Τον Ιανουάριο, το Γραφείο Προϋπολογισμού (Office for Budget Responsibility), ανεξάρτητος δημοσιονομικός παρατηρητής στη Βρετανία, προέβλεψε ότι το δημόσιο χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου θα αυξηθεί ξανά από τη δεκαετία του 2030 σε σχεδόν 250% του ΑΕΠ τη δεκαετία του 2070. Η άνοδος των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης, των συντάξεων και των μακροπρόθεσμων δαπανών κοινωνικής πρόνοιας, που συνδέονται με τους δημογραφικούς παράγοντες, είναι πιθανό να προκαλέσουν εκ νέου αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Το δημόσιο χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου εκτιμάται ότι θα φτάσει σε υψηλά επίπεδα, που δεν είχαν παρατηρηθεί ούτε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καθώς η ανάπτυξη της παραγωγικότητας έχει μειωθεί σε ολόκληρο τον προηγμένο κόσμο κατά την τελευταία δεκαετία, το Ηνωμένο Βασίλειο, που πλήττεται από το Brexit, υφίσταται επιπλέον πλήγμα από την αποδυνάμωση των οικονομικών δεσμών με τη μεγαλύτερη αγορά του, την ΕΕ. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, η προηγούμενη πρόβλεψη ότι το χρέος θα ανέλθει στο 250% του ΑΕΠ μέσα σε 50 χρόνια μοιάζει σημαντικά υποτιμημένη, για να το θέσει κανείς ήπια. Με τη μείωση των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των μισθών και των κερδών, οι νέες χαμηλότερες προοπτικές αύξησης της παραγωγικότητας ενισχύουν το μελλοντικό δημοσιονομικό ανηφορικό δρόμο του Ηνωμένου Βασιλείου.
Σε αντίθεση με τα έσοδα από τη φορολογία, τα οποία ως επί το πλείστον αυξάνονται και μειώνονται ανάλογα με το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, οι μελλοντικές δαπάνες που προέρχονται από τη γήρανση του πληθυσμού είναι ανεξάρτητες από οικονομικούς παράγοντες. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι μόνο του, καθώς και άλλες προηγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, έχουν παρόμοιες ή συχνά χειρότερες δημογραφικές τάσεις και οδηγούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Η Γερμανία, ανάμεσα στα λίγα ανεπτυγμένα κράτη που έχουν προετοιμαστεί σχετικά, έχει πολλές φορές επικριθεί για τα υπερβολικά δημοσιονομικά πλεονάσματα που διατηρεί.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, με μια πρόωρη διόρθωση της πορείας για μείωση των προγραμματισμένων δαπανών, ή αύξηση της παραγωγικότητας, θα μπορούσε πιθανότατα να αποφύγει τα χειρότερα από την ακόμα μακρινή καταιγίδα. Ωστόσο, οι εξαγγελίες του Υπουργού Οικονομικών Philippe Hammond την Τετάρτη, που περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, μέτρα για την ενίσχυση της στέγασης, περικοπές φόρου εισοδήματος και μετριοπαθείς παροχές για την αύξηση του R&D (έρευνα και ανάπτυξη), δεν επαρκούν για τη βελτίωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τελικά, θα μπορούσε να δηλώσει ότι για να αντισταθμιστεί η ζημιά από το Brexit, οι Βρετανοί θα πρέπει να εργάζονται περισσότερο ώστε να διασφαλίσουν μια άνετη συνταξιοδότηση. Υπό μια μακροπρόθεσμη εκτίμηση, ο Hammond με τον προϋπολογισμό της Τετάρτης έχασε μια ευκαιρία. Σε ένα κλίμα που κυριαρχείται από φόβους ότι το Ηνωμένο Βασίλειο βλάπτει τον εαυτό του εξαιτίας της εξόδου από την ΕΕ, θα ήταν μια καλή συγκυρία.
* Άρθρο του Κάλουμ Πίκερινγκ στο CNBC / Μετάφραση ΑΠΕ – ΜΠΕ