Το δωμάτιό του είχε ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε, αριστερά, την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, δεξιά, τη θάλασσα και το μεγάλο λιμάνι. Για μια στιγμή αισθάνθηκα πως έπρεπε να αποσυρθώ διακριτικά. Να τον αφήσω μόνο με εκείνη την εικόνα που είχε ξαναζωντανέψει μπροστά στα μάτια του. Μπροστά στα μάτια μου.
Καλό είναι να φεύγουμε όταν οι άνθρωποι βυθίζονται βαθιά στις αναμνήσεις τους. Δεν είναι σίγουρο πως θέλουν όλα να τα μοιραστούν. Να τον αφήσω, σκέφτηκα, να παρατείνει τη στιγμή, να ξανακούσει τις λέξεις και τον ήχο της φωνής της, να δει ξανά και ξανά τα πρόσωπα της ιστορίας και με την ησυχία του -αυτή την ησυχία που μας δίνει η μεγάλη απόσταση του χρόνου- να βγάλει τα συμπεράσματά του.
«Ασύλληπτος φυγάς ο χρόνος», μου λέει μετά από μια μεγάλη σιωπή, «ακόμα και τώρα, που δεν τον λογαριάζω και τον προκαλώ κάθε μέρα, μου κλείνει συνεχώς κοροϊδευτικά το μάτι και με πάει πίσω-μπρος κατά πώς θέλει εκείνος». Αρχισε σιγά σιγά να μου λέει πως βγαίνανε συχνά το βραδάκι, ειδικά τέτοιες μέρες, να περπατήσουν σ’ αυτό το λιμάνι.
Της άρεσε να βλέπει τα πλοία στολισμένα και τα φώτα να τρεμοπαίζουν στα νερά. Εκείνος της έκανε το χατίρι, παρά το τσουχτερό κρύο και την υγρασία, τη συντρόφευε φέρνοντας μαζί του χουρμάδες για να γλυκαθούν. Αγόραζε και ζεστό σαλέπι που άνοιγε τον λαιμό και έκανε τα ερωτόλογα γλυκά. Είχε βέβαια πάντα μια μικρή ανησυχία.
Σαν αγκάθι στην καρδιά που δεν φεύγει, όταν νιώθεις πως ο άλλος δεν θα γίνει ποτέ ολοκληρωτικά δικός σου. Φοβόταν πως μια μέρα θα μπει σ’ ένα απ’ αυτά τα πλοία και θα την έχανε. Αλλιώς; Γιατί του μιλούσε για κόσμους και πολιτείες μακρινές; Γιατί δεν «έμενε» εκεί μαζί του στο στολισμένο λιμάνι των γιορτών και στη «χώρα» του πάθους; Οταν «γυρνούσε» πίσω, στην αγκαλιά του, μ’ ένα χαμόγελο που εκείνος ποτέ δεν ξέχασε, του έλεγε: «Ελα πάμε σπίτι τώρα, σε ξεπάγιασα καημένε μου».
Το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο. Το νοίκιασε μόλις ήρθε από το νησί στην Αθήνα για να σπουδάσει. Ερχόταν εκείνη, γινότανε παλάτι. Εφευγε εκείνη, μια μίζερη γκαρσονιέρα. «Αυτά κάνει ο έρωτας, όλα τα αλλάζει και τα χαράζει», μου λέει με χαμόγελο, «έφυγε εκείνη όπως καταλαβαίνεις, όχι με πλοίο, με αεροπλάνο για την Αμερική».
Του έστειλε κάτι καρτ ποστάλ με το Αγαλμα της Ελευθερίας, κι εκείνος μου τις δείχνει. «Ωραία γυναίκα, σαν σταρ του Μεσοπολέμου», του λέω. Κουνάει το κεφάλι πολλές φορές συμφωνώντας. Τα φώτα στον θάλαμο χαμηλώνουν, τα λαμπάκια του δέντρου στον διάδρομο του οίκου ευγηρίας «Γαλήνη» αναβοσβήνουν. Μια κυρία μάς ειδοποιεί πως το επισκεπτήριο τελειώνει.
Εκείνος μου δείχνει την ώρα. Δίνουμε ραντεβού για την Πρωτοχρονιά. «Θα μου φέρεις και λίγο σαλέπι;» με ρωτά χαμογελώντας. «Και πολλούς χουρμάδες», του λέω και γελάει σαν παιδί· ενενήντα χρονών.