Τα επίσημα έγγραφα του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης (Organization for Islamic Cooperation – OIC), του μεγαλύτερου διακυβερνητικού οργάνου μετά τα Ηνωμένα Έθνη, αποκαλύπτουν, ότι οι χώρες του μουσουλμανικού κόσμου ανησυχούν ιδιαίτερα για τον κίνδυνο μεγάλων ενεργειακών και διατροφικών κρίσεων, καθώς και κρίσεων με το πόσιμο νερό, τα επόμενα χρόνια. Ο OIC αποτελείται από 57 κράτη-μέλη, που προέρχονται από τέσσερις ηπείρους και θεωρείται ως η «συλλογική φωνή» του μουσουλμανικού κόσμου.

Τα ντοκουμέντα, καρπός της δουλειάς της Μόνιμης Επιτροπής Επιστημονικής και Τεχνολογικής Συνεργασίας (COMSTECH) του OIC, συγκρότησαν την ατζέντα των συνομιλιών κατά την διάσκεψη κορυφής για την επιστήμη και και την τεχνολογίας που πραγματοποίησε ο OIC στις αρχές Σεπτεμβρίου στην Αστάνα του Καζαχστάν. Η σύνοδος αυτή οδήγησε τα κράτη μέλη του Οργανισμού να υιοθετήσουν μια σειρά προτεινόμενων μέτρων. Αυτά τα νέα μέτρα αποτελούν μέρος μιας προσπάθειας του Οργανιαμού να αντιμετωπίσει την στασιμότητα του μουσουλμανικού κόσμου όσον αφορά την ανάπτυξη στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Ωστόσο, στα χέρια των δημοσιογράφων «έπεσε» μια προγενέστερη εκδοχή των επίσημων και δημοσιοποιημένων, στον ιστότοπο του Οργανισμού, κειμένων της συνόδου, η οποία διαφέρει σε κρίσιμα σημεία από την τελική και δημοσιευμένη. Ενώ και οι δύο εκδοχές αναγνωρίζουν τις ανησυχίες σχετικά με τις μεγάλες προκλήσεις για τα τρόφιμα, το νερό και την ενέργεια, το προγενέστερο σχέδιο πρότασης περιέχει ορισμένες δυνατές δηλώσεις – οι οποίες αργότερα διαγράφηκαν – από τις οποίες προκύπτει πόσο σοβαρά ορισμένα από αυτά τα ζητήματα αντιμετωπίζονται εσωτερικά από τις κυβερνήσεις του Οργανισμού.

Οι πόροι εξαντλούνται

Σημειώνοντας ότι τα κράτη μέλη του OIC αντιμετωπίζουν σήμερα άμεσα προβλήματα «εξασφάλισης τροφίμων και ασφάλειας» το σχέδιο εγγράφου δηλώνει με ειλικρίνεια: «Τα περισσότερα κράτη μέλη του OIC εξαντλούνται από επάρκεια γης και νερού κατάλληλων για εκμετάλλευση και κατανάλωση. Ο επείγων χαρακτήρας του θέματος απαιτεί τη λήψη κάθε μέτρου για την μεγιστοποίηση των αποτελεσμάτων από την ελάχιστη ποσότητα νερού, καθώς και την επίτευξη καθολικής και ισότιμης πρόσβασης σε ασφαλές, πόσιμο νερό».

Αυτή η παράγραφος αφαιρέθηκε εξολοκλήρου από την τελική εκδοχή του δημοσιοποιημένου κειμένου στην ιστοσελίδα του OIC.

Το έγγραφο επισημαίνει, ότι η εντεινόμενη σπανιότητα κατάλληλης γης και νερού, ιδιαίτερα για την παραγωγή τροφίμων, επιδεινώνεται διότι: «(…) η “πράσινη” επανάσταση έχει ουσιαστικά τελειώσει και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης στη γεωργία δεν θα διατηρηθούν μόνο με τη σημερινή τεχνολογία και πρακτική και αντίληψη». Ειδικότερα, η αλλαγή του κλίματος, έχει «αυξήσει την ευπάθεια των αγροτικών κοινοτήτων» διαβεβαιώνει το έγγραφο. Παρατηρεί, επίσης, ότι η κατανάλωση ενέργειας, μαζί με την κατανάλωση νερού και την εκμετάλλευση της γης, βρίσκεται σε «μη βιώσιμα» επίπεδα σε όλες τις χώρες του ΟΙC.

«Η ποιότητα της ανθρώπινης ζωής ήταν εξαρτημένη και θα εξαρτάται πάντα από τη διαθεσιμότητα μιας οικονομικά προσιτής ενέργειας. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες, ότι η κατανάλωση νερού, γης και καυσίμων μπορεί να καταστεί μη βιώσιμη με τα σημερινά ποσοστά κατανάλωσης».

Η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αναμένεται να διπλασιαστεί το 2040, αναφέρει το έγγραφο, σημειώνοντας ότι «οι αναδυόμενες οικονομίες θα ευθύνονται για το 90% της αύξησης της ζήτησης ενέργειας, λόγω της αύξησης του πληθυσμού και μιας ταχύτατα αναπτυσσόμενης μεσαίας τάξης». Το έγγραφο προειδοποιεί στην συνέχεια, ότι οι προσπάθειες για την βιώσιμη ανάπτυξη των «βασικών πόρων» θα επηρεαστούν, όχι μόνο από τις εθνικές πολιτικές, αλλά και από τις διακυμάνσεις των παγκόσμιων τιμών και την «γεωπολιτική ή τον ανταγωνισμό για τους πόρους».

Καταστέλοντας την ευαισθητοποίηση για το κλίμα

Ενώ το έγγραφο αναγνωρίζει την κλιματική αλλαγή, οι διαφορές μεταξύ της αρχικής και της τελικής εκδοχής υποδηλώνουν ότι υποβαθμίζεται η σοβαρότητα των ανησυχιών. Το έγγραφο επισημαίνει ότι «η κλιματική αλλαγή προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στα κράτη μέλη που βρίσκονται σε ευαίσθητες, κλιματικά, περιοχές, οι περιβαλλοντικές συνθήκες των οποίων έχουν ήδη επιδεινωθεί λόγω της ερημοποίησης, της ξηρασίας, της ποιοτικής υποβάθμισης της γης και των υδάτινων πόρων, ιδίως του θαλάσσιου περιβάλλοντος και της αλιείας».

Η παράγραφος από την αρχική εκδοχή του εγγράφου που ακολουθεί, η οποία αναγνωρίζει την πρωταρχική ευθύνη του ανθρώπινου παράγοντα στην τρέχουσα κλιματική αλλαγή, αφαιρέθηκε από την τελική εκδοχή: «Οι αιτίες για την αλλαγή του κλίματος και την υπερθέρμανση του πλανήτη είναι ανθρωπογενείς και ίσως να έχουν υποτιμηθεί. Έχουμε έναν μόνο πλανήτη για να ζήσουμε στο άμεσο μέλλον και αυτός αντιμετωπίζει μια κρίση ασύλληπτων διαστάσεων».

Η αφαίρεση αυτής της μικρής αλλά βασικής αναγνώρισης της «ασύλληπτης» κλίμακας της κλιματικής κρίσης είναι σύμφωνη με τις προηγούμενες προσπάθειες ορισμένων κυβερνήσεων του  ΟΙC – ιδιαίτερα της Σαουδικής Αραβίας, του μεγαλύτερου χρηματοδότη του Οργανισμού – να υποβαθμίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Όπως ανέφερε ο Guardian, η Σαουδική Αραβία οδήγησε έναν συνασπισμό χωρών που πιέζει τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος του ΟΗΕ (IPCC) να «αραιώσει» τμήματα της εμβληματικής του έκθεσης για να ελαχιστοποιήσει τις δράσεις για το κλίμα. Το νέο έγγραφο του OIC αποκαλύπτει για πρώτη φορά, ότι οι κυβερνήσεις σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο αναγνωρίζουν, στο εσωτερικό τους, τη σοβαρότητα της έλλειψης νερού, τροφίμων και πόρων. Ωστόσο, αποκρύπτουν σκόπιμα αυτές τις εκτιμήσεις και παραδοχές στο εσωτερικό τους, από τους λαούς τους.

Οι «καλές προθέσεις»

Ακόμη χειρότερα, οι λύσεις που διατυπώνονται στο τελικό έγγραφο – το οποίο υπογράφηκε από τα κράτη μέλη στο τέλος της συνόδου κορυφής του OIC τον Σεπτέμβριο – αφήνουν πολλά στην «καλή διάθεση» και πρόθεση. Το έγγραφο αναφέρει, ότι μέχρι το 2040 τα ορυκτά καύσιμα θα διατηρήσουν το 60-65% του μεριδίου των πρωτογενών ενεργειακών πηγών στις περισσότερες χώρες του ΟΙC και ασκεί κριτική στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επειδή δεν είναι σε θέση να «προμηθεύσουν» το βασικό ενεργειακό φορτίο, το οποίο είναι αποκλειστικά διαθέσιμο από τα ορυκτά και πυρηνικά καύσιμα. Ο στόχος για την συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε αυτό το «βασικό ενεργειακό φορτίο» που προτείνεται από το έγγραφο είναι 10% μέχρι το 2025. Όμως, ακόμη και αν επιτευχθεί, δεν θα πλησιάζει καν στο να περιορίσει τους ρύπους από τα ορυκτά καύσιμα από τις πιο ρυπογόνες χώρες του OIC.

Αντίθετα, το έγγραφο αναφέρει, ότι πολλές χώρες OIC «σχεδιάζουν πυρηνικές εγκαταστάσεις». ‘Ετσι, οι περισσότερες κυβερνήσεις του μουσουλμανικού κόσμου, παραμένουν αφοσιωμένες στην λογική του «business as usual» (και) στο περιβαλλοντικό ζήτημα, παρά και ενάντια στα στοιχεία που τεκμηριώνουν την επικείμενη κρίση.

Το έγγραφο περιέχει ορισμένα θετικά σημεία. Αναφέρει την ιδέα της δημιουργίας αυτόνομων συστημάτων ενέργειας για μικρές κοινότητες και ζητά να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες για την ανάπτυξη αποδοτικών συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας με την χρήση ηλιακών κυψελών, καθώς και περισσότερες επενδύσεις στη γεωθερμική ενέργεια.

Ζητά επίσης πιο αποτελεσματικούς εθνικούς σχεδιασμούς για να μετριασθούν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, συμπεριλαμβανομένης μιας σύστασης για την ενσωμάτωση των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ στις εθνικές πολιτικές.

Το έγγραφο παροτρύνει επίσης τα κράτη μέλη του ΟΙC να «επιδιώξουν τη μέγιστη ανακύκλωση των αστικών λυμάτων» και να αυξήσουν την αποδοτικότητα στη χρήση των υδάτινων πόρων μέσω «νέων τεχνολογιών και μεθόδων καλλιέργειας». Δυστυχώς όμως, δεν αναφέρονται τρόποι για το πώς θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν αυτές οι θετικές ιδέες.

Τι μπορεί να γίνει πραγματικά;

Ίσως το πιο εμφανές χαρακτηριστικό του εγγράφου είναι απουσία οποιασδήποτε «εμπλοκής» του με την σύγχρονη επιστημονική βιβλιογραφία, γεγονός το οποίο φαντάζει ειρωνικό, δεδομένης της επικεντρωμένης εστίασης στην εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας από το ίδιο έγγραφο. Μια πληθώρα πρόσφατων μελετών παρέχει μία γκάμα βιώσιμων λύσεων που θα μπορούσαν να αποτρέψουν ή να μετριάσουν τις επερχόμενες κρίσεις στην τροφή, το νερό και την ενέργεια. Η χάραξη πολιτικών εν γένει, αλλά κυρίως σε αυτές τις περιοχές, αντιμετωπίζει τα ζητήματα του νερού, της τροφής και της ενέργειας ως ξεχωριστά πεδία, και όχι αλληλοεξαρτώμενα. Και η αντιστροφή αυτής της προσέγγισης είναι το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνει πριν από κάθε προσπάθεια εύρεσης λύσεων.

Για την μείωση της σπατάλης των τροφίμων

Σύμφωνα με τον Abdirashid A. Elmi του Τμήματος Διαχείρισης -Τεχνολογίας Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου του Κουβέιτ, οι τρέχουσες πολιτικές για τα τρόφιμα, την ενέργεια και το νερό «μαστίζονται από σπάταλες πρακτικές, με αποτέλεσμα, η σπατάλη τροφίμων σε επίπεδο νοικοκυριού να είναι μεγαλύτερη από την τοπική παραγωγή σιτηρών».

Εκτός από μεγαλύτερες επενδύσεις στην γεωργία, μια πιο άμεση λύση, επισημαίνει ο Elmi, θα ήταν να προωθηθούν πρακτικές διατήρησης που θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν σημαντικό όγκο τροφίμων.

Αναβάθμιση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας

Αυτήν την στιγμή, η ηλιακή ενέργεια αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο λιγότερο από το 0,2% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος ηλεκτρικής ενέργειας της περιοχής. Αυτό συμβαίνει, παρά το ενδεχόμενο η ανάγκη της Μέσης Ανατολής για ηλιακή ενέργεια να είναι «τεράστια», σύμφωνα με τον Nassir El Bassam του Διεθνούς Κέντρου Ερευνών για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στη Γερμανία, σε μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο.

Η ποσότητα της ηλιακής ακτινοβολίας στην αραβική περιοχή είναι ισοδύναμη με 1-2 βαρέλια πετρελαίου ανά τετραγωνικό μέτρο ετησίως. Οι τιμές αυτές είναι από τις καλύτερες στον κόσμο, καθιστώντας την περιοχή κατάλληλη για ηλιακή θέρμανση και ψύξη, εφαρμογές συγκέντρωσης ηλιακής ενέργειας (Concentrated Solar Power – CSP) και συγκέντρωσης φωτοβολταϊκής (CPV).

Η περιοχή έχει τα υψηλότερα επίπεδα ηλιοφάνειας στον κόσμο, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργεια, αλλά και για την αφαλάτωση του νερού. Μια φιλόδοξη στρατηγική μετάβασης στις ΑΕΠ για την Μέση Ανατολή, θα πρέπει να στοχεύει στην παροχή μιας βιώσιμης πηγής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και να έχει ως στόχο τη δημιουργία βιώσιμων συστημάτων παραγωγής νερού και τροφίμων.

Μια τέτοια μετάβαση είναι τεχνικά εφικτή. Μια μελέτη που έγινε νωρίτερα φέτος από τους ερευνητές του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Lappeenranta (LUT) της Φινλανδίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής θα μπορούσαν να περάσουν σε συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κατά 100%, μεταξύ του 2040 και 2050, παράγοντας ηλεκτρική ενέργεια φθηνότερα από τα ορυκτά καύσιμα.

Ο OIC φαίνεται να προσπαθεί όντως να εντάξει την επιστημονική γνώση στην αναζήτηση λύσεων για τις περιβαλλοντικές και διατροφικές κρίσεις που αντιμετωπίζει ή πρόκειται να αντιμετωπίσει, ωστόσο, η επιστημονική βιβλιογραφία προσφέρει ήδη πολύ πιο φιλόδοξες λύσεις. Και παρά την εσωτερική αναγνώριση του μεγέθους των κινδύνων από τις κυβερνήσεις του μουσουλμανικού κόσμου, φαίνεται ότι για τις περισσότερες από αυτές, η συνήθης πρακτική εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη.