Ο τρίτος μήνας του φθινοπώρου έφτασε στα μέσα του και μέρα με τη μέρα πηγαίνει προς το τέλος του. Οι τελευταίες ημέρες ήταν πράγματι φθινοπωρινές: είχαν όλο αυτό που οι μετεωρολόγοι περιγράφουν ως άστατα καιρικά φαινόμενα, εναλλαγές θερμοκρασίας, πάνω και κάτω της διάθεσης.
Εκεί που ξυπνούσες το πρωί μέσα στο γκρίζο και με την υγρασία να σου τρυπά το δέρμα και να φτάνει ώς τα κόκαλα, δυο ώρες μετά, περπατώντας στον δρόμο, έσκαγες από τη ζέστη και ήθελες να πετάξεις το πανωφόρι σου.
«Μα, τι τα ήθελα τόσα ρούχα; Και γιατί αντί για γυαλιά ηλίου πήρα ομπρέλα μαζί μου;» αναρωτιόσουν. Αργότερα, βέβαια, ευλογούσες την καλή θεά πρόνοια που σε φώτισε και βάρυνες με κάτι ακόμη την τσάντα σου. Οι μπόρες ήταν τόσο δυνατές, που έψαχνες καταφύγιο σε υπόστεγα και τέντες καταστημάτων, τα μποτάκια σε προστάτεψαν από τους νερόλακκους των πεζοδρομίων, η ζακέτα προστάτεψε τα πλευρά σου.
Τα μεσημέρια και περισσότερο τα απογεύματα, λίγο πριν πέσει το χειμέριο σκοτάδι, όταν τα γκρίζα σύννεφα σου έκαναν τη χάρη να αφήσουν ένα κενό για τις αδύναμες πια αχτίδες του ήλιου, όλα γλύκαιναν και έπαιρναν ένα χρώμα όχι κίτρινο, ούτε καφέ, ούτε πορτοκαλί.
Δεν μπορούσες να το περιγράψεις, μόνο προβληματιζόσουν γιατί δεν ήξερες από πού προήλθε τόση ομορφιά, πού ήταν τόσο καιρό κρυμμένη και γιατί η πόλη που άλλες φορές τόσο πολύ σε απωθεί, τώρα τόσο σε γοητεύει σαν παλιά φωτογραφία σε σέπια και το μόνο που θέλεις είναι να αλητεύεις στους δρόμους της.
Ετσι, χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό, κι ας κινδυνεύεις να χαθείς σε στενά που δεν ξέρεις, να ξυπνήσεις ό,τι άφησες να υπνώττει και που μπορεί να σε συγκινήσει μέχρι δακρύων.
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και / πιο πολύ το φως / σα να τέλειωνε για πάντα ο κόσμος*.
Θέλεις να ψέξεις τον ποιητή που μέσα στη μαγεία των λέξεών του αποδίδει στο φθινοπωρινό σούρουπο το τέλος του κόσμου – λες και δεν ξέρεις τι σημαίνουν τα λόγια αυτά. Σαν να μην είχες προστρέξει ποτέ ξανά στην ουσία τους και να μην τα είχες κάποτε αποστηθίσει.
Ενα θερμό κόκκινο χρώμα αρχίζει τότε να σε τυλίγει. Τελικά αυτό ήταν: κόκκινο, ζεστό όπως το κεραμιδί, οξύ σαν το κίτρινο από τα φύλλα που παρασέρνουν η βροχή και ο αέρας, ύπουλο σαν το μήλο της Χιονάτης –ή μήπως της Εύας–, γήινο σαν το χώμα, δυνατό σαν τις πυρρές φλόγες που σου ξυπνούν στην καρδιά οι μέρες αυτές – μίγμα επιθυμιών, ελπίδας και απαγορευτικού ρεαλισμού.
Κόκκινες είναι και οι οσμές στον αέρα. Κανέλα, γαρίφαλο, τσάι περγαμόντο και φρέσκο πορτοκάλι, δυνατό μέλι από ρείκι, ένα αφέψημα –φασκόμηλο και δίκταμο– και μια σταγόνα από τη σάρκα του μήλου που τρέχει στο σαγόνι σου. Καραμέλες βουτύρου και σοκολάτα υγείας. Και βροχή, πάλι βροχή.
Τυλίγεσαι με τη χοντρή μάλλινη ζακέτα σου. Είναι γκρίζα – χρώμα ουδέτερο, βολικό, ταιριάζει σχεδόν με όλα. Και όμως την αισθάνεσαι κόκκινη, σαν όλα γύρω σου.
Περπατάς πατώντας τα κίτρινα φύλλα ώσπου να χαθούν στη λήθη του σκοταδιού που έρχεται να σκεπάσει τα πάντα. Η ώρα είναι έξι. Αρχισε να κάνει περισσότερο κρύο. Τα σύννεφα πύκνωσαν πάλι, η Γη έκανε ακόμη μερικά βήματα γύρω από τον Ηλιο και από τον εαυτό της και η νύχτα έρχεται. Νωρίς, ως είθισται Νοέμβριο μήνα.
Αλλά εσύ προχωράς φορώντας κόκκινο, ίσως και να είσαι ολόκληρη κόκκινη. Κανείς δεν το βλέπει, βρίσκεται κάτω από την γκρίζα ζακέτα, μέσα από το δέρμα, είναι πιο σκούρο από αυτό που κυλάει στις φλέβες σου. Κι είναι ζεστό.
Κόκκινο. Το χρώμα που ταιριάζει στο φθινόπωρο.
* «Φθινοπωρινό σούρουπο», Τάσος Λειβαδίτης, από τα «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου»