Ένα παιδί στο πουθενά της κόλασης. Λίγη σημασία έχει αν αυτό το «πουθενά» λέγεται Κιρκούκ στο Ιράκ. Έτσι κι αλλιώς, η κόλαση δεν έχει πατρίδες. Σημασία έχει ότι αυτό το παιδί σηκώνει ένα λευκό κουρέλι. Παραδίδεται άνευ όρων πριν προλάβει να κάνει τα πρώτα του βήματα στη ζωή. Κι αυτό το λευκό κουρέλι είναι η λευκή σημαία μια οικουμενικής σκληρότητας και μιας οικουμενικής ντροπής. Γιατί σε μας σηκώνει τη λευκή σημαία, σε μας παραδίδεται άνευ όρων αυτό το παιδί. Σε μας που αφήνουμε χώρο στον καλπασμό του αφηνιασμένου κέρδους, που παρακολουθούμε τις θηριωδίες εις βάρος ολόκληρων λαών, εις βάρος των εκατομμυρίων προσφύγων. Ναι, σε μας παραδίδεται άνευ όρων αυτό το παιδί, σε μας που παρακολουθούμε τον φασισμό να σφυρίζει το μίσος του εναντίον των αδύναμων και να προχωρά. Η γη τρέμει. Η γη σηκώνει λευκή σημαία. Όποιος δεν το κατανοεί γίνεται συνένοχος αυτής τη φρίκης. Γιατί πάνω σ’ αυτό το λευκό κουρέλι είναι γραμμένο με αίμα όλο το μαρτύριο, όλος ο θάνατος, όλη η τερατουργία εις βάρος των αθώων.
Έγραφε ο Νίκος Καρούζος το καλοκαίρι του 1984, απευθυνόμενος σ’ ένα δίχρονο -τότε- κοριτσάκι: «Αγαπητή Μαρία/ Λένε άνευ όρων ∙ αυτό μην το ακούσεις./ Έχε όρους αιωνιότητας, εγώ σε συμβουλεύω». Και ιδού η Μαρία του Κιρκούκ, ιδού μια μικρή Παναγία που σηκώνει σημαία παράδοσης άνευ όρων. Γιατί κανένας δεν ακούει τις συμβουλές των ποιητών. Γιατί ολοένα και περισσότεροι γίνονται υποτελείς των φασιστικών κρωγμών, υποχείρια ανάλγητων δοξασιών, έρμαια των φονικότατων δυνατών. Όποιος δεν βλέπει σ’ αυτή τη σημαία ένα παγκόσμιο επιχείρημα εναντίον του επελαύνοντος φασισμού δεν είναι άξιος να λέγεται άνθρωπος. Όποιος ψελλίζει τα φρικτά στην ανοησία τους επιχειρήματα της απανθρωπίας δεν ανήκει στην κοινωνία των έλλογων όντων. Το σαρκοβόρο και ανθρωποβόρο κακό είναι εδώ. Κι εμείς φωτίζουμε τα κτίρια με τις σημαίες κρατών, δυτικών βεβαίως, όταν ξεσπάει η αλαλιασμένη και τυφλή εκδίκηση πάνω στα κεφάλια μας και στα κεφάλια των παιδιών μας. Χωρίς να αναρωτιόμαστε ποιος νίκησε τόσο πολύ, ποιος πολέμησε τόσο πολύ αυτό το παιδί, ποιος το κατίσχυσε μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής του, ώστε να σηκώσει τη λευκή σημαία της κατάμαυρης ζωής του. Ποιος θα ονομαστεί νικητής που θα τον δοξάσουν «ο δήμος και οι σοφιστές»; Ποιος θα παρελάσει με τα όπλα του τα φοβερά σε παράταξη μάχης για να γιορτάσει τη νίκη εναντίον αυτού του ηττημένου παιδιού; Ποιες αναπεπταμένες σημαίες θα κυματίσουν με περηφάνια βουτηγμένη στα αίμα παιδιών και αμάχων, αλλά και εμπόλεμων που κυριολεκτικά σύρθηκαν από τα μαλλιά σε πολέμους που ούτε τους θέλησαν, ούτε πρόλαβαν να κατανοήσουν γιατί έγιναν; Σε ποιο τραπέζι θα υπογραφεί η άνευ όρων παράδοση αυτού του παιδιού στον μέγα νικητή, τον σιδηρόφρακτο θάνατο;
Είναι μια καλή ευκαιρία η σημερινή επέτειος να αναρωτηθούμε για όλα αυτά. Να αντικρίσουμε κατάματα τη φρικώδη γελοιότητα περί σημαιών και αριστείας και αν θα είναι Έλληνας ή ξένος αυτός που θα την κρατάει. Είναι μια ευκαιρία να ντραπούμε για τη φασίζουσα συμπεριφορά μας απέναντι στην ανήκουστη τραγωδία που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Όταν ένα παιδί σηκώνει λευκή σημαία, κουρελιάζονται οι σημαίες όλου του κόσμου. Όταν ένα παιδί παραδίδεται άνευ όρων, ξανασκοτώνονται οι τιμημένοι νεκροί όλων των αγώνων εναντίον του φασισμού με την ελπίδα ενός δίκαιου κόσμου. Επειδή πολλά θα ακουστούν σήμερα, ας θυμηθούμε ότι δεν σήκωσαν ψηλά τα λάβαρα της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας και της περηφάνιας οι 200 της Καισαριανής για να κρατάει λευκή σημαία ένα παιδί, μια μικρή Παναγία επαναλαμβάνω, στην παγκόσμια κόλαση του Κιρκούκ. Είναι μια ευκαιρία να κατανοήσουμε ότι αυτή η σημαία είναι σαν να παραδίδονται άνευ όρων οι 200 της Καισαριανής, όλοι οι 200 όλου του κόσμου, όλων των αγώνων. Είναι αβάσταχτη ντροπή για όσους πάσχισαν και έδωσαν τη ζωή τους, προκειμένου να είναι όρθιος ο άνθρωπος, να γονατίζει έτσι ένα παιδί, να γονατίζει η ψυχή του, να γονατίζει η ύπαρξη, το μέλλον της ανθρωπότητας για να ξεχειλίζουν τα χαρτοφυλάκια και τα ερμάρια των τραπεζών από την αποσβολωτική αγριότητα του πλούτου. Είναι ντροπή όταν από το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» έχει απομείνει μονάχα το απαρηγόρητο πένθος. Α, ναι. Είναι μια καλή ευκαιρία η σημερινή επέτειος για όλους εμάς που κλάψαμε πριν από λίγες μέρες στα μαύρα χώματα της Μακρονήσου, για μας που υποτίθεται ότι ακόμα τραγουδάμε για την πανανθρώπινη ελευθερία, για τη φωτεινή ζωή, είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε του στίχους του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, να συνειδητοποιήσουμε πως τώρα που ένα παιδί σηκώνει λευκή σημαία, τώρα ακριβώς, «οι σημαίες κείτονται στα καταστατικά/ οι λέξεις που ’βαζαν φωτιά γίνονται πάλι λέξεις». Και με τέτοιες λέξεις, με τέτοια κελύφη λέξεων δεν πάμε πουθενά. Σημαίνει, όπως συγκλονιστικά το λέει πάλι ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, πως «μόνο το πολυβόλο συνεχίζει να θερίζει τα χρόνια μας/ κάθε μέρα σκύβουμε περισσότερο ν’ αποφύγουμε τις σφαίρες».
Κι όσο σκύβουμε, τόσο θα πλαταγίζει πάνω από την ανθρωπότητα η φοβερή λευκότητα της άνευ όρων παράδοσης. Και 1.100 παιδιά θα πεθάνουν από πείνα στην ανατολική Γούτα της Συρίας. Και 15.000 παιδιά θα συνεχίσουν να πεθαίνουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο, κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα, διαρκώς και αδιαλείπτως κάθε μέρα, από ασθένειες που θα μπορούσαν να προληφθούν.
Πλην όμως δεν κατέστη δυνατόν. Η ανθρωπότητα κοιτάζει αλλού και είναι πολύ απασχολημένη. Έχει πολλά παιδιά ακόμα να νικήσει.