Έψαξα να βρω πού χάθηκαν οι αυλές κι οι πέργκολες. Οι «γειτόνισσες» και οι απλωμένες μπουγάδες | ΕUROKINISSI / ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ
Σκέφτηκα να κάνω καταγγελία στην Αστυνομία. Να κινητοποιήσω τις αρχές και να προκαλέσω έρευνες. Έπειτα, είπα να ρωτήσω τους κατοίκους, μην την είδανε…
Να ζητήσω από αρεστούς και ανέραστους αιρετούς να μπουν σε διαδικασίες αναζήτησης. Να τρέμουν ψάχνοντας, φοβούμενοι μήπως και τη βρουν ημιθανή ή και μουμιοποιημένο πτώμα…
Πήγα και στους αρχιτέκτονες, τους μηχανικούς, τις τεχνικές υπηρεσίες. Ζήτησα να μου πουν πώς τυλίγονται τα ξύλινα κάποτε παραθύρια σε αλουμινένιες γρίλιες. Πώς σκοτεινιάζουν τα στενά, από το μεγάλο ύψος των κτιρίων. Πού χάθηκαν τα νεοκλασικά κοσμήματα και πώς παραχώρησαν τη θέση τους σε τσιμεντένια κιβούρια.
Πώς μαυρίζουν οι ψυχές, ζώντας σε πόλεις άξενες που φτιάχτηκαν από πολιτικές παράξενες. Ποιος συνδαυλίζει αυτήν την κακέκτυπη «αστυφιλία» όπου μόνο «φίλιον» δεν εμφανίζεται το άστυ…
Έψαξα να βρω πού χάθηκαν οι αυλές κι οι πέργκολες. Οι «γειτόνισσες» και οι απλωμένες μπουγάδες. Το μπακάλικο της γειτονιάς κι ο καφενές με τα ακούσματα της ντοπιολαλιάς και τα καυγαδάκια των υπερηλίκων.
Σε ποιον αγωγό όμβριων υδάτων πνίγηκαν το «ελληνικό δαιμόνιο», το «φιλότιμο», το «μεράκι» και η «μπέσα».
Αναρωτήθηκα πώς αναπνέουν οι μπετένιες ταράτσες -που κάποτε ήσαν κεραμίδια. Πώς μετατραπήκαμε σε σαρδέλες προσμονής κι όχι… καλλονής, έγκλειστες σε κονσερβοκούτια. Πότε τα «τραπεζάκια έξω» έγιναν εσωστρέφεια κατ’ οίκον.
Σε τι θαλάσσια βάθη ρίφθηκε τσιμεντωμένη η ανάκαμψη της χώρας και σε ποια ζώνη αιγιαλού και παραλίας ξώκειλε το σκαρί και η έννοια της πατρίδας…
Πόθεν ήρθαν οι Βησιγότθοι να ξεθεμελιώσουν τα κάστρα της και πόσες ακόμη μωρές πολιτικές παρθένες θα βιάσει ο κάθε εκπορθητής Αλάριχος…
Καινούριες πόλεις δε θα βρεις, δεν θα ‘βρεις άλλες θάλασσες, έγραφε κι ο Καβάφης, τονίζοντας πως «η πόλις θα σε ακολουθεί»…
Κι έτσι είναι. Μέσα της περιδιαβαίνουμε άλλοτε με ρυθμούς γοργούς, άλλοτε περίλυποι και λυσιτελείς, εργαζόμενοι και πένητες, απελπισμένοι και ελπίζοντες. Διεκπεραιώνουμε υποθέσεις, διατηρούμε ψήγματα από εκείνη την αύρα της επιτυχίας που κάποτε ήταν μαντηλάκι στο κοστούμι, σέρνουμε σαρκία με ξεφούσκωτους, τους κάποτε παχυλούς εγωισμούς.
Ανανεώνουμε κάθε μήνα την κάρτα ανεργίας και την απόγνωσή μας, αναπαράγουμε μιζέρια και ηττοπάθεια, προσποιούμαστε τους ευτυχισμένους, διεκδικούμε να ερωτευθούμε κάτι πιο πολύ από ένα βράδυ ερωτικό.
Έχουμε κολλήσει την κρίση στο κούτελο, όπως κάποτε τα πεντοχίλιαρα σε λαϊκούς βάρδους. Παίζουμε τις παραγγελιές ντόπιων και ξένων αφεντάδων, μα σαν ηχήσουν «οι βεργούλες που μας δείρανε» κι αστράψει η φαλτσέτα ποιος να ερμηνεύσει εκείνο το μακρύ ζεϊμπέκικο και να αφηγηθεί το δίκιο που ‘χαν οι Κοεμτζήδες…
Τα ανεόρταστα εορταστικά φτιασίδια ήρθε η ώρα να μαζευτούν. Οι βιτρίνες επιτέλεσαν το καθήκον τους και χάσκουν σα ψάρια που μπαγιάτεψαν. Σα φτάνει το ζόρι μας στα κόκκινα, κουρνιάζουμε σε μια γωνιά, λέμε: «…ωραία είναι εδώ, γαλήνια, βαστά ήλιο…» Και παραγγέλνουμε εκείνον τον καφέ που για τον Έλληνα σημαίνει μοιράζομαι τις σκέψεις μου με άλλους, αναπολώ, σκέφτομαι, προβληματίζομαι, αγαπώ…
Με παύσεις πιο εύγλωττες κι από λέξεις και ματιές που ‘χουν στην ακρογωνιά τους το δάκρυ ή τη χαρά, αφηνόμαστε να χαζεύουμε τα λερά κτίρια και τις συνειδήσεις. Τα άδεια μαγαζιά και τους ανθρώπους, που «ενοικιάζονται». Τα ερμητικά κλειστά στόματα και τις ανοιχτές ανάγκες.
Ερειπωμένες τις τεράστιες τζαμαρίες που κάποτε στραφτάλιζαν από πραμάτεια και λαμπερά καταναλωτικά αγαθά. Με ρολά τα μικρομάγαζα που κάποτε συντηρούσαν την οικογένεια, μα και τους πόθους του νεοέλληνα. Τις νέες κατασκευές που αντιμάχονται ακόμη και με την αναίσχυντη «αισθητική» τους ως εχθρικό το φυσικό περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Ενεργοβόρες ή ψυχοφθόρες οι συνθήκες εργασίας, παραμονής και διαβίωσής μας σε αυτά τα κυβάκια που αντικατέστησαν τη γειτονιά, το μικρό πάρκο με τις πικροδάφνες, το ξυλίκι στα χωμάτινα στενά, της γιαγιάς τη φωνή για να «μαζευτούν» τα μικρά που μοιράζονταν όνειρα, ένα ποδήλατο-ερείπιο ή και ένα κομμάτι τυρί και ψωμί.
Μέσα από τόνους κοινωνικής, οικονομικής και αξιακής επιχωμάτωσης, αναδύεται το εξάμβλωμα της πόλης που γεννήθηκα. Σαν ερμαφρόδιτη πόρνη κρύβει την ασχήμια της σε πτυχωμένους μανδύες και εσθήτες, λικνιζόμενη άτεχνα πάνω σε κοθόρνους αμφίσημους.
Αμφιλεγόμενοι κι αμφιταλαντευόμενοι όσοι διαβαίνουν τη σάρκα της, ξεχύνουν εκεί τους μύριους μύχιους πόθους τους… Την κακομεταχειρίζονται επαίσχυντα, την αφήνουν λερή και κατακρεουργημένη από «έργα», την πετούν νύχτα στο χαντάκι…
Μα, αγαπώ αυτήν την πόλη… Όπως ήταν, όχι όπως τείνει να γίνει. Με το πέπλο της υγρασίας, μέσα στον χειμώνα, να φιλτράρει το φως, δίνοντάς του τη γαλακτερή απόχρωση του ονείρου. Την αγέρωχη μακρινή της ομορφιά καθώς τα φώτα, της περνούν στο μέτωπο εκείνο το διάδημα που της αξίζει, παρά τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες πανομοιοτυπίας που έχουν επιβάλει οι πάνοπλοι –οικονομικά και τεχνολογικά– κονκισταδόρες.
Οι κατακτητές που με την επέλασή τους έκαναν την ψυχή της πόλης μου να αλλάζει. Τους ανθρώπους του, εύπλαστα ζυμάρια, να «φουσκώνουν» από αγανάκτηση, να περισσεύουν στο ψήσιμο, να ξεχύνονται στις γύρω άκρες, να «καίγονται»…
Ποιος, να πάρει, μου έκλεψε την πόλη μου;
Ποιοι, να πάρει, μου έκλεψαν τον τόπο μου;