28.10.2017, 23:39 | εφσυν
«Ο φασισμός αρχίζει με τη σκέψη ότι όλοι οι άλλοι είναι ανόητοι», είχε πει ο Γάλλος ποιητής Πολ Βαλερί – ένας βαθύς στοχαστής της εποχής του. Την ίδια άποψη είχε ο στρατηγός Γιούργκεν Στρόοπ, ο δήμιος που, κατ’ εντολή του Χίτλερ, είχε αναλάβει την εκκαθάριση του Γκέτο της Βαρσοβίας, στέλνοντας ψύχραιμα χιλιάδες να βρουν τον θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Στρόοπ υποστήριζε -πριν από τον απαγχονισμό του- πως «τους βλάκες πρέπει να τους κάνεις ευτυχισμένους όποια κι αν είναι η αρχική τους βούληση… Τους κάνεις ευτυχισμένους με εντολές για βία στο όνομα των “σωστών ιδεών”».
Ο Στρόοπ εφάρμοσε τις «σωστές ιδέες» στην Πολωνία και, μετά, στην Ελλάδα της Κατοχής. Κατά τη διάρκεια της εδώ θητείας του, το 1943, κατάφερε να οργανώσει πολύ πιο σκληρά την Γκεστάπο των Αθηνών και ήταν αυτός που απέσπασε από την ιταλική διοίκηση το στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Οι άνθρωποί του έστειλαν στην Πολωνία πάνω από 10.000 Ελληνοεβραίους, οι περισσότεροι από τους οποίους θανατώθηκαν στο στρατόπεδο του Αουσβιτς
Οταν ο Ιταλο-εβραίος χημικός, Πρίμο Λέβι, επιζών του Αουσβιτς, έγραφε το συγκλονιστικό «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» στο μακρινό 1946, τόνιζε τον στόχο της ηθικής αντίστασης στο ανθρώπινο κακό. Μιλώντας για τη μνήμη σε μέλλοντα χρόνο έλεγε:
Πολλοί λαοί ή άτομα συμβαίνει να θεωρούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ότι “κάθε ξένος είναι εχθρός”… Οταν αυτή η ανομολόγητη αλυσίδα αποτελέσει τη μείζονα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε, στο τέλος της αλυσίδας βρίσκονται τα στρατόπεδα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σύλληψης του κόσμου οδηγημένης στην έσχατη συνέπειά της. Οσο υπάρχει αυτή η αντίληψη, τα αποτελέσματά της θα μας απειλούν. Η ιστορία των στρατοπέδων εξόντωσης θα έπρεπε να ερμηνευτεί από όλους σαν ένα δυσοίωνο σημάδι κινδύνου
Τόσα χρόνια μετά, φαίνεται πως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αιφνιδιαστικό. Ο όλεθρος ήταν απότοκο της διδασκαλίας του μίσους∙ της κατασκευής του «εχθρού» που πήρε, μαζί με τον ευρωπαϊκό χάρτη των τρένων του θανάτου, τη μορφή χιονοστιβάδας γεγονότων που συνοψίζονται στη λέξη «Ολοκαύτωμα». Φαινόταν αδιανόητο. Αλλά έγινε.
Η Ευρώπη τα βίωσε. Μάλιστα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα, μαζί με την Πολωνία, την Ιταλία και την ίδια τη Γερμανία, κατατάχθηκε μεταξύ των χωρών που υπέστησαν τα μεγαλύτερα δεινά του πολέμου. Αλλά γιατί επανεµφανίζονται στην Ευρώπη σήμερα τα χαρακτηριστικά του φασισμού; Πώς αντιμετωπίζουμε την εξάπλωσή τους; Συνήθως στα κείμενα, που μας αρέσει να τα λέμε μανιφέστα, απαντάει ο χρόνος και ακόμα καλύτερα οι αναγνώστες τους, που κι αυτοί μπαίνουν στη διαδικασία να συμφωνούν ή να διαφωνούν.
Ο Γκράμσι, ο Μπένγιαμιν, η Χάνα Αρεντ, ο Καµί, ο Τόµας Μαν, ο Αντόρνο, ο Βαλερί, ο Εκο, όλοι τους στοχαστές της γένεσης του φασισμού στον 20ό αιώνα, συµφωνούν, ο καθένας µε τον τρόπο του, στο εξής: ο φασισµός βασίζεται στην απουσία της ιδεολογίας και στην άρνηση ανθρώπινων, πνευµατικών αξιών· ευδοκιµεί όταν οι άνθρωποι παύουν να σκέφτονται και γίνονται αδιάφοροι. Πρόσφορο έδαφος για τον φασισµό είναι η υλική αβεβαιότητα, η δυσαρέσκεια, η σιωπή και η ακηδία των ελίτ κάθε είδους – φαινόµενα που δεν λείπουν από τη σημερινή Ευρώπη, από τη σημερινή Ελλάδα.
Κάθε χρόνο, την 28η Οκτωβρίου, γιορτάζουμε την είσοδό μας στον πόλεμο και όχι το τέλος του πολέμου. Γιορτάζουμε παραμορφώσεις. Στον απόηχο του τορπιλισμού της «Ελλης», το πνεύμα της «γιορτής» το είχαν εκφράσει πολύ καλά οι εφημερίδες της εποχής και οι ειδήσεις για το Επος του ’40, μαζί με τα προσωπικά ημερολόγια. Ο Γ. Θεοτοκάς έγραφε τον Νοέμβριο του 1940: «Κόσμος πολύς χυμένος στους δρόμους, κίνηση εξαιρετική. Περνούν μονάδες του στρατού που πηγαίνουν στο μέτωπο. Οι φαντάροι τραγουδούν, το πλήθος χειροκροτεί και ζητωκραυγάζει.
»Αξίζει να είναι κανείς Ελληνας τις μέρες αυτές». Οπως είχε γίνει, πράγματι άξιζε. Το ίδιο πνεύμα είχε εκφράσει ο Σικελιανός στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το 1943. Πάνω από τον ανοιχτό τάφο του Παλαμά, είχε απαγγείλει το φοβερό επικήδειο ποίημά του «Ηχήστε οι σάλπιγγες».
Εχουν περάσει 74 χρόνια από εκείνη την ημέρα του Φλεβάρη, που για μια στιγμή η Αθήνα και ολόκληρη η χώρα τόλμησε να ελπίσει πως θα έβλεπε τις σημαίες να ξεδιπλώνονται στον αέρα και τα βούκινα να προαναγγέλλουν την έλευση της λευτεριάς. Ομως, το κακό δεν σταμάτησε με το τέλος του πολέμου και, για μια φορά ακόμα, φαινόταν σαν να είναι (με τα λόγια του Παλαμά) «σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα…»
Στον καιρό της ειρήνης, πολλά πνεύματα γύρεψαν να θάψουν νεκρούς και φαντάσματα, με ποίηση αποχαιρετισμού ή με πραγματείες χαμένων ευκαιριών. Πράγματι, γράφτηκαν πολλά. Ομως, το αδιανόητο είχε συμβεί: το δυναμικό, προηγμένο κράτος του 1900 είχε οδηγήσει την Ευρώπη στον ηθικό, φυσικό και πολιτισμικό όλεθρο. Αυτά τα σκεφτόμαστε στη γιορτή και στην ειρήνη;