Base Nation (εκδόσεις Skyhorse Publishing)
Ο καθηγητής Ανθρωπολογίας Ντέιβιντ Βάιν αφιέρωσε τη ζωή του στην παρακολούθηση της εξάπλωσης της αμερικανικής αυτοκρατορίας