Ο ΟΗΕ ενδιαφέρεται κατά βάση για τα likes και τα shares των social media, αλλά δεν προσβλέπει σε μια πιο ουσιαστική ανάμειξη των πολιτών με τα ζητήματα αλληλεγγύης που θέτει, ούτε ενδιαφέρεται για τη διατύπωση μιας πρότασης για πιο ριζική κοινωνική αλλαγή.
Θυμάστε τον τραγουδιστή του πανκ-ροκ Μπομπ Γκέλντοφ, εμπνευστή του Live Aid το 1985; Ηταν η μαραθώνια συναυλία για την ανακούφιση του λιμού στην Αιθιοπία, που γύρισε την πλάτη στις κούφιες υποσχέσεις των πολιτικών και συγκέντρωσε 30 εκατ. δολάρια σε δωρεές και 120 εκατ. στερλίνες από πωλήσεις αναμνηστικών.
Ποια είναι η διαφορά εκείνης της ανθρωπιστικής πρωτοβουλίας από αυτήν της Αντζελίνα Τζολί για τους πρόσφυγες ή του Χαβιέ Μπαρδέμ που συμμετείχε στην καμπάνια «Ούρλιαξε Τώρα» των Γιατρών Χωρίς Σύνορα;
Η Λίλυ Χουλιαράκη, στο συναρπαστικό δοκίμιό της «Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Νήσος), παρακολουθεί τη σχέση ανάμεσα στο «Πώς νιώθω» και στο «Τι μπορώ να κάνω» για να εκφράσω την αλληλεγγύη μου στους ευάλωτους «άλλους».
Διερευνά πώς έχουν αλλάξει κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού (ειδικότερα οι εκκλήσεις, οι διασημότητες, οι συναυλίες, οι ειδήσεις) και επισημαίνει ότι έχει αναδυθεί μια ατομικιστική ηθική ως κίνητρο του πράττειν.
Σήμερα που η άνιση διανομή των πόρων και οι σχέσεις εξουσίας Δύσης-Νότου αναπαράγουν την ευημερία της πρώτης και διαιωνίζουν τη φτώχεια του δεύτερου, η Δύση, σημειώνει η συγγραφέας, μετατρέπεται σε ειρωνικό θεατή της οδύνης όσων υποφέρουν. Ο αναπτυγμένος κόσμος μας, με άλλα λόγια, μετατρέπεται σε έναν δημόσιο δρώντα που στέκει με σκεπτικισμό (και όχι πια με οίκτο) απέναντι σε κάθε έκκληση για αλληλέγγυα δράση, ενώ την ίδια στιγμή παραμένει ανοιχτός σε έναν λαϊφστάιλ αλτρουισμό.
Καθηγήτρια ΜΜΕ και Επικοινωνίας στο London School of Economics (LSE), με πολλές έρευνες πεδίου στο ενεργητικό της, η Χουλιαράκη ασκεί δριμύτατη κριτική στις δημόσιες εκφάνσεις της «ειρωνικής αλληλεγγύης» που δεν αποβλέπει σε καμία παρέμβαση στις πολιτικές συνθήκες της ανθρώπινης τρωτότητας. Παράλληλα, όμως, εκθέτει και την αμφισημία που χαρακτηρίζει τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στην ηθική του ανθρωπισμού. Ζούμε, εξηγεί, στην εποχή μιας νέας φιλανθρωπίας, η όποια έχει επαναπροσδιορίσει τη σχέση ανάμεσα στην αλληλεγγύη και την αγορά.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Ειρωνικός θεατής» («The ironic spectator» – η μελέτη γράφηκε στα αγγλικά) έχει βραβευθεί το 2015 από τη Διεθνή Ενωση Επικοινωνίας ICA. Αυτό το καίριο βιβλίο προχωρά ένα βήμα πέρα από την εμβριθή ανάλυση. Υπερασπίζεται σθεναρά μια επιστροφή στο θέατρο ως καταλληλότερη επικοινωνιακή δομή του ανθρωπισμού και θέτει ευθέως ένα κρίσιμο ερώτημα: Μήπως τελικά, αντί να συνεχίσουμε να αποφεύγουμε τη σχέση του ανθρωπισμού με την πολιτική, είναι καλύτερο να αναγνωρίσουμε αυτή τη σχέση πλήρως;
Μήπως, λέει η Χουλιαράκη, «αντί να καταφεύγουμε στην αγορά και τις λογικές της, ήρθε η ώρα να συζητήσουμε ανοιχτά τα πολιτικά προβλήματα της αλληλεγγύης –δηλαδή τα δύσκολα προβλήματα της αιτιότητας (τι ή ποιος φταίει;), της δικαιοσύνης (ποιο είναι το δίκαιο;) και της ετερότητας (ποιοι είναι οι “άλλοι”;)– ως κοινωνία των πολιτών και όχι ως καταναλωτές ή χρήστες του twitter;».
Με αυτή την αφορμή, η συγγραφέας μίλησε στην «Εφ.Συν.».
Σε οικονομικό επίπεδο, οι οργανώσεις αρωγής κυρίως, αλλά και δικαιωμάτων, αποφεύγουν την πολιτική και καταφεύγουν σε εταιρικές μορφές διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και σε σύγχρονες στρατηγικές επικοινωνίας-μάρκετινγκ του ανθρωπιστικού τους έργου (δεν είναι τυχαία η συνεργασία της Διεθνούς Αμνηστίας με τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία υπεύθυνα για «responsible advertising»). Πουλάνε δηλαδή το brand τους ως ένα προϊόν που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά που μπορεί να παρέμβει επιχειρησιακά ώστε να επιτύχει «αποτελέσματα»
• Ο Μπομπ Ντίλαν όταν τραγουδά το «Hurricane» το 1975 ενάντια στον ρατσισμό της αμερικανικής Δικαιοσύνης δεν είναι «ειρωνικός θεατής», ούτε ο Πίτερ Γκάμπριελ όταν τραγουδά το 1980 το «Biko», ενάντια στο απαρτχάιντ. Τι τους διαφοροποιεί από την Αντζελίνα Τζολί;
Σωστά. Ούτε ο Μπομπ Ντίλαν ούτε ο Πίτερ Γκάμπριελ ήταν τότε «ειρωνικοί θεατές». Δεν είναι ίδιες όλες οι μορφές αλληλεγγύης των διασημοτήτων, και είναι σημαντικό να τις διαφοροποιήσουμε με βάση δύο χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι το ευρύτερο μήνυμα στο οποίο είναι ενταγμένη η αλληλεγγύη των διασημοτήτων και το δεύτερο είναι η σχέση των διασημοτήτων με την κοινωνία των πολιτών. Ο Ντίλαν και ο Γκάμπριελ, λ.χ., υπήρξαν, κατά κάποιο τρόπο, ακτιβιστές της εποχής τους. Είχαν, δηλαδή, ένα πολιτικό αφήγημα κοινωνικής κριτικής και μιλούσαν ως καλλιτέχνες σ’ ένα επίπεδο κινηματικό.
Η Αντζελίνα Τζολί είναι μέρος μιας μεγάλης καμπάνιας «mutual branding» για τον ΟΗΕ. Προσδίδει, δηλαδή, στον Οργανισμό το «συμβολικό» κεφάλαιο του παγκοσμίως γνωστού ονόματός της και κερδίζει η ίδια «ηθικό» κεφάλαιο από τον ΟΗΕ, φτιάχνοντας ένα ισχυρό ανθρωπιστικό προφίλ.
Το μήνυμά της όμως δεν απευθύνεται σε εμάς ως πολίτες του κόσμου αλλά ως καταναλωτές της εμπορικής κουλτούρας των διασημοτήτων. Ο ΟΗΕ ενδιαφέρεται κατά βάση για τα likes και τα shares των social media, αλλά δεν προσβλέπει σε μια πιο ουσιαστική ανάμειξη των πολιτών με τα ζητήματα αλληλεγγύης που θέτει, ούτε ενδιαφέρεται για τη διατύπωση μιας πρότασης για πιο ριζική κοινωνική αλλαγή. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν και ο ίδιος ο Οργανισμός και οι διασημότητες που τον στηρίζουν είναι μέρος του υπάρχοντος συστήματος διακυβέρνησης…
• Ηταν δηλαδή… λιγότερο αλληλέγγυα η Αντζελίνα Τζολί προς το δράμα των προσφύγων, όταν προσγειώθηκε στη Μυτιλήνη;
Η προσφορά της Τζολί είναι σημαντική. Η ίδια (όπως και άλλοι) έχει κάνει τη διαφορά και έχει βελτιώσει τη ζωή πληθυσμών με μεγάλες και επείγουσες ανάγκες. Ομως υπάρχει άλλη μία διάσταση σε αυτή την υπόθεση: η νέα αλληλεγγύη της Τζολί, του Κλούνεϊ και άλλων σύγχρονων διασημοτήτων αποτελεί μέρος μιας νέας, πραγματιστικής «κουλτούρας της αλληλεγγύης», η οποία έχει συμβιβαστεί με την εργαλειακή διαχείριση της παγκόσμιας φτώχειας και προκρίνει τον ακτιβισμό του twitter, χωρίς όραμα δίκαιης ανακατανομής του παγκόσμιου πλούτου και κοινωνικής αλλαγής.
Αυτή είναι η αλληλεγγύη που στον «Ειρωνικό θεατή» αποκαλώ «αλληλεγγύη του μετα-ανθρωπισμού».
• Η Δύση αμφιταλαντεύεται λοιπόν απέναντι στους ευάλωτους άλλους (είτε είναι εντός είτε εκτός δυτικού κόσμου). Παρ’ όλα αυτά, πλήθος διεθνείς οργανισμοί, σταρ, καλλιτεχνικά γεγονότα, δημοσιογραφικές παρεμβάσεις πριμοδοτούν ανθρωπιστικές πρακτικές στο όνομά τους. Ολα αυτά δεν ανοίγουν άραγε τον δρόμο για πολιτικές και θεσμικές αλλαγές;
Το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται μια απλή απάντηση του «ναι» ή «όχι». Το ανθρωπιστικό κίνημα, δηλαδή οι οργανώσεις αρωγής και ανάπτυξης (aid and development) και προοδευτικά οι οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων (human rights), σίγουρα αποτελεί αυτή τη στιγμή τον κύριο υπερ-εθνικό μηχανισμό διαφύλαξης των βασικών αναγκών και δικαιωμάτων των ευάλωτων πληθυσμών ανά τον κόσμο.
Το υπερ-πολιτικό θεσμικό αυτό πλαίσιο έχει εν πολλοίς «εξανθρωπίσει» ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης που στηριζόταν αποκλειστικά στην ωμή εξουσία των ισχυρών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι θεσμοί αυτοί του ανθρωπισμού βρίσκονται έξω από το πλέγμα εξουσίας που κατά κάποιο τρόπο εξανθρωπίζουν. Τουναντίον, βρίσκονται στο κέντρο του συστήματος αυτού, ενισχύοντας τη σχέση τους μαζί του σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι παρεμβάσεις των οργανώσεων αυτών, από την αλληλεγγύη σε σεισμόπληκτους ώς τα δικαιώματα των προσφυγικών πληθυσμών, είναι ζωτικές και απαραίτητες. Ταυτόχρονα, όμως, βλέπουμε και φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης, αδυναμίας παρέμβασης, έλλειψης πολιτικής βούλησης ή και ακόμη συνεργασίας με διεφθαρμένα καθεστώτα που σήμερα έχουν εν πολλοίς υπονομεύσει τον χαρακτήρα αυτών των οργανώσεων ως «υπερ-πολιτικών» δομών που δρουν για το καλό της ανθρωπότητας.
Αυτές οι πρακτικές έχουν αναδείξει την αναπόφευκτη (και συχνά ύποπτη) σχέση του ανθρωπισμού, ως θεσμού και ιδεολογίας, με την πολιτική και αυτό ακριβώς αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα οι οργανώσεις αυτές σήμερα.
Σε οικονομικό επίπεδο, λοιπόν, οι οργανώσεις αρωγής κυρίως, αλλά και δικαιωμάτων, αποφεύγουν την πολιτική και καταφεύγουν σε εταιρικές μορφές διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και σε σύγχρονες στρατηγικές επικοινωνίας-μάρκετινγκ του ανθρωπιστικού τους έργου (δεν είναι τυχαία η συνεργασία της Διεθνούς Αμνηστίας με τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία υπεύθυνα για «responsible advertising»).
Πουλάνε δηλαδή το brand τους ως ένα προϊόν που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά που μπορεί να παρέμβει επιχειρησιακά ώστε να επιτύχει «αποτελέσματα». Αυτός ο απο-πολιτικοποιημένος πραγματισμός της αλληλεγγύης είναι το αντικείμενο κριτικής του «Ειρωνικού θεατή».
• Στην Ελλάδα της κρίσης (…και της παράδοσης των θεσμικά ευνοημένων ευεργετών) πολλοί εξακολουθούν να περιμένουν τη λύση από τον φιλάνθρωπο καπιταλισμό. Πού χωλαίνει αυτή η υπόθεση;
Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: Ποια είναι τα όρια και το κόστος αυτής της μορφής φιλανθρωπίας που οι Bishop and Green (2010) αποκαλούν «φιλάνθρωπο καπιταλισμό»; Το βασικό κόστος είναι ακριβώς αυτό που χαρακτηρίζεται όφελος της φιλανθρωπίας: ότι δηλαδή οι παρεμβάσεις που κάνει είναι διορθωτικές αλλά όχι θεσμικές.
Αρκείται δηλαδή η φιλανθρωπία στην ευεργεσία, που συνήθως πρόκειται για ένα συγκείμενο έργο σε πεπερασμένο χρονικό διάστημα, και παραβλέπει τα μεγάλα δομικά ζητήματά του γιατί δεν υπάρχουν (και πώς θα μπορέσουν να διαμορφωθούν) οι προϋποθέσεις για μια πιο ισότιμη κατανομή και διαχείριση του πλούτου και για μια πραγματική αναγκο-κεντρική ρύθμιση του πλούτου για όλους τους πολίτες (όπως παρατηρεί ο Πικετί το 2014 στη μελέτη του για τις δυναμικές συσσώρευσης του παγκόσμιου πλούτου).
Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς άλλωστε, αφού ο εταιρικός και προσωπικός πλούτος της φιλανθρωπίας συσσωρεύεται υπό συνθήκες που κάνουν την ατομική ευημερία των πολλών δύσκολη έως αδύνατη υπόθεση.
Η φιλανθρωπία, από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί η καλοκάγαθη όψη του μετα-ανθρωπιστικού καπιταλισμού, ο όποιος κερδίζει έπαινο και προβολή στη δημόσια σφαίρα επειδή στρατεύεται στην υπόθεση της ανθρώπινης τρωτότητας και των αναγκών της, αλλά δεν ενδιαφέρεται να αλλάξει τις συνθήκες παραγωγής ανισοτήτων και τρωτότητας στην κοινωνία. Θέλει μόνο να την ανακουφίσει περιστασιακά.
Ποιες ζωές μετράνε περισσότερο στις οθόνες μας;
Η επικοινωνία της τρωτότητας είναι ένα πρόβλημα που παραμένει ανοικτό. Η Λίλυ Χουλιαράκη ήδη από το 2013 κατέδειξε στο «Θέαμα της οδύνης» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) ότι το πρόβλημα του ευρωκεντρισμού είναι βασικό σε όλες τις εθνικές τηλεοράσεις. Πρόσφατα διηύθυνε μαζί με τη Μύριαμ Γεωργίου μια μελέτη του LSE για τον τρόπο με τον οποίο ο ευρωπαϊκός Τύπος σε οκτώ χώρες της Ε.Ε. κάλυψε την προσφυγική κρίση του 2015 (http://www.lse.ac.uk/media-and-communications/research/research-projects…). Και το νέο της βιβλίο επικεντρώνεται στις ψηφιακές μορφές μαρτυρίας από τις πολεμικές ζώνες της Μέσης Ανατολής. Σχολιάζει λοιπόν:
«Η θεσμική δημοσιογραφία διέπεται από δύο αντιφατικές “οικονομίες”. Την οικονομία της “ενημέρωσης” και την οικονομία της “προστασίας” (της αισθητικής και της αξιοπρέπειας) των θεατών. Οταν πρόκειται για “δικούς μας”, δηλαδή Ευρωπαίους ή γενικότερα Δυτικούς, τότε έχουμε πλήρη κάλυψη, ή ακόμη και συνεχή ροή, αποφεύγουμε να δείχνουμε σκληρές εικόνες και φροντίζουμε να μνημονεύσουμε ή ακόμη και να τιμήσουμε τα θύματα.
»Οταν όμως πρόκειται για κρίσεις εκτός της Δύσης, τότε μετά βίας έχουμε είδηση, σχεδόν ποτέ δεν έχουμε συνεχή ροή, έχουμε ελάχιστη και αποσπασματική πληροφόρηση και ποτέ δεν έχουμε “προσωποποίηση” των νεκρών, δηλαδή ποτέ δεν μαθαίνουμε κάτι γι’ αυτούς. Αντιθέτως, η είδηση συχνά επικεντρώνεται σε μια “πορνογραφία” του ανθρώπινου πόνου, όπου σκληρές εικόνες γίνονται μέρος του συγκινησιακού φορτίου των ειδήσεων με σκοπό την τηλεθέαση αλλά όχι τη βαθύτερη κατανόηση ή τη συναίσθηση της οδύνης αυτών των ανθρώπων.
»Ετσι η διακίνηση της είδησης υπόκειται σε διαστρωματώσεις “προστασίας” του θεατή που διαμορφώνουν μια ιεραρχία της ανθρώπινης τρωτότητας και εν τέλει “κλειδώνουν” έξω από τον δικό μας κόσμο όλους όσοι δεν ανήκουν γεωγραφικά και πολιτισμικά στην Ευρώπη, στη Δύση. Αυτό το συμβολικό σύνορο είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον όποιο οι δύο ειδησεογραφικές οικονομίες οργανώνουν την αφήγηση της είδησης με βάση εγωκεντρικές, και συχνά ξενοφοβικές, πολιτικές και πολιτισμικές προτεραιότητες που αναπαράγουν στερεότυπα για “εμάς” και τους “άλλους”.
»Τα social media απ’ την πλευρά τους έχουν βοηθήσει πολύ στην πιο ελεύθερη διακίνηση των ειδήσεων από χώρες εκτός Δύσης. Από την “αραβική άνοιξη” ώς τον πόλεμο της Σύριας, οι ειδήσεις κινημάτων διαμαρτυρίας, κρίσεων και πολεμικών συγκρούσεων γίνονται πιο πολυφωνικές και πολύπλοκες.
»Παρ’ όλα αυτά, οι αφηγηματικές οικονομίες (π.χ. τα μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα) που επιλέγουν ποιες ζωές μετράνε περισσότερο στις οθόνες μας, αξιοποιούν τις νέες πηγές πληροφορίας και εικόνας προς το συμφέρον τους, ενώ παράλληλα τις καθυποτάσσουν στις δικές τους προτεραιότητες. Ετσι οι ειδήσεις συνεχίζουν να διαχωρίζουν τον κόσμο βάσει των γνωστών κατηγοριών ανάμεσα σε “εμάς” και στους “άλλους”».