24.12.2017, 18:42 | εφσυν
Θανάση Βασιλείου
Οι αναλογίες στην εικονοποιία της φάτνης του Χριστού και στη φωτογραφία του νεογέννητου στη Μόρια κάτω από την προσφυγική εστία-σκηνή στο πλαστικό τελάρο για κρεβατάκι, παραμονές Χριστουγέννων του 2017, δοκιμάζουν κάθε φαντασία∙ πυκνώνουν τις στιγμές της ανθρώπινης περιπέτειας δύο χιλιάδων χρόνων∙ γεφυρώνουν το θαύμα και την οδύνη. Η σύγχρονη φωτογραφία δείχνει πολλά ακόμα.
Το πρώτο είναι το πάγωμα του χρόνου. Σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα, ή ορθότερα –με βάση το αξίωμα του Τομάσι ντι Λαμπεντούζα- δείχνει σαν «να έχουν αλλάξει όλα ώστε τίποτα να μην έχει αλλάξει». Το πάγωμα του χρόνου εκθέτει πολιτικά -όπως στην εκδοχή του Ηρώδη- την απόλυτη βαρβαρότητα του συστήματος που, επειδή φοβάται το νεογέννητο, επιλέγει με πράξεις ή παραλείψεις τον -περίπου- προκαθορισμό του: μην τύχει και ζητήσει, σαν άλλος Ολιβερ Τουίστ, «λίγο περισσότερο φαγητό».
Το δεύτερο είναι ότι ξεπερνάει τις διαστάσεις και τις φιλοσοφίες των κάθε λογής -ισμών (φιλελευθερισμό, σοσιαλισμό, κομμουνισμό…) στην ποδιά των οποίων έγιναν χίλια κομμάτια -μιλάμε για θραύση- οι περισσότερες από τις νεοτερικές φαντασιώσεις∙ η ίδια η μήτρα τους: ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός.
Επιπλέον, η «φάτνη της Μόριας», δοκιμάζοντας την απλωσιά του ορθού λόγου και τις ιστορίες που διεγείρουν τη στοργή του ενός για τον άλλον, προοικονομεί μέλλον που χάσκει στα ίχνη των ερωτημάτων για ό,τι μαγειρεύει το παρόν, μαζί με τις υλοποιήσεις των προθέσεων, των σχεδιασμών, των πολυεθνικών, τα μελλοντικά σχέδια παραγωγικών επενδύσεων και τα «επιδόματα αλληλεγγύης». Ακόμα και στην ελληνική οικονομία –και κυρίως σ’ αυτήν -παρά το ότι, ακόμη και στο τσίρκο, βρίσκει τρόπο να προωθείται η αδελφοσύνη και η ευαισθησία.
Τέλος, η φωτογραφία -και πάντως πολύ πριν γεννηθεί το βρέφος-, δείχνει ότι η Ευρώπη βρίσκεται ακόμη στη δίνη της μεγάλης δημόσιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στους υποστηρικτές της συμπόνιας και της ηθικής για τους πρόσφυγες (ας πούμε Μέρκελ), στους υποστηρικτές της πολιτισμικής καθαρότητας και της «χριστιανικής Ευρώπης» (ας πούμε Ορμπάν) και στους αμφίθυμους υπερασπιστές της εκδοχής της laicité –του λαϊκού, μη θρησκευτικού χαρακτήρα της πολιτείας- για τους οποίους πάντως η μαντίλα της μητέρας του βρέφους είναι από μόνη της επιεικώς προσβλητική (ας πούμε Γαλλία).
Το απόλυτο αδιέξοδο (των εθνικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών ταυτοτήτων) κυρίως σε κράτη-μέλη με περιορισμένη κυριαρχία και υπό πολιτική-οικονομική επιτροπεία δεν βοηθά. Ούτε οι ιδέες «περί αλληλεγγύης» του Ντόναλντ Τουσκ ή ακόμα του προέδρου της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, που είναι διατεθειμένος να μπει στο εκδρομικό με όλους μαζί τους ακροδεξιούς της Ευρώπης «… αρκεί να έχουν ξεκάθαρη φιλοευρωπαϊκή στάση».
Βέβαια, όσοι ντρέπονται για το μοτίβο του παρόντος και θέλουν να σκεφτούν την πύκνωση του χρόνου, δηλαδή, το παρελθόν, το τώρα και, κυρίως, ό,τι μέλλει να γίνει, ας ανατρέξουν στο πρώτο από τα «Κουαρτέτα» του Τ. S. Εliot όπου θα βρουν μια διατύπωση της αιωνιότητας με καθαρό τρόπο: «Time present and time past are both present at time future…», «Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος είναι και οι δύο παρόντες στον μέλλοντα, και ο μέλλων χρόνος περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών, όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί. Ο,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση που παραμένει ως διαρκής δυνατότητα μόνο σ’ έναν κόσμο από εικασίες». Κάποιος –και δεν έχω λόγους να διαφωνήσω εδώ- είχε πει ότι ο Τ. S. Εliot πατούσε κατευθείαν στον Ηράκλειτο: «Αιών παις έστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη» – «Ο χρόνος είναι παιδί που παίζει, που παίζει τα ζάρια του (που παίζει με τους πεσσούς)∙ η βασιλεία ανήκει στο παιδί».
Αλλά… κι αν τούτη η αστερόσκονη, τούτη η κοινωνική σκέψη, το ένθεο του μέλλοντός μας παιδί-βασιλιάς του Ηράκλειτου, αποτελούν ένα εγγενές στοιχείο της πραγματικότητάς μας, αυτή η πραγματικότητα υπάρχει αρνούμενη τον εαυτό της: το παιδί.
Παρότι χρεοκοπημένη, παραδίδεται στη λατρεία της γκλαμουριάς∙ στα δικά της ευαγγέλια και μόνον έναντι οβολών κι ανταμοιβών «χαρίζει αγάπη και ζεστασιά σε όσους αγαπά». Η υπόμνηση αυτής της σκόνης -λέμε τώρα- μπορεί να ανοίξει στα μάτια μας τον αληθινό κόσμο. Σε αυτόν τον κόσμο «το αγαθό, το απόλυτο αγαθό, πραγματοποιείται αιώνια και το συμπέρασμα είναι ότι έχει ήδη πραγματοποιηθεί και δεν έχει ανάγκη να μας περιμένει για να πραγματοποιηθεί» (με την αισιόδοξη άδεια του Χέγκελ).
Η μόνη επιφύλαξη είναι ότι αυτό το «αγαθό» πραγματοποιείται ως τέτοιο μόνον αφού αυτοδηλώνεται και ύστερα από δημόσια γκρίνια. Το βρέφος της ιστορίας μας και η μητέρα του βρήκαν προς στιγμήν ένα καλύτερο κατάλυμα για να ζεσταθούν και τροφή για να χορτάσουν.
Αλλά αυτό δεν προέκυψε ως αυτονόητο, αλλά σαν κάτι πρόσθετο, ανθρωπιστικό, σαν ένα φιλάνθρωπο «παράγωγο». Ομως, ακόμα κι έτσι, στα «Δύσκολα χρόνια», με τα λόγια του Ντίκενς, «υπάρχει και αγάπη στον κόσμο, δεν είν’ όλα ένα ατομικό συμφέρον…». Χρόνια πολλά!