Οι παλιοί βαρόνοι έχουν καταρρεύσει και το μηντιακό σύστημα αλλάζει | EUROKINISSI-ΜΠΟΛΑΡΗ ΤΑΤΙΑΝΑ
Σε κάθε χώρα τα μέσα επικοινωνίας συνδέονται λιγότερο ή περισσότερο με το πολιτικό σύστημα. Σε ορισμένες από αυτές, όπως λ.χ. στην Ελλάδα, παρά το πολύμορφο περιεχόμενό τους σε ψυχαγωγία, δημοφιλή τέχνη, διαφήμιση, κ.ά. τα ΜΜΕ θεωρούνται συνήθως τμήμα του ευρύτερου πολιτικού οικοδομήματος.
Τα βλέπουν σαν προέκτασή του, αποικία των πολιτικών λόγων και των πολιτικών θεσμών. Και με αυτή τους την ιδιότητα τα κρίνουν τις περισσότερες φορές. Δηλαδή τα κρίνου κατά βάση ως φιλοκυβερνητικά ή αντικυβερνητικά, σήμερα ως υποστηρικτικά της ΝΔ ή του Σύριζα ή του ΠΑΣΟΚ παλιότερα κοκ.
Αυτό δεν είναι κάποια ιδιοτροπία των πολιτικών ή ένα λάθος της γλώσσας, αλλά μια βαθιά ριζωμένη πραγματικότητα στην Ελλάδα. Τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ζουν από την πολιτική αλλά από τους πολιτικούς. Πράγμα που σημαίνει ότι συνήθως δεν έχουν επαρκείς οικονομικούς πόρους από τις πωλήσεις φύλλων ή από τις διαφημίσεις αλλά έως σήμερα, κυρίως, εισπράττουν έσοδα είτε από πολιτικά εξασφαλισμένες διαφημίσεις είτε από πολιτικώς εξασφαλισμένα δάνεια είτε από παραγγελίες και συναλλαγές με την πολιτική εξουσία των άλλων εταιρειών των ομίλων στα οποία ανήκουν και οι εταιρείες ΜΜΕ, προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν. Έτσι, μέρος των εσόδων των άλλων εταιρειών κατευθύνονταν/αι και ΜΜΕ που κατέχουν οι όμιλοι καθώς αυτά συνέβαλαν/λουν στη σταθερότητα της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας από την οποία πηγάζει και η οικονομική σταθερότητα των ομίλων.
Εκτός αυτών, οι μητρικοί όμιλοι των εταιριών ΜΜΕ, σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται θεωρητικά να είχαν έσοδα από παράνομες ή οριακά νόμιμες δραστηριότητες, σαν αυτές που κάνουν λόγο ελληνικά και διεθνή μέσα επικοινωνίας, μέρος των οποίων επίσης κατευθύνεται προς τα ΜΜΕ που κατέχουν όμιλοι. Αυτά τα έσοδα, θεωρητικά, μπορούν να νομιμοποιηθούν με διάφορους τρόπους, ένας εκ των οποίων είναι οι off shore εταιρείες του εξωτερικού ή και του εσωτερικού, αν και οι πρώτες είναι ένας περισσότερο ασφαλής τρόπος. Μπορεί όμως πηγές παράνομων εσόδων να είναι και οι άμεσοι ή έμμεσοι, φανεροί ή κρυφοί εκβιασμοί.
Σε γενικές γραμμές όμως αυτή η μορφή εσόδων των ΜΜΕ, δηλαδή το «μαύρο χρήμα», που γινόταν «άσπρο» με την άμεση ή την έμμεση συνδρομή πολιτικών παραγόντων, δεν αποτέλεσε, στην Ελλάδα τουλάχιστον, τη σημαντικότερη, μέχρι σήμερα, πηγή χρηματοδότησης των ΜΜΕ. Αντίθετα δηλαδή με ότι συνέβη σε χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη που γκρεμίστηκαν βίαια και στη συνέχεια λεηλατήθηκαν ανελέητα από μέσα και από έξω. Αντίθετα, η Ελλάδα γνώρισε, και μάλιστα κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, τις άλλες μορφές πολιτικά διαμεσολαβημένης κρατικής χρηματοδότησης των ιδιωτικών ΜΜΕ έναντι επικοινωνιακής στήριξης των διαμεσολαβητών – πολιτικών κομμάτων και προσώπων- ή εν συντομία, όπως αποκαλείται στην Ελλάδα, της διαπλοκής.
Με την εμφάνιση των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ, εμφανίζεται και η έμμεση πολιτική χρηματοδότηση των ιδιοκτητών τους, που είναι ταυτόχρονα και ιδιοκτήτες πλήθους άλλων επιχειρήσεων- συχνά προμηθευτές του δημοσίου, κατασκευαστές δημόσιων έργων, εκτελεστές κρατικών παραγγελιών και πολλά άλλα. Όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές ως τώρα, το κράτος, δηλαδή πολιτικοί με ονοματεπώνυμο, διοχέτευαν/ουν τις κρατικές παραγγελίες σε ιδιοκτήτες ομίλων με ΜΜΕ, επίσης με ονοματεπώνυμο. Σε αντάλλαγμα, οι δεύτεροι προσφέρουν μέσω των ΜΜΕ που κατέχουν εκτεταμένη πολιτική στήριξη κατά την περίοδο της διακυβέρνησης ή και πριν από αυτήν, κατά την περίοδο της προετοιμασίας «εφόδου» στα κυβερνητικά κτίρια.
Όταν όμως έφτασαν οι γύπες της κρίσης, οι δημόσιες επενδύσεις περιορίστηκαν δραματικά, το ίδιο και οι κρατικές παραγγελίες και η διαφήμιση- κάτι στο οποίο συνέβαλε και η διεύρυνση της χρήσης του ίντερνετ. Έτσι περιορίστηκαν και τα έσοδα των ραδιοτηλεοπτικών επιχειρήσεων από τα δημόσια οικονομικά. Όμως από την άλλη πλευρά η εκλογή και διατήρηση των μνημονιακών κυβερνήσεων στην εξουσία, και κυρίως η εφαρμογή των μνημονιακών νόμων ήταν παντελώς αδύνατη χωρίς την σεισμική οχλαγωγία και την πρωτοφανή μαύρη και γκρίζα προπαγάνδα των μέσων επικοινωνίας τα οποία κρατούσαν σφικτά στα χέρια τους οι ελίτ του χρήματος, κοινώς το κεφάλαιο. Για αυτές τις ελίτ τα μνημόνια ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου καθώς για τους άλλους ήταν μόνο «θανάτου».
Η αντίφαση αυτή επιλύθηκε με την επιστράτευση του τυπικά ιδιωτικού, αλλά στην ουσία παντελώς ελεγχόμενου από τις αστικές κυβερνήσεις, τομέα που ελέγχει την κυκλοφορία του χρήματος, δηλαδή των τραπεζών. Τα χρήματα που δεν μπορούσαν πλέον να δώσουν τα κυβερνητικά (εν ενεργεία ή υπό εκλογή) στελέχη, μπορούσαν να τα δώσουν οι τραπεζίτες που τους όριζαν ή τους καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό τα κυβερνητικά στελέχη. Διαφημιστικές καταχωρήσεις, δάνεια επί δανείων σε «φιλικά» προς τα κυβερνητικά στελέχη μέσων επικοινωνίας από τις μνημονιακές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, φιλικές σχέσεις με τους διευθυντές των ΜΜΕ και τους ίδιους τους δημοσιογράφους και παρεμβάσεις στο έργο τους, καθώς και πολλά άλλα ήταν τα εργαλεία με τα οποία εξασφαλίζονταν η έως κατατρομοκράτησης του πληθυσμού εκλογή των μνημονιακών κυβερνήσεων, ψήφισης των μνημονιακών νόμων και εφαρμογής τους.
Όπως όμως προ-είπαμε, όπως λένε κάποιοι «γκουρού» του τομέα των ΜΜΕ, οι αλλαγές στο σύστημα των μέσων επικοινωνίας συμβαδίζουν με τις αλλαγές στο σύστημα διακυβέρνησης. Πότε μπορεί να προηγούνται οι αλλαγές στα ΜΜΕ και πότε στην πολιτική. Σε γενικές όμως γραμμές βαδίζουν χέρι – χέρι. Σε κάθε περίπτωση η μετάβαση από τη μια μορφή διαπλοκής ή ακριβέστερα εξω-οικονομικής στήριξης των ΜΜΕ, με «ξένο» προς αυτά χρήμα, στην άλλη είναι βασική παράμετρος της αλλαγής στο τοπίο των ΜΜΕ. Κατά τον ίδιο τρόπο που η αλλαγή του συσχετισμού κομματικών δυνάμεων από εκλογική αναμέτρηση σε εκλογική αναμέτρηση ή μεταξύ πολιτικών οργάνων και πολιτών από την άλλη είναι ουσία και γνωρίσματα της αλλαγής στην πολιτική.
Το προηγούμενο δικομματικό σύστημα άλλαξε σταδιακά αλλά η ληξιαρχική πράξη εκδόθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2015. Δεν έχει σημασία αν οι προσδοκίες αυτής της αλλαγής ευοδώθηκαν ή όχι. Σημασία έχει ότι με δεδομένη αυτή την κυβερνητική αλλαγή, το μηντικό σύστημα όπως ήταν οργανωμένο είχε καταρρεύσει καθώς είχε αποτύχει να αποτρέψει την κυβερνητική αλλαγή, η οποία έστω και συμβολικά σηματοδοτούσε το τέλος του προηγούμενου καθεστώτος. Φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα, οι αλλαγές δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Είτε με μικρά είτε με μεγαλύτερα βήματα οι αλλαγές γίνονται σταδιακά. Μόνο μετά από καιρό όταν θα συμπυκνώσουμε τον ιστορικό χρόνο θα φανούν διακριτά τα σημάδια μιας ορατής αλλαγής. Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 τα κυρίαρχα ΜΜΕ, αυτά που πρωταγωνίστησαν και έγιναν στυλοβάτες του διεφθαρμένου λούμπεν αστικού δικομματισμού επιχείρησαν να πολεμήσουν τη νέα κυβέρνηση, αλλά για πολύ λίγο. Ακολούθως επέλεξαν τη στάση του τσανακογλείφτη. Επιχείρησαν να προσφέρουν υπηρεσίες τους σε καινούργια αφεντικά, όχι πάντα με τη διαμεσολάβηση μιας «γάτας Ιμαλαίων». Έτσι εν μέρει πολεμούσαν εν μέρει «έγλειφαν» την κυβέρνηση. Αυτό έμοιαζε πιο πολύ με σερί αναγνωριστικών βολών πότε στο ψαχνό πότε στο «γάμο του καραγκιόζη».
Το δημοψήφισμα όμως ήρθε να τελειώσει τις αυταπάτες των βαρόνων των ΜΜΕ και φυσικά το γλείψιμο. Ικανοί σύμμαχοι τους στο εσωτερικό δεν υπήρχαν, αλλά επιπλέον νόμιζαν, και σωστά, πως το Όχι μπορούσε να σημάνει το τέλος τους. Το παράδοξο όμως είναι ότι αυτό που φαίνεται πως τέλειωσε τους παλιούς βαρόνους των ΜΜΕ και μαζί τους το μηντιακό σύστημα δεν ήταν το Όχι αλλά το «Όχι στο όχι», δηλαδή η υποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στο τελεσίγραφο της τρόικας. Αυτή η εξέλιξη σήμαινε πλέον όχι μόνο την ψήφιση ενός νέου μνημονίου, αλλά και την αυστηρή εφαρμογή των προηγούμενων. Οι ακόμα περισσότερο αυστηρές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες σε συνδυασμό με τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις που έφεραν τα νέα μνημόνια, αφαίρεσαν κάθε δυνατότητα πολιτικής εξω-οικονομικής στήριξης των ΜΜΕ, δηλαδή επέτειναν την αδυναμία άμεσης, έμμεσης ή πολύ έμμεσης στήριξης από την πολιτική εξουσία με δημόσιο χρήμα των σάπιων ιδιωτικών ΜΜΕ.
Οι παλιοί βαρόνοι έχουν καταρρεύσει και το μηντιακό σύστημα αλλάζει, γεγονός που είναι πλέον ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Το ερώτημα είναι ποια είναι η ουσία αυτού του μετασχηματισμού. Όπως διαφαίνεται από τις εξελίξεις και ιδιαίτερα «από το ποιόν» των νέων βαρόνων, ένα νέο καθεστώς εξωοικονομικής στήριξης και ελέγχου των ΜΜΕ έρχεται να αντικαταστήσει το παλιό. Αυτή τη φορά ο εξω-οικονομικός έλεγχος και χρηματοδότηση των μεγάλων ΜΜΕ δεν προέρχεται από το κράτος αλλά, όσο και αν ηχεί παράδοξο, από την αγορά. Η χρηματοδότηση χρεοκοπημένων μη βιώσιμων, με όρους αγοράς, ΜΜΕ γίνεται πλέον κυρίως από ομίλους που τα κατέχουν χωρίς να εισρέει άμεσα ή έμμεσα δημόσιο χρήμα ή τουλάχιστον τόσο όσο πριν, ικανό να τα καταστήσει βιώσιμα.
Πώς όμως γίνεται να χρηματοδοτούνται από την αγορά ΜΜΕ που δεν είναι βιώσιμα με όρους αγοράς; Μόνο με έναν: κυρίως με «μαύρο χρήμα». Ο τρόπος είναι απλός αλλά και εφιαλτικός. Η χρηματοδότηση των μη βιώσιμων, με όρους αγοράς, ΜΜΕ, αν συμβαίνει, επιβαρύνει οικονομικά την ευρωστία των ομίλων στην ιδιοκτησία των οποίων έχουν πλέον περάσει. Αν δε το κόστος λειτουργίας των ΜΜΕ προστεθεί στο κόστος λειτουργίας των άλλων επιχειρήσεων που κατέχουν οι όμιλοι των νέων βαρόνων τότε είναι/θα ήταν πιθανό αυτοί οι όμιλοι να καταρρεύσουν. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος να χρηματοδοτηθούν τα χρεωκοπημένα και μη βιώσιμα ιδιωτικά ΜΜΕ από τις επιχειρήσεις στις οποίες ανήκουν, είναι αυτό το χρήμα να μην εμφανίζεται τυπικά στην κυκλοφορία, αλλά να είναι «μαύρο». Δηλαδή να προέρχεται από παράνομες ή οριακά νόμιμες δραστηριότητες. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί εκείνοι που μπορούν, θεωρητικά, να αποκτήσουν τα χρεοκοπημένα ΜΜΕ της προηγούμενης περιόδου είναι επιχειρηματίες με τέτοιο προφίλ. Για το προφίλ αυτό άλλωστε βοά η δημόσια σφαίρα τους τελευταίους και όχι μόνο μήνες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Με την έννοια αυτή οι διαπλεκόμενοι της προηγούμενης περιόδου είναι «κολεγιόπαιδα» μπροστά σε αυτούς που, θεωρητικά επαναλαμβάνω, μπορούν να έρθουν στη θέση τους.
Τα προβλήματα που ανακύπτουν είναι πολλά και δεν έχουν να κάνουν τόσο με το πολιτιστικό περιεχόμενο των ΜΜΕ που αγοράζουν οι νέοι βαρόνοι. Αυτοί, σε αντίθεση με τους παλιούς μάλλον δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να «μπουκώσουν» τα μέσα τους από κλασσική και τζαζ μουσική μέχρι σινεφίλ κινηματογράφο. Αυτό που τους απασχολεί δεν είναι η ψυχαγωγία αλλά κυρίως η ενημέρωση. Η ενημέρωση είναι το όπλο των νέων βαρόνων στην επιδίωξη τους να «καθαρίσουν» την αγορά και από τα τελευταία ίχνη κρατικού παρεμβατισμού. Με την έννοια αυτή οι νέοι βαρόνοι είναι συνεχιστές του έργου των προηγούμενων στις νέες μνημονιογενείς συνθήκες και βεβαίως τα πιο πιστά μιντιακά «μαντρόσκυλα» των δανειστών, ιδιαίτερα των Γερμανών και των Γάλλων.
Αυτά τα «μαντρόσκυλα» μισούν οτιδήποτε θυμίζει κρατική ρύθμιση, κοινωνική προστασία και δημόσιο συμφέρον. Στα μάτια τους όλα αυτά είναι «κουμουνιζμός» και δεν διστάζουν δευτερόλεπτο προκειμένου να ζωντανέψουν τα πιο αποκρουστικά φαντάσματα του μετεμφυλιακού ζόφου. Η λάσπη στον αντίπαλο και ο φόβος προς το κοινό, κοντολογίς τα πιο πρωτόγονα αντικομουνιστικά στερεότυπα γίνονται τα βασικά τους εργαλεία όπως στη μακαρθική προπαγάνδα των αρχών του ’50. Αυτά τα «μαντρόσκυλα», αν και χωρίς κυβερνητική εξουσία ή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επιχειρούν να στήσουν μακαρθικό σκηνικό στη χώρα. Βεβαίως από μια άποψη κάτι τέτοιο είναι καλοδεχούμενο για τη σημερινή κυβέρνηση διότι η αντικομουνιστική υπερβολή την ντύνει με αριστερά ενδύματα. Επιπλέον δε ο φόβος που καλλιεργούν στο κοινό γίνεται μπούμερανγκ. Κυρίως όμως ξεχνάν πως το τείχος έχει γκρεμιστεί εδώ και 28 χρόνια. Όχι μόνο στους δρόμους του Βερολίνου αλλά και στα μυαλά μιας σεβαστής πλειοψηφίας πολιτών.
Ωστόσο ακριβώς επειδή δεν είναι η πολιτική εκείνη η σπηλιά από την οποία εφορμούν τα «μαντρόσκυλα» του νεοφιλελευθερισμού, θα συνεχίσουν και θα εντείνουν τη στρατηγική του φόβου προκειμένου να πολεμήσουν τον «κουμουνιζμό» στην «τελευταία σοβιετία». Εξ ου π.χ. και η Ταλινο- αντισταλινική υστερία τους, η ξεδιάντροπη αναφορά στους δωσίλογους της κατοχής με τον όρο «κατοχικοί πατριώτες πρωθυπουργοί», στα Τάγματα Ασφαλείας ως «ηρωικά», δειλή για την ώρα επανεμφάνιση του όρου «κομουνιστοσυμμορίτες» κ.λπ.
Ο σάπιος αντικομουνισμός τους δεν στρέφεται κατά του κομουνισμού, αφού αυτός δεν είναι επί του παρόντος απειλή, αλλά εναντίον οτιδήποτε και οποιουδήποτε μπορεί να τον θυμίζει έστω και συμβολικά. Κι αυτό είναι η κοινωνική πρόνοια έστω και στις πιο αναιμικές της μορφές. Η ζούγκλα γίνεται το μοντέλο προσομοίωσης τόσο των νέων βαρόνων όσο και των πολιτικών τους εκπροσώπων. Ο Νοσφεράτου γίνεται ο δικός τους άγιος, ο κοινωνικός κανιβαλισμός η ιδεολογική τους πλατφόρμα. Γι’ αυτό, πολιτικά εκπροσωπούνται ιδεολογικά από την άκρα δεξιά ανεξαρτήτως κομματικού φορέα. Αυτή που ως άλλος Ιανός με το ένα πρόσωπο είναι υπέρμαχος του δικαιώματος του καταναλωτή και με το άλλο της υποχρέωσης του εργαζόμενου και του πολίτη να βγάζει το σκασμό και δουλεύει με όρους γαλέρας.
Γι’ αυτό και η ενημέρωση των μέσων των νέων βαρόνων είναι και θα είναι γεμάτη από αντικομουνιστικό δηλητήριο, από απέχθεια για την κοινωνική προστασία και αλληλεγγύη, για τα κοινωνικά δικαιώματα και την πολιτική τους εκπροσώπηση. Παρά τα εμπόδια που συναντούν θα συνεχίσουν να βαδίζουν στον ίδιο δρόμο διότι δεν έχουν τίποτα αισιόδοξο για τους πολλούς να υποσχεθούν. Κι αυτό το αντικομουνιστικό τους δηλητήριο θα περιέχει απ’ όλα: μισαλλοδοξία, Ισλαμοφοβία, ρατσισμό, ταξικό μίσος, σεξισμό, σκοταδισμό, αντισημιτισμό κ.ά. Κι όσο η ενημέρωσή τους δεν έχει να υποσχεθεί κάτι αισιόδοξο τόσο θα αυξάνουν τη δόση του δηλητήριου και αντίστροφα.
Αυτό δεν γίνεται για ιδεολογικούς λόγους όπως αφελώς πιστεύουν κάποιοι αλλά για να βάλουν στο χέρι, μέσω του εκφοβισμού, ό,τι θα αφήσει πίσω του το κράτος όταν υποχωρήσει, όπως προσδοκούν και όπως προσπαθούν: δημόσια τάξη, ασφάλεια, υγεία, εκπαίδευση, μεταφορές, πολιτισμό, ενημέρωση, στήριξη ευπαθών ομάδων κοκ. Με την έννοια αυτή το «μαύρο» χρήμα, αν διοχετεύεται στα ΜΜΕ, λειτουργεί ως επένδυση προκειμένου να αποκτηθεί «άσπρο» χρήμα, να γίνει δηλαδή ξέπλυμα, διαμέσου των μέσων ενημέρωσης. Τα ΜΜΕ δηλαδή γίνονται όχημα για να ξεπλυθεί «μαύρο» χρήμα. Αυτό δεν συμβαίνει για πρώτη φορά, όμως πλέον αποκτά κολοσσιαίες διαστάσεις.
Υπάρχει βέβαια και μια άλλη πτυχή, κρυφή επί του παρόντος, που ενδέχεται να τη δούμε στο μέλλον. Οι νέοι βαρόνοι των ΜΜΕ ακριβώς επειδή κυκλοφορούν στα λημέρια μιας άγριας ιδιωτικής οικονομίας και όχι –πλέον- στα δημόσια οικονομικά, είναι μεταξύ τους εκτός από σύμμαχοι, και ανταγωνιστές. Αυτή τη στιγμή κοινός τους εχθρός είναι ο «κουμουνιζμός». Αν καταφέρουν να τον συντρίψουν τότε ανοίγει ο δρόμος για κάτι ακόμα πιο ζοφερό. Δηλαδή για τον μεταξύ τους πόλεμο, κάτι που η εξάπλωσή τους σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, όπως τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή κ.ά. το έχει αποτρέψει προς το παρόν. Ένας τέτοιος πόλεμος αν ξεκινήσει δεν θα γίνει με τους συνήθεις όρους της αγοράς, αλλά με εκείνους μιας άγριας αγοράς, δηλαδή με όρους με τους οποίους οι ίδιοι έγιναν επιχειρηματίες και βαρόνοι. Οι όροι αυτοί δεν είναι απολύτως νόμιμοι ή απολύτως παράνομοι. Είναι το υβριδικό προϊόν τους. Πρόκειται για σκληρό συνδυασμό, μερικές φορές θανατηφόρο, που είναι δύσκολο να τον πολεμήσεις και πάντως όχι με τα μέχρι σήμερα γνωστά θεσμικά και οργανωτικά μέσα που διαθέτει το κράτος.
Υποθέτω δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος πως θα μοιάζει ο πόλεμος των βαρόνων των ΜΜΕ. Εκείνοι όμως που πριν απ’ όλα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν και να δράσουν προληπτικά είναι οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι και τα αρμόδια όργανα του κράτους. Σε καμία περίπτωση η απάντηση στο πρόβλημα δεν είναι μικρότερος παρεμβατισμός, «λιγότερο κράτος». Το «λιγότερο κράτος» ως ιδέα είναι σήμερα σύμμαχος των νομιμο-παράνομων ομιλαρχών και μπορεί να αποδειχθεί η βάση του πολιτικού τους προγράμματος. Γι’ αυτό και τέτοιου είδους ομιλάρχες είναι σύμμαχοι των πολιτικών προσώπων και φορέων που επαγγέλλονται το λιγότερο κράτος και αντιστρόφως. Αυτοί οι ομιλάρχες δεν έρχονται για να γίνουν πρωθυπουργοί ή αρχηγοί κομμάτων όπως ο Μπερλουσκόνι αλλά η πλατωνική ιδέα αυτών των πολιτικών προσώπων και λόγων στη σπηλιά της πολιτικής και της κοινωνίας. Οι νέοι ολιγάρχες δεν προσπαθούν να ελέγξουν ή εκμαυλίσουν μια κυβέρνηση που εκλέγεται με τους κανόνες της πολιτικής και τελικά να ωφεληθούν από αυτήν. Προσπαθούν να είναι η κυβέρνηση χωρίς να έχουν κυβερνητικά αξιώματα, δηλαδή χωρίς να χρειαστεί να διεκδικήσουν εκλογή σε κοινοβουλευτική διαδικασία. Γι’ αυτό και προσπαθούν να περιορίσουν όσο γίνεται περισσότερο ή να απονεκρώσουν τις κυβερνητικές και κρατικές αρμοδιότητες. Προσπαθούν να κερδίσουν όχι από τις ενέργειες της πολιτικής εξουσίας αλλά αντίθετα από την αδρανοποίησή της Στοχεύουν να γίνουν οι πραγματικοί ηγέτες στην πολιτική και την οικονομία αλλά χωρίς τα βαρίδια που έχουν οι πολιτικοί θώκοι. Φαντάζομαι δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος το πολιτειακό ισοδύναμο αυτής της δομής εξουσίας και τις συνέπειές της. Είναι η βάση της σύμφυσης νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και ευνουχισμένης αστικής δημοκρατίας- αυτό που κάποιοι αποκαλούν «μεταδημοκρατία».
Μια απάντηση λοιπόν στην νομιμο-παράνομη ομιλαρχία είναι το παραγωγικό και κοινωνικά δίκαιο κράτος (και για να είναι τέτοιο πρέπει να εκπληρώνει και την τυπική και ουσιαστική του αποστολή), γεγονός που μπορεί να σημαίνει πότε λιγότερο αλλά και πότε περισσότερο. Αν και η πιο ισχυρή απάντηση είναι το ξερίζωμα αυτού του νέου παρασιτικού οικοδομήματος. Κυρίως όμως είναι η ενεργοποίηση της κοινωνίας και των κινημάτων που δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα μετά τον συμβιβασμό το καλοκαίρι του 2015.
Με άλλα λόγια, η μιντιακή σφαίρα μετασχηματίζεται και μαζί της μετασχηματίζεται και η διαπλοκή. Συγκεκριμένα, μπαίνει στην τρίτη, ως τώρα, περίοδό της. Αντίθετα προς ότι υποστηρίζουν ουκ ολίγοι, η μορφή στην οποία μπορεί να προσωποποιηθεί αυτός ο μετασχηματισμός δεν είναι η πολιτική ή επιχειρηματική φιγούρα του Μπερλουσκόνι. Άλλωστε κάτι τέτοιο είναι παρελθόν και στο κάτω κάτω το ρόλο του τον έπαιξε στην Ελλάδα η τρόικα και οι μνημονιακές εξουσίες. Η μορφή που μπορεί να προσωποποιήσει το μετασχηματισμό της διαπλοκής είναι μάλλον η κινηματογραφική μορφή του «Δον Κορλεόνε». Αυτού που θα προτείνει μια συμφωνία που «δεν μπορούν να την αρνηθούν».
*Αναλυτής