Ο χειμώνας είχε έρθει, ήταν επίσημο. Τις τελευταίες τρεις ημέρες, που σηκωνόταν νωρίς για τη δουλειά, το καταλάβαινε πριν ακόμη ανοίξει το παράθυρο. Ξυπνούσε με παγωμένη μύτη, τόσο ώστε να ψάχνει χαρτομάντιλα για να τη στεγνώσει έως ότου μπει για μπάνιο.
Ούτε το ζεστό νερό στo ντους μπορούσε να την ξεγελάσει. Οι υδρατμοί που θόλωναν τον καθρέφτη ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη του χειμώνα και επέμεναν επί ώρα. Ο καφές στο φλιτζάνι άχνιζε, έβλεπε το ίδιο το αναζωογονητικό του άρωμα να εκλύεται στην ατμόσφαιρα σαν διάφανος καπνός.
Υστερα άνοιγε την ντουλάπα και τα χέρια της πήγαιναν μόνα τους σε εκείνο το βαρύ και χνουδωτό πουλόβερ με τις κοτσίδες που είχε αγοράσει γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό: για τις κρύες χειμωνιάτικες ημέρες.
Την πρώτη ημέρα δεν το φόρεσε. «Μέσα στο γραφείο έχει τόσους υπολογιστές, τόσους ανθρώπους, τόσο πολλή ζέστη, που δεν θα αντέξω», είχε σκεφτεί. Φόρεσε κάτι ελαφρύτερο και βρήκε ένα χοντρό κασκόλ για να τυλιχτεί. Το θερμόμετρο στο αυτοκίνητο έδειχνε 10 βαθμούς.
Η ίδια διαδικασία και τη δεύτερη ημέρα. Ζεστό μπάνιο, αχνιστός καφές, το χέρι στο μάλλινο πουλόβερ, η σκέψη για τη ζέστη στο γραφείο, ένα κασκόλ για να προφυλάξει τον λαιμό της. Και μια προσθήκη: ένα ζευγάρι γάντια και ένας σκούφος στο ίδιο χρώμα. Το θερμόμετρο έδειχνε 9 βαθμούς. Χμ…
Την τρίτη ημέρα όμως κάτι άλλαξε. Ξύπνησε πολύ δύσκολα –τρεις ημέρες στη σειρά στις 6 το πρωί τής είχαν πέσει πολύ βαριές– και αντί να μπει αμέσως στο μπάνιο άνοιξε το ραδιόφωνο. Ετσι, για παρηγοριά. Ανοιξε και το παράθυρο. Οι δρόμοι ήταν υγροί –είχε ρίξει χιονόνερο; Ο αέρας μύριζε χιόνι.
«Χαμηλές θερμοκρασίες επικρατούν σε ολόκληρη τη χώρα. Τα πρώτα χιόνια έπεσαν στην Πάρνηθα», επιβεβαίωσε την υποψία ο εκφωνητής των ειδήσεων.
Μπήκε στο μπάνιο, έφτιαξε καφέ, φρυγάνισε ψωμί, το άλειψε με μέλι και πήγε να ντυθεί.
Εβγαλε από την ντουλάπα το κασκόλ, τον σκούφο και τα γάντια. Βρήκε ένα ζεστό κοτλέ παντελόνι, ένα πουκάμισο και χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε και το λευκό χνουδωτό πουλόβερ. Το πέρασε πρώτα από τα χέρια της, τα σήκωσε ψηλά και το τράβηξε απαλά πάνω από τον λαιμό της.
Μια αγκαλιά θερμή την τύλιξε, τόσο γλυκιά, τόσο τρυφερή, σαν το Ρεύμα του Κόλπου που ζεσταίνει τον Βόρειο Ατλαντικό. Ξέρετε, είναι αυτό που ξεκινάει από την Καραϊβική για φτάσει ώς την Ιρλανδία και τη Βρετανία, και που χωρίς αυτό ίσως να μην ήταν πολύ φιλόξενες για τους κατοίκους τους.
Και σαν το Κούρο Σίβο, ή Μαύρη Παλίρροια, που πήρε το όνομά του από το βαθύ μπλε χρώμα των νερών του και προκαλεί δίνες όταν συναντά τα τοπικά ρεύματα στις θάλασσες της Ιαπωνίας.
Μπορεί να ταλαιπωρεί τους ναυτικούς που τις καταπλέουν, αλλά είναι κι αυτό θερμό. Προστατεύει τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου από το κρύο που της στέλνουν οι πάγοι του Βορρά, φέρνοντας θερμό νερό από τους τροπικούς στον Βόρειο Ειρηνικό, επέτρεψε να δημιουργηθούν οι κοραλλιογενείς ύφαλοι στα νερά της και ευνόησε τη μαγική της φύση.
Κάπως έτσι την τύλιξε κι εκείνη το μάλλινο πλεκτό, σαν ζεστό θαλάσσιο ρεύμα από τα βάθη του Ισημερινού. Και όταν πήγε να κλείσει το ραδιόφωνο για να φύγει, άκουσε τον Γιάννη Κούτρα να της λέει: «Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη/ κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,/ πώς παίζει ο μπούσουλας καρντίνι με καρντίνι»*.
Αυτό σιγοτραγουδούσε μέσα στον ηλεκτρικό, σχεδόν σε όλη τη διαδρομή, έχοντας πραγματικά ζεσταθεί εκείνη την ημέρα. Κι ας έδειχνε το θερμόμετρο μόλις 5 βαθμούς Κελσίου.
* «Kuro Siwo», ποίηση του Νίκου Καββαδία σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου.